Τον μεγαλύτερο «λογαριασμό» έκαναν στην Ελλάδα πέρυσι οι επισκέπτες από την Αυστραλία, καθώς κατά τις διακοπές τους εκεί ξόδεψαν τα περισσότερα χρήματα εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, επιβεβαιώνοντας για ακόμα μία φορά το πολύ καλό «τουριστικό προφίλ» τους.

Οι εξ Αυστραλίας ταξιδιώτες στην Ελλάδα, ως γνωστό, είναι στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους ομογενείς -κάθε ηλικίας- που είναι περιζήτητοι από τις τουριστικές επιχειρήσεις, αφού γνωρίζουν από καλοπέραση και… του δίνουν και καταλαβαίνει όταν επισκέπτονται την πατρίδα. Η «θεραπεία» για τη νοσταλγία άλλωστε, έστω και προσωρινή μόνο, δεν έχει τιμή.

Είναι τόση η λαχτάρα των συμπάροικων για το ελληνικό καλοκαίρι (ειδικά μετά την πανδημία) που παρότι οι τιμές των εισιτηρίων ήταν στα ύψη το 2023, ο αριθμός των ταξιδιωτών από Αυστραλία πλησίασε το ιστορικά υψηλό επίπεδο του 2019.

Και αν συνεχιστεί φέτος -που οι αεροπορικές έχουν και καλύτερες ευκαιρίες, επί του παρόντος τουλάχιστον- η ανοδική τάση που παρατηρείται «μετά-COVID» πάμε για νέα ρεκόρ, επισκεπτών και δαπανών.

Φωτογραφία αρχείου: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/ EUROKINISSI

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για το ταξιδιωτικό ισοζύγιο πληρωμών, ο ελληνικός Τουρισμός «απογειώθηκε» πέρυσι, με τις αφίξεις από όλες τις χώρες να πλησιάζουν το ρεκόρ (προ πανδημίας) των 33 εκατομμυρίων και τις συνολικές εισπράξεις να φτάνουν σε νέο υψηλό, ξεπερνώντας τα 20 δισ. ευρώ.

Σε αυτήν την ανοδική πορεία σημαντική είναι η συμβολή και των συμπάροικων, οι οποίοι, παρά τις δυσκολίες ενός τόσο μακρινού ταξιδιού -που δεν είναι μόνο οικονομικές (ειδικά πέρυσι με την ακρίβεια να ρημάζει πολλά νοικοκυριά)- επιλέγουν την Ελλάδα τους -εκεί- καλοκαιρινούς μήνες.

Το 2023, ο αριθμός των επισκεπτών από την Αυστραλία ανήλθε σε περίπου 255 χιλιάδες (έως και το τρίτο τρίμηνο, δηλαδή από Ιανουάριο έως και Σεπτέμβριο, ενώ αναμένονται και τα στοιχεία για τους τελευταίους μήνες του έτους).

Οι ταξιδιώτες αυτοί, παρά την ακρίβεια (εδώ και στην Ελλάδα), όχι μόνο συνέχισαν να ξοδεύουν τα περισσότερα ανά διανυκτέρευση (και με διαφορά από τουρίστες άλλων χωρών), αλλά αύξησαν περαιτέρω τις δαπάνες τους, σε επίπεδα ρεκόρ.

Σύμφωνα πάντα με την ΤτΕ, το τρίτο τρίμηνο του 2023 (Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο) «χαλούσαν» -κατά μέσο όρο 145,8 ευρώ (ή 245 AUD σχεδόν), την ημέρα παρότι η ισοτιμία του αυστραλιανού δολαρίου δεν ήταν και στα καλύτερα της. Η αντίστοιχη δαπάνη για το 2022 ήταν 128,2 ευρώ (188 AUD).

Ο μέσος όρος των εξόδων ανά διανυκτέρευση για το σύνολο των επισκεπτών στην Ελλάδα κυμάνθηκε πέρυσι, το τρίτο τρίμηνο, στα 91,1 ευρώ (150 AUD), περί το 50% λιγότερα από τον «λογαριασμό» των εξ Αυστραλίας ορμώμενων.

Δεδομένου ότι έμειναν και περισσότερες ημέρες από τουρίστες των περισσότερων άλλων χωρών, δαπάνησαν τα περισσότερα ανά ταξίδι: Πάνω από 1.800 ευρώ ή 3.000 AUD σχεδόν -το τρίτο τρίμηνο- χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα εισιτήρια.

Ως εκ τούτου, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις της Ελλάδας από Αυστραλία, υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2022 και ξεπέρασαν τα 430 εκατ. ευρώ πέρυσι (710 εκατ. AUD περίπου).

Πρόκειται για ποσό ρεκόρ ήδη, παρότι -όπως προαναφέρθηκε- αναμένονται τα στοιχεία του τέταρτου τριμήνου (5,6 εκατ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο, 120,4 εκατ. ευρώ το δεύτερο και 307,2 εκατ. ευρώ το τρίτο).

Κατά την ΤτΕ το ρεκόρ εισπράξεων (για επισκέπτες από Αυστραλία) από το 2005 και έπειτα είχε σημειωθεί το 2017 με 394,9 εκατ. ευρώ (και στα τέσσερα τρίμηνα), ενώ το 2018 και το 2019, οπότε οι αφίξεις ήταν πολύ υψηλές, τα ποσά ήταν 362,4 εκατ. ευρώ και 370,9 ευρώ αντίστοιχα.

«ΑΠΟΓΕΙΩΘΗΚΕ» Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

Πιο αναλυτικά, ο ελληνικός Τουρισμός «απογειώθηκε» πέρυσι παρότι η χώρα επλήγη κατά τόπους από πυρκαγιές και πλημμύρες τη θερινή σεζόν.

Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στο σύνολό τους παρουσίασαν αύξηση κατά 15,7% σε σύγκριση με το 2022 και διαμορφώθηκαν στα 20,459 δισ. ευρώ.

Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην αύξηση των εισπράξεων από κατοίκους των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά 11,5% (οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 11,158 δισ. ευρώ), καθώς και των εισπράξεων από κατοίκους των χωρών εκτός της Ε.Ε. κατά 18,5% (στα 8,591 δισ. ευρώ).

Ενδεικτικά, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από τη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 9,5% και διαμορφώθηκαν στα 3,563 δισ. ευρώ και από τη Γαλλία αυξήθηκαν κατά 11,6%, στα 1,425 δισ. ευρώ.

Άνοδο κατά 5,8% σημείωσαν και οι εισπράξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο, στα 3,307 δισ. ευρώ.

Ακόμα, οι εισπράξεις από τις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 14,0%, στα 1,367 δισ. ευρώ, ενώ εισπράξεις από τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 20,8% στα 32,8 εκατ. ευρώ.

Η ταξιδιωτική κίνηση προς την Ελλάδα, κατέγραψε συνολική αύξηση κατά 17,6% και διαμορφώθηκε σε 32,7 εκατ. ταξιδιώτες, έναντι 27,8 εκατ. ταξιδιωτών το 2022 (και 33 εκατ. προ πανδημίας).

Η κίνηση από τη Γερμανία παρουσίασε αύξηση κατά 9,5% και διαμορφώθηκε σε 4,7 εκατομμύρια, από τη Γαλλία αυξήθηκε κατά 4,2% σε 1,831 εκατομμύρια και από το Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκε κατά 2,4% σε 4,5 εκατομμύρια.

Από τις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 29,2% σε 1,4 εκατ. ενώ από τη Ρωσία μειώθηκε κατά 1,0% και διαμορφώθηκε σε 35,7 χιλ. ταξιδιώτες.

ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΑΠΟ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Ο αριθμός των επισκεπτών από την Αυστραλία δεν μπορεί να συγκριθεί σε απόλυτους αριθμούς με αυτόν από Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία (καθώς πρόκειται για χώρες με πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό και βέβαια εγγύτητα στην Ελλάδα) ή των ΗΠΑ των 300+ εκατομμυρίων κατοίκων (και με τις απευθείας πτήσεις).

Επίσης, η «αγορά» της Ρωσίας, που ήταν σημαντική τουριστικά για την Ελλάδα δεν ανέκαμψε μετά την πανδημία, ενώ ακολούθησε ο πόλεμος στην Ουκρανία (που συνεχίζεται).

Μπορούμε ωστόσο να συγκρίνουμε τα δεδομένα της ΤτΕ για την Αυστραλία ως προς τους μέσους όρους, αλλά και σε σχέση με το παρελθόν.

Όσον αφορά στις αφίξεις, όπως προαναφέρθηκε, έως το τρίτο τρίμηνο του 2023, ανήλθαν σε 254,7 χιλιάδες. Ήταν 8,9 χιλιάδες το πρώτο τρίμηνο, 75,8 χιλιάδες το δεύτερο και 170 χιλιάδες το τρίτο (με το τέταρτο να εκκρεμεί).

Οι αριθμοί αυτοί είναι πολύ κοντά στα ιστορικά υψηλά του συνόλου των επισκεπτών από Αυστραλία το 2019, το τελευταίο έτος προ πανδημίας: 17,6 χιλιάδες, 65,7 χιλιάδες, 199,1 χιλιάδες, αντίστοιχα ανά τρίμηνο και 56,1 χιλιάδες το τέταρτο με 338,6 χιλιάδες συνολικά).

Το 2022, το πρώτο έτος της κάποιας «ομαλοποίησης» των διεθνών ταξιδιών μετά την πανδημία οι επισκέπτες από την Αυστραλία στην Ελλάδα ανήλθαν συνολικά σε 112 χιλιάδες (είχαν υποχωρήσει σε 8,5 χιλιάδες όλο 2021, ενώ ήταν 28,6 χιλιάδες το 2020).

Για την ιστορία το 2018 ήταν 322,5 χιλιάδες και το 2017 ήταν 324,1 χιλιάδες, ενώ τα προηγούμενα χρόνια έως και το 2005 τουλάχιστον -οπότε φτάνουν τα στοιχεία της ΤτΕ- δεν είχαν ξεπεράσει τους 200 χιλιάδες ανά έτος.

Επίσης, ο δείκτης μέσης δαπάνης ανά ταξίδι των επισκεπτών από Αυστραλία ήταν ο υψηλότερος από κάθε άλλης χώρας -κατά το τρίτο τρίμηνο του 2023- φτάνοντας τα 1.807,4 ευρώ (3.000 AUD σχεδόν) χωρίς να συμπεριλαμβάνοντας τα εισιτήρια.

Ήταν 1.243 ευρώ το 2019 και 1.185,5 ευρώ το 2018 (για το τρίτο τρίμηνο πάντα).

Πολύ πιο… πίσω -πέρυσι την ίδια περίοδο- ο Καναδάς: 1.149,4 ευρώ και η Ελβετία: 1.144,2 ευρώ, ενώ ο μέσος όρος του συνόλου των επισκεπτών ήταν λίγο πάνω από τα 600 ευρώ.

Η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση που ανήλθε στα 145,8 ευρώ (245 AUD) το τρίτο τρίμηνο του 2023 (ήταν 120,4 ευρώ το δεύτερο τρίμηνο και 65,7 ευρώ το πρώτο), ήταν αυξημένη επίσης σημαντικά, όντας πλέον μία από τις μεγαλύτερες που έχει καταγραφεί για επισκέπτες από την Αυστραλία (και στο σύνολο των χωρών).

Συγκριτικά, την ίδια περίοδο πάνω από 100 ευρώ δαπάνησαν ανά ημέρα, κατά μέσο όρο, μόνο οι επισκέπτες από Ελβετία (119,4), Αυστρία (105,1) και Γαλλία (105) και οι τουρίστες κρουαζιέρας (108,3) που «παραδοσιακά» ξοδεύουν περισσότερα καθώς μένουν λιγότερο σε κάθε τόπο (γι’ αυτούς δεν υφίσταται διάκριση ανά εθνικότητα, αλλά μόνο ως προς το μέσο άφιξης).

Τέλος, σε σχέση με τους επισκέπτες από την Αυστραλία, η μέση διάρκεια παραμονής μειώθηκε ελαφρώς πέρυσι (9,5 ημέρες το πρώτο τρίμηνο του 2023, 13,2 το δεύτερο και 12,4 το τρίτο), σε σχέση με 13,3 όλη τη χρονιά το 2018 και 13,5 το 2019 (είχε «εκτοξευτεί» εν μέσω πανδημίας, καθώς όσοι κατάφεραν να φύγουν από την Αυστραλία το 2021 έμειναν, κατά μέσο όρο στην Ελλάδα 27,5 ημέρες).

Και πάλι όμως οι ημέρες ήταν πολλές σε σχέση με άλλες χώρες, καθώς ο μέσος όρος της διάρκειας διαμονής ήταν 6,8 ημέρες για το τρίτο τρίμηνο του 2023 (μόνο η Ρωσία με 12,9 και ο Καναδάς με 12,6 ήταν πάνω από την Αυστραλία).

Όχι τυχαία, η υφυπουργός Τουρισμού, Έλενα Ράπτη, δήλωνε σε συνέντευξή της στον «Νέο Κόσμο» ότι «οι Έλληνες ομογενείς κατέχουν μοναδική θέση μεταξύ των επισκεπτών από το εξωτερικό».

«Η προσέλκυση των ομογενών μας να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα, αποτελεί μέλημά μας, κυρίως για να διατηρηθεί η σύνδεσή τους με την πατρίδα, καθώς η ελληνική ομογένεια είναι ζωντανό τμήμα του αδιαίρετου ελληνισμού».

«Επίσης, οι ομογενείς από την αγάπη τους για την πατρίδα λειτουργούν ως πρεσβευτές της Ελλάδας στις χώρες διαμονής τους. Γνωρίζω ότι σε κάθε ευκαιρία προβάλουν την Ελλάδα ως τουριστικό προορισμό στους γνωστούς και φίλους τους και τους ενθαρρύνουν να την επισκεφτούν, αναδεικνύοντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Ο ρόλος της ομογένειας είναι καθοριστικός για τη γνωριμία της παγκόσμιας κοινότητας με την πατρίδα τους, την Ελλάδα».

«Ως επισκέπτες, πράγματι, οι Έλληνες του εξωτερικού, συγκεντρώνετε χαρακτηριστικά που ενισχύουν την τουριστική ανάπτυξη όπως ότι:

*Παραμένετε στην πατρίδα περισσότερες ημέρες σε σύγκριση με τους υπόλοιπους τουρίστες.

*Ενισχύετε την τοπική οικονομία καθώς επιλέγετε τις τοπικές επιχειρήσεις για να αποκτήσετε αγαθά και υπηρεσίες. Οι ομογενείς ενισχύετε αποτελεσματικά την τοπική οικονομία καθώς θα επιλέξετε επισκεφθείτε το εστιατόριο της περιοχής, τα καταστήματα του τόπου σας, κ.ο.κ.

*Αμβλύνετε την εποχικότητα του τουρισμού, αφού επισκέπτεσθε την Ελλάδα τόσο το καλοκαίρι όσο και τις υπόλοιπες εποχές του χρόνου. Έρχεστε τα Χριστούγεννα, το Πάσχα καθώς και οποιαδήποτε άλλη στιγμή του φθινοπώρου, του χειμώνα ή της άνοιξης για να δείτε τους δικούς σας ανθρώπους ή να τιμήσετε τους προγόνους σας.

*Τέλος, τοποθετείτε περισσότερους προορισμούς στον “τουριστικό σας χάρτη”. Αφενός μεν επισκέπτεστε μέρη όπου βρίσκονται οι ρίζες σας αφετέρου επιλέγετε να επισκεφθείτε και να ανακαλύψετε ακόμη περισσότερους προορισμούς προκειμένου να ζήσετε ξεχωριστές εμπειρίες στην πατρίδα που τόσο πολύ αγαπάτε».

ΤΟ «ΠΡΟΦΙΛ»

Πέρα από τα στοιχεία της ΤτΕ, το «προφίλ» των επισκεπτών από τρεις σημαντικές τουριστικές αγορές σκιαγράφησε έρευνα του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών για την επισκεψιμότητα της Αθήνας, η οποίας διενεργήθηκε στο πλαίσιο της 19ης Έρευνας Ικανοποίησης Επισκεπτών που διεξήγαγε η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών Αττικής και Αργοσαρωνικού.

Πρόκειται για τους Αυστραλούς, τους Αμερικανούς και τους Κινέζους τουρίστες, οι οποίοι παραμένουν συνήθως πολλές ημέρες στην Ελλάδα και δαπανούν πολλά.

Σύμφωνα με την έρευνα: Οι Αμερικανοί ταξιδεύουν στην Ελλάδα κυρίως σε ζευγάρια και με φίλους, με μέσο όρο ηλικίας των επισκεπτών τα 45 έτη.

Μένουν 12 ημέρες στην Ελλάδα και το 42% του χρόνου των διακοπών τους το περνούν στην Αθήνα (5 ημέρες).

Το 76% μένει σε ξενοδοχεία και θέρετρα, ενώ έχουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά σε κρουαζιέρες (12%).

Το 32% επισκέπτεται το παραλιακό μέτωπο και κάνει κρουαζιέρα στον Αργοσαρωνικό.

Επιλέγουν την Αθήνα κυρίως λόγω αρχαιολογικού/ πολιτιστικού ενδιαφέροντος (37%), ενώ το 22% θεωρεί ότι η Αθήνα τους εξυπηρετεί λόγω εύκολης σύνδεσης με την χώρα τους.

Γενικά, δεν λαμβάνουν μέρος σε πολλές δράσεις στην Αθήνα, εκτός από βόλτες στο ιστορικό κέντρο και σε κεντρικές γειτονιές της πόλης και φυσικά επίσκεψη στο Μουσείο της Ακρόπολης και στο αρχαιολογικό μουσείο.

Μετά την Αθήνα, αγαπημένοι τους προορισμοί είναι η Σαντορίνη (28%), η Μύκονος (14%) και η Κρήτη (12%).

Οι Αυστραλοί τουρίστες στον αντίποδα έρχονται ως ζευγάρια και οικογένειες.

Δεν θεωρούν μοναδικό κριτήριο το αρχαιολογικό/πολιτιστικό ενδιαφέρον, αλλά παρακολουθούν αρκετά κονσέρτα και παραστάσεις και γενικότερα ότι έχει να κάνει με την διασκέδαση.

Αγαπούν τη θάλασσα, το 40% επισκέπτεται το παραλιακό μέτωπο και κάνει κρουαζιέρα στον Αργοσαρωνικό.

Έχουν τη μεγαλύτερη περίοδο παραμονής στην Ελλάδα (15 ημέρες), ενώ μόνο 33% του χρόνου των διακοπών τους το περνούν στην Αθήνα (5 ημέρες).

Το 57% διαμένουν σε ξενοδοχεία, αρκετά μεγάλο κοινό στα θέρετρα (11%), έχουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά σε κρουαζιέρες και yachting (16%), ενώ οι υπόλοιποι μένουν σε φιλικά σπίτια.

Αγαπημένοι προορισμοί στην Ελλάδα είναι η Σαντορίνη (26%), η Μύκονος (12%), η Κρήτη (11%), ενώ στο πλάνο υπάρχει πάντα και η Κέρκυρα.

Οι Κινέζοι επισκέπτες μένουν μόνο 9 μέρες στην Ελλάδα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος στην Αθήνα (4 ημέρες).

Εκτός από την Αθήνα επισκέπτονται και τη Σαντορίνη.

Το 76% προτιμά ξενοδοχεία και θέρετρα, ενώ τα ιδιωτικά καταλύματα δείχνουν να είναι μέσα στις επιλογές τους (10%). Μεγάλο ενδιαφέρον για αρχαιολογικές δράσεις, αλλά και όχι μόνο.

Η περιήγηση περιλαμβάνει σίγουρα ένα bus city tour, επίσκεψη στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρς Νιάρχος, στον Φλοίσβο, στον Πειραιά, στην Γλυφάδα και στο Κολωνάκι.

ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

Η αύξηση της τουριστικής κίνησης βέβαια… ου γαρ έρχεται μόνη, καθώς δημιουργούνται μία σειρά από προκλήσεις για την Ελλάδα.

Μία από αυτές είναι η ακρίβεια, με τις τιμές για διαμονή/διατροφή και άλλες υπηρεσίες να αυξάνονται, την ώρα μάλιστα που -σε ορισμένες περιπτώσεις- η ποιότητα αντί να βελτιώνεται, μειώνεται.

Κάτι που διαπίστωσαν και πολλοί ομογενείς που ταξίδεψαν στην Ελλάδα το περασμένο καλοκαίρι.

Εμπειρογνώμονες επισημαίνουν πάντως ότι τα περιθώρια στις αυξήσεις χρεώσεων από τουριστικές επιχειρήσεις στη χώρα στενεύουν, καθώς οι τιμές έχουν διαμορφωθεί σε επίπεδα που είναι οριακά μόνο ανταγωνιστικά σε σχέση με άλλες μεσογειακές «υπερδυνάμεις» του Τουρισμού, όπως η Ιταλία και η Ισπανία.

Δημιουργείται επίσης η ανάγκη για αναβάθμιση των υποδομών και η ορθή διαχείριση των προορισμών που εμφανίζουν σημάδια «έντονου κορεσμού» κατά τους μήνες αιχμής.

Έτερη έρευνα που έκανε η Ένωση Ξενοδόχων Αθηνών Αττικής και Αργοσαρωνικού σε συνεργασία με την GBR Consulting, η οποία καταγράφει ανελλιπώς και επί 19 πλέον έτη, την άποψη των επισκεπτών για την Αθήνα – Αττική ως τουριστικό προορισμό επισήμανε πάντως ότι «η αύξηση της τουριστικής κίνησης στην Αθήνα δεν έχει επηρεάσει την ικανοποίηση της εμπειρίας των τουριστών».

«Αντίθετα, η ικανοποίηση των τουριστών έχει αυξηθεί τα τελευταία 10 χρόνια από χαμηλότερη βαθμολογία 7,7 το 2017 σε 8,4 το 2022 και το 2023».

Στα αρνητικά ευρήματα συγκαταλέγονται τα αποτελέσματα σχετικά με το θέμα ασφάλεια και τη δημόσια καθαριότητα στην ελληνική πρωτεύουσα, όπου η ικανοποίηση των τουριστών έχει μειωθεί βαθμολογώντας τες με 7,4 και 6,4 αντίστοιχα, ενώ η αξιολόγηση για την κατάσταση στις πλατείες και τα πεζοδρόμια παρέμεινε σταθερή στο 6,9.

Ωστόσο, αυτές οι αξιολογήσεις είναι ένας μέσος όρος και εξαρτάται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό πού βρίσκεται το ξενοδοχείο.

Ορισμένες περιοχές στο κέντρο της Αθήνας έχουν σοβαρά προβλήματα και χρειάζονται άμεσες δράσεις για τη βελτίωση της ασφάλειας, της καθαριότητας και των πεζοδρομίων, τονίζουν οι ξενοδόχοι της πρωτεύουσας.