Πριν δύο δεκαετίες περίπου, κάθε Τετάρτη, συχνάζαμε στο σπίτι του τότε εκδότη του Αγγλικού ένθετου του «Νέου Κόσμου» Αργύρη Αργυρόπουλου.

Καθώς παίζαμε ρεμπέτικα τραγούδια και πίναμε τα τσιπουράκια μας, είχε το συνήθειο να μας διηγείται ιστορίες από τις προσωπικότητες της γειτονιάς του. Όλοι είχαν τις ιδιαιτερότητές τους, όλοι τους φάνταζαν ξαφνιάσματα της φύσεως.

«Ένας ολόκληρος ελληνικός κόσμος σβήνει μπροστά στα μάτια μας», έλεγε. Έπειτα, στρέφοντας το βλέμμα του προς εμένα, ορμήνευε: «Γι’ αυτούς να γράφεις».

Στα χρόνια που ακολούθησαν συνέλαβα την ιδέα να χαρτογραφήσω τη δική μου τοπογραφία απώλειας, έχοντας ως εφαλτήριο τα δικά μου παιδικά χρόνια, μεγαλώνοντας στην περιφέρεια του Moonee Valley ως μέλος δύο πολύ ζωντανών μικροπατριών: αυτή των Σαμίων -που έφτασαν στην περιοχή στις αρχές της δεκαετίας του ’50- και των Περαμιωτών, στα περίχωρα των Ιωαννίνων, όπου το μισό χωριό μετανάστευσε μαζικά τη δεκαετία του ’60.

Ενσωματωμένος στα πολύπλοκα κοινωνικά δίκτυα που δημιούργησαν, για ένα μεγάλο μέρος της νιότης μου είτε αγνοούσα είτε αδιαφορούσα για τον ευρύτερο κόσμο πέρα από τις συλλογικές κυψέλες που με περιέκλειαν.

Παρά το ότι κατά την άρχουσα τάξη και τα στερεότυπα που πλάθουμε οι ίδιοι για τους εαυτούς μας, η παροικία μας, σε όλα της τα στρώματα φαντάζει πανομοιότυπη, εντόπιζα σημαντικές κοινωνιοπολιτιστικές και γλωσσικές διαφορές μεταξύ των δύο δικών μου πατριών και άλλων ελληνικών μικροκοινοτήτων που συναντούσα κατά καιρούς και έβρισκα τις διαφορές αυτές συναρπαστικές. Μου φάνηκε ότι ο καθένας μας ορίζεται, τόσο από τον τόπο διαβίωσής του όσο και από τον τόπο προέλευσης ή καταγωγής του, και ότι υπάρχει μια τρίτη διάσταση του τόπου που είναι εξίσου σημαντική: ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η καρδιά του και όπου ο νους του κατοικεί, ένα μέρος εξίσου πραγματικό με το φυσικό, αν όχι περισσότερο.

Όσοι από εμάς μεγαλώσαμε στην κοιλάδα του Moonee, την οποία οι πιο ηλικιωμένοι την αποκαλούσαν «Μόνη» -ώστε να μην υπάρχει παρεξήγηση- γνωρίζαμε ότι η θέση μας ήταν ήδη προκαθορισμένη: από τη θέση της οικογένειάς μας στο χωριό, από τις διαπροσωπικές σχέσεις και τα πεπραγμένα των προγόνων μας, στοιχεία που για εμάς ήταν επίκαιρα ακόμη και εφόσον αυτοί που έμειναν πίσω τις είχαν ήδη ξεχάσει. Υπήρχε πάντα κάποιος που μας παρακολουθούσε, πάντα κάποιος έτοιμος να μας βοηθήσει, να μας νουθετήσει και γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ενστικτωδώς τους περίπλοκους κοινωνικούς κανόνες και τους δεσμούς αμοιβαίας υποχρέωσης που κρατούσαν όλους αυτούς τους ανθρώπους συνδεδεμένους μεταξύ τους και προσδιόριζαν τη συλλογική τους ταυτότητα.

Γαλουχηθήκαμε με έναν εκτενή κώδικα αποδεκτής συμπεριφοράς που έπρεπε να τηρηθεί, ώστε να διατηρηθεί το καλό όνομα και η κοινωνική υπόσταση της οικογένειάς μας. Εκείνη την εποχή οι όροι φιλότιμο, καθώς και υποχρέωση, λογαριασμός και ρεζίλι, δεν ήταν λογότυπα που κοσμούσαν κούπες του καφέ και διαφημιστικά φυλλάδια για φεστιβάλ. Αντίθετα, διατύπωναν τον ιδιάζοντα τρόπο με τον οποίο θεωρούσαμε τους εαυτούς μας, τους άλλους, το πώς συμπεριφερόμαστε, κάτι που δέσμευε όλες τις γενιές.

Κεντρική θέση σε αυτόν τον τρόπο ζωής είχε η σημασία της συλλογικότητας. Όταν οι πρεσβύτεροι καταδίκαζαν τις παραβάσεις του αξιακού κώδικα από νεότερο μέλος της κοινωνικής ομάδας, η φράση «τι θα πει το χωριό» δεν αναφερόταν τόσο στο χωριό της πατρίδας, όσο στο νοερό χωριό που συγκροτήθηκε στην κοιλάδα Moonee και τα περίχωρά της.

Οι πράξεις του ατόμου, όσο ασήμαντες και να φάνταζαν επηρέαζαν το σύνολο επειδή ήταν η συλλογικότητα αυτή με τη μνήμη αιώνων που καθόρισε, προστάτεψε και διατήρησε την ταυτότητα όσων ανήκουν σε αυτήν.

Ήταν αυτός ο κόσμος, ο αφελείς, ο σίγουρος για τον εαυτό του, με την ακλόνητη πίστη του στην αθανασία του, με τις εγγενείς αντιφάσεις του, τα προτερήματά του και τα τρωτά του που ήθελα να απεικονίσω γράφοντας τα κείμενα που τελικά συμεριελήφθηκαν στο θεατρικό έργο: «Όπου Γης και Patris», παραγωγή των Ελλαδιτών ηθοποιών Ελένης Τσεφαλά και Σταμάτη Τζελέπη, σε συνεργασία με την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης.

Ο τίτλος του έργου παραπέμπει στο ρητό εκείνο που χρησιμοποιείται συνήθως για να υποστηρίξει το επιχείρημα ότι η πατρίδα του καθενός είναι όπου εγκαθίσταται, παρά ο τόπος από τον οποίο προέρχεται και παρόλο που την έχω ακούσει επανειλημμένως από μετανάστες πρώτης γενιάς, δεν το εννοούν πραγματικά. Μάλλον το λένε από πίκρα, αναγνωρίζοντας ότι δεν ανήκουν ούτε στη χώρα χώρα που επέλεξαν να εγκατασταθούν, αλλά ούτε και στην «πατρίδα».

Συνεπώς, το έργο θέτει το εξής ερώτημα: Πότε ένας μετανάστης σταματά να γίνεται μετανάστης; Είναι η μετανάστευση περιορισμένης διάρκειας ή μια ενδελεχής κατάσταση; Γι’ αυτόν τον λόγο επέλεξα να αποδώσω τον όρο «Patris» στα αγγλικά, γιατί το Patris λειτουργεί ως τύπος των μεγάλων πλοίων που μετέφεραν την πρώτη γενιά σε αυτές τις ακτές, τονίζοντας το αδιάλειπτο αυτής της διαδικασίας εξάρθρωσης και ξεριζωμού.

Το έργο γράφτηκε και παρουσιάζεται στην ελληνική γλώσσα επειδή δεν υπήρχε άλλος δυνατός τρόπος να αποδοθούν οι πλούσιοι και συναρπαστικοί ρυθμοί της μοναδικής ελληνοαυστραλιανής ιδιολέκτου που αναπτύχθηκε από την πρώτη γενιά. Ο τρόπος με τον οποίο διατήρησαν τις μητρικές τους διαλέκτους αλλά και κατάφεραν να τις επεκτείνουν ώστε να δεχθούν, να αφομοιώσουν και να προσαρμόσουν τους αγγλικούς όρους ή να τους υποβάλλουν σε διαδικασία μετάπλασης, τεκμηριώνει ένα επίπεδο γλωσσικής εφευρετικότητας που δεν έχει ερευνηθεί όσο θα έπρεπε. Αυτό το γλωσσικό ιδίωμα αποτελεί, επίσης, είδος προς εξαφάνιση καθώς η πρώτη γενιά υιοθετεί υποσυνείδητα τη σύνταξη και την ορολογία που απορροφάται από την ελληνική δορυφορική τηλεόραση, ή περνά στην αιωνιότητα. Είναι τα λόγια τους που μου λείπουν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Όλες οι σκηνές του έργου βασίζονται σε πραγματικές εμπειρίες πραγματικής ζωής, κάποιες πιο προσωπικές από άλλες. Η ενότητα «Προ των Εισοδίων», για παράδειγμα, εμπνεύστηκε από την άρνησή μου να βγω για δείπνο ώστε να γιορτάσω τα γενέθλιά μου επειδή η νεογέννητη κόρη μου δεν είχε ακόμη σαραντίσει, επικαλούμενος την παραδοσιακή δικαιολογία: «Θα μας δουν, τι θα πει ο κόσμος».

Άρχισα να διαλογίζομαι τους τρόπους με τους οποίους η παράδοση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος καταστολής και ελέγχου, ωθώντας με να εξετάσω περαιτέρω καταστάσεις όπου (όπως συμβαίνει συχνά στους μεικτούς γάμους) ανακαλύπτουμε ξανά την «ελληνικότητά» μας μόνο επειδή ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον «Άλλον» και επιθυμούμε να επιτύχουμε απέναντί του, κάποια υπεροχή. Στην ενότητα «Προ των Εισοδίων» όπου ο Αυστραλός «γαμπρός» αποδεικνύεται πιο «Έλληνας» και πιο «παραδοσιακός» από τους ίδιους τους Έλληνες, αντιστρέφεται το στερεότυπο, επιδιώκοντας να σατιρίσει καλόβουλα τις «παραστατικές» πτυχές της ελληνικής ταυτότητας όπως αυτή αρθρώνεται στην Αυστραλία.

Η ενότητα «Όπου Γης και Patris», από την άλλη, εξερευνά τα συναισθήματα ενός ηλικιωμένου ζευγαριού στο αεροδρόμιο, που ετοιμάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Αυτό το σενάριο εμπνεύστηκε από τις εμπειρίες μου από ταξίδια στην Ελλάδα στα νιάτα μου. Βλέποντάς με νέο, ευκολόπιστο και μόνο και μαθαίνοντας ότι είμαι Έλληνας, οι ηλικιωμένοι συνταξιδιώτες μου έριχναν πάνω μου τις περιττές αποσκευές τους εφόσον ήταν υπέρβαροι, στο σημείο που το 1992 πέρασα ολόκληρη την πτήση με ένα σετ από ανοξείδωτες κατσαρόλες στα γόνατά μου.

Είχα την τύχη κάποια από τα κείμενά μου να πέσουν στην αντίληψη της Ελένης Τσεφαλά, της οποίας τον μνημειώδη τόμο «Εκατό χρόνια Θέατρο των Ελλήνων στην Αυστραλία – Ελληνικό Θέατρο στην Αυστραλία», είχα την τιμή να παρουσιάσω το 2019. Μαζί με τον βετεράνο ηθοποιό, Σταμάτη Τζελέπη, αποφάσισε να μεταφέρει αυτά τα κείμενα και κάποια άλλα στη σκηνή.

Είναι αξιοσημείωτο ότι σε μια εποχή όπου η αφήγηση των Απόδημων Ελλήνων, είτε θεωρείται ασήμαντη είτε γενικά απουσιάζει από τον κυρίαρχο ελλαδικό λόγο, αυτοί οι ταλαντούχοι ηθοποιοί αισθάνθηκαν την ανάγκη να χρησιμοποιήσουν την τέχνη τους ώστε να μας υποδυθούν, να μας απεικονίσουν σε όλες μας τις πολλαπλές, αντιφατικές αλλά πάντα υπέροχες πτυχές. Άκρως συμβολικό συνεπώς, το γεγονός ότι το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα, την αφετηρία της μεταναστευτικής εμπειρίας για τους περισσότερους τις πρώτης γενιάς ενώ ενδέχεται να περιοδεύσει σε όλη τη χώρα το ελληνικό καλοκαίρι.

Το «Όπου Γης και Patris», ανεβάστηκε στην Ελλάδα με το σλόγκαν: «Κωμωδία που θα σε κάνει να κλαις» και αποτελεί απόδειξη του τεράστιου υποκριτικού και σκηνοθετικού ταλέντου της Ελένης Τσεφαλά και του Σταμάτη Τζελέπη που έχουν τη δυνατότητα να αναδείξουν τη γλυκόπικρη φύση, καθώς και τον παραλογισμό των αποδημικών μας αξιώσεων με τόσο κωμικό αποτέλεσμα. Κυρίως, όμως, είναι η δριμύτητα της μεταναστευτικής εμπειρίας που κατοικεί στις ψυχές όλων μας, που αποτελεί ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης.

Το «Όπου Γης και Patris», θα παρουσιαστεί στη Μελβούρνη στις 8, 9 και 10 Μαρτίου 2024 στο Clayton Community Centre, 9/15 Cooke Street, Clayton.

Για κρατήσεις επισκεφθείτε την ιστοσελίδα: https://www.trybooking.com/CPEUK.