Το μέσο προσδόκιμο ζωής, το οποίο αυξανόταν εδώ και δεκαετίες σε όλη την υφήλιο, μειώθηκε απότομα το 2020 και το 2021, κατά την κορύφωση της πανδημίας COVID-19, σε όλες σχεδόν τις χώρες, με την Αυστραλία ωστόσο να αποτελεί μία από τις λίγες εξαιρέσεις.

Πιο συγκεκριμένα, μία νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό The Lancet παρέχει την πιο ολοκληρωμένη ματιά στο τίμημα του κορονοϊού στην ανθρώπινη υγεία, έως τώρα.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες που ανέλυσαν τα διεθνή δεδομένα, σε όλο τον Κόσμο, κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι «έχασαν» 1,6 χρόνια ζωής το 2020 και το 2021.

Αλλά η Αυστραλία (και η γειτονική Νέα Ζηλανδία) ήταν μεταξύ των 32 μόνο χωρών και επικρατειών, από τις 204 που ερευνήθηκαν, όπου το προσδόκιμο ζωής συνέχισε ανοδικά ακόμη και εν μέσω πανδημίας.

«Για τους ενήλικες σε όλη την υφήλιο, η πανδημία COVID-19 είχε πιο βαθύ αντίκτυπο από οποιοδήποτε άλλο γεγονός που έχει παρατηρηθεί εδώ και μισό αιώνα, συμπεριλαμβανομένων των (πολεμικών) συγκρούσεων και των φυσικών καταστροφών», δήλωσε ο αναπληρωτής επίκουρος καθηγητής στο Institute for Health Metrics & Evaluation του University of Washington στις ΗΠΑ, Austin E Schumacher, βασικός συν-συγγραφέας της μελέτης (co-first author).

«Το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε στο 84% των χωρών και επικρατειών κατά τη διάρκεια αυτής της πανδημίας, γεγονός που καταδεικνύει τις καταστροφικές δυνητικές επιπτώσεις των νέων παθογόνων».

Τα ευρήματα φαίνεται να δικαιώνουν την προσέγγιση της Αυστραλίας (με τα κλειστά διεθνή σύνορα και τους αυστηρούς περιορισμούς) για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ανέφερε το SBS, τουλάχιστον ως προς το σκέλος «διατήρησης της ζωής», καθώς ως γνωστόν υπήρξαν σημαντικές συνέπειες όσον αφορά την ψυχική υγεία, την οικονομία, την κοινωνία, ακόμα και τη διεθνή εικόνα της χώρας.

Ο επιδημιολόγος του Πανεπιστημίου Deakin, αναπληρωτής καθηγητής Hassan Vally, δήλωσε ότι τα μέτρα που ελήφθησαν φάνηκε επίσης να ελέγχουν την εξάπλωση άλλων ασθενειών, όπως η γρίπη.

«Δεν μπορεί να υπάρξει κάτι πιο οριστικό από το ότι το προσδόκιμο ζωής μας αυξήθηκε σε εκείνη την πρώιμη περίοδο της πανδημίας, όταν κατά μέσο όρο σε όλο τον κόσμο το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε», δήλωσε ο κ. Vally στο SBS.

«Αυτό δε σημαίνει ότι κάθε απόφαση ήταν τέλεια ή ότι τα κάναμε όλα σωστά, αλλά είναι σίγουρα στοιχεία που υποστηρίζουν ότι είχαμε καλά αποτελέσματα για την υγεία σε σύγκριση με άλλα μέρη σε αυτή την πραγματικά δύσκολη πρώιμη φάση της πανδημίας», πρόσθεσε.

Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση αυξάνεται σταθερά σε όλο τον Κόσμο από το 1950, με λίγες εξαιρέσεις, όπως κατά τη διάρκεια της επιδημίας του HIV/AIDS στην υποσαχάρια Αφρική.

«Το 2020 και το 2021, ωστόσο, οι τάσεις αυτές αντιστράφηκαν», ανέφερε η νέα επιστημονική μελέτη. «Μεταξύ 2019 και 2021, το προσδόκιμο ζωής παγκοσμίως μειώθηκε κατά 1,6 χρόνια».

Ειδικότερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε από 73,3 έτη το 2019 πριν από την πανδημία, σε 71,7 έτη το 2021.

Για τις γυναίκες, μειώθηκε από τα 76 έτη στα 74,8 έτη. Για τους άνδρες, μειώθηκε από 70,8 έτη σε 69 έτη.

Στην Αυστραλία τα πήγαμε πολύ καλύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο.

Το προσδόκιμο ζωής ήταν 83,4 έτη το 2021, ελαφρώς αυξημένο από 83,2 έτη το 2019. Οι γυναίκες αναμενόταν να ζήσουν μέχρι τα 85,6 έτη και οι άνδρες μέχρι τα 81,2 έτη.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου περισσότεροι από 1 εκατομμύριο άνθρωποι πιστεύεται ότι έχουν πεθάνει λόγω του COVID-19, το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε από 79,1 έτη το 2019 σε 77,1 έτη το 2021.

Για την Ελλάδα το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε στα 80,2 χρόνια το 2021 (82,8 για τις γυναίκες και 77,2 για τους άντρες) από 81,7 χρόνια το 2019, ενώ στην Κύπρο είχε πτώση στα 81,2 χρόνια (83,2 για τις γυναίκες και 79,2 για τους άντρες) από 82,3 χρόνια το 2019 (στοιχεία Eurostat).

Η μελέτη του University of Washington, που χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Bill & Melinda Gates, επικαιροποιεί τις εκτιμήσεις της μελέτης Global Burden of Disease Study 2021 και βασίστηκε στην εμπειρογνωμοσύνη περισσότερων από 11.000 συνεργατών σε περισσότερες από 160 χώρες και επικράτειες.

Είναι μία από τις πρώτες μελέτες που αξιολογούν πλήρως τις δημογραφικές τάσεις, χρησιμοποιώντας δεδομένα σχετικά με την ηλικία και άλλους παράγοντες, για να αναλύσουν τα ποσοστά θνησιμότητας και πώς αυτά επηρέασαν τα αποτελέσματα της COVID-19.

«Τα ηλικιακά τυποποιημένα ποσοστά έδειξαν ότι η πανδημία ήταν δυσανάλογα σοβαρή σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, της Μέσης Ανατολής, της Νότιας Ασίας και της Λατινικής Αμερικής», υπογραμμίζεται.

Στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά 3,7 έτη.

Σημειώνεται επίσης μία «άνευ προηγουμένου αύξηση» του αριθμού των θανάτων παγκοσμίως μεταξύ των ατόμων ηλικίας 25 ετών και άνω μεταξύ 2020 και 2021.

«Οι αυξήσεις στα ποσοστά θνησιμότητας στους πληθυσμούς ηλικίας 25 ετών και άνω παρατηρήθηκαν σε κλίμακα που δεν είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα 70 χρόνια».

Ωστόσο, η θνησιμότητα στα παιδιά κάτω των πέντε ετών παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη από την πανδημία, με τον αριθμό των θανάτων να μειώνεται μάλιστα κατά 7% από το 2019 έως το 2021 (ή 500.000 λιγότεροι θάνατοι).

Η έτερη βασικής συν-συγγραφέας της μελέτης, Δρ Hmwe Hmwe Kyu, επίκουρη καθηγήτρια στο University of Washington, έκανε λόγο για «εξαιρετική πρόοδο» αναφερόμενη στο δεδομένο αυτό, ενώ κρίνει πως πλέον η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην αποτροπή «της επόμενης πανδημίας» και «στη μείωση των μεγάλων ανισοτήτων από τη μια χώρα στην άλλη ως προς την υγεία».

Η έρευνα εξέτασε επίσης τους υπερβολικούς θανάτους που συνδέονται με την COVID-19 και εκτίμησε ότι η πανδημία προκάλεσε «εκτίναξη» της παγκόσμιας θνησιμότητας σε άτομα ηλικίας άνω των 15 ετών.

Μεταξύ 2019 και 2021, αυξήθηκε κατά 22% στους άνδρες ηλικίας άνω των 15 ετών και κατά 17% στις γυναίκες.

Κατά την αξιολόγηση των θανάτων που προκλήθηκαν από την COVID-19, συμπεριέλαβε όσους πέθαναν λόγω του ιού SARS-CoV-2, καθώς και έμμεσους θανάτους που σχετίζονται με άλλες κοινωνικές, οικονομικές ή συμπεριφορικές αλλαγές που συνδέονται με την πανδημία, όπως οι καθυστερήσεις στην αναζήτηση υγειονομικής περίθαλψης.

Συνολικά, περίπου 15,9 εκατομμύρια θάνατοι σε παγκόσμιο επίπεδο αποδόθηκαν στην COVID-19.

Οι ερευνητές κατέληξαν σε αυτόν τον αριθμό με βάση την ανάλυση των υπερβαλλόντων θανάτων (excess deaths) κάθε χώρας, η οποία είναι η διαφορά μεταξύ του αριθμού των θανάτων το 2020 και το 2021 σε σύγκριση με αυτόν που θα αναμενόταν με βάση τις προηγούμενες τάσεις.

Υπολογίζεται ότι 131 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν κατά τη διάρκεια της πανδημίας από όλες τις αιτίες.

Η Αυστραλία κατέγραψε αύξηση μόλις 0,01% στους θανάτους λόγω COVID-19 (-3.000 υπερβάλλοντες θάνατοι το 2020 και +4.000 το 2021).

Η Νέα Ζηλανδία, η οποία επίσης είχε έναν από τους αυστηρότερους αποκλεισμούς στον Κόσμο, είχε επίσης ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά υπερβάλλουσας θνησιμότητας αφού λήφθηκαν υπόψη τα δημογραφικά στοιχεία (-2.000 το 2020 και 0 το 2021).

Η Ελλάδα ως προς τους υπερβάλλοντες θανάτους ήταν στο +5.000 το 2020 και στο +15.000 το 2021, ενώ η Κύπρος στο 0 το 2020 και στο +1.000 το 2021.

Η μελέτη επισημαίνει ότι υπήρχαν «σημαντικές» διαφορές στον αριθμό των υπερβαλλόντων θανάτων μεταξύ των χωρών διεθνώς και αυτό μπορεί να συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν την πανδημία.

Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι τα ποσοστά υπερβαλλόντων θανάτων στη Βολιβία και τη Νότια Αφρική ήταν υψηλότερα από ό,τι σε άλλες χώρες με παρόμοιο κοινωνικοδημογραφικό προφίλ.

«Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι (αυτό) οφειλόταν εν μέρει σε ‘χαλαρές’ στρατηγικές περιορισμού και διστακτικότητα στα εμβόλια (σε αυτά τα μέρη)».

«Αντίθετα, η υπερβολική θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα χαμηλή σε χώρες όπως οι Νήσοι Σολομώντος και το Μπουτάν, γεγονός που μπορεί να αντανακλά την καθυστερημένη μετάδοση σε πιο απομονωμένα έθνη και τα υψηλά ποσοστά εμβολιασμού».

ΖΟΥΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΠΟΤΕ

Οι κάτοικοι Αυστραλίας, κατά μέσο όρο, ζουν περισσότερο από ποτέ και φτάνουν πλέον σε πολύ μεγάλη ηλικία, σύμφωνα και με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Ινστιτούτου Υγείας και Πρόνοιας (Australian Institute of Health and Welfare – AIHW).

Καταγράφεται αύξηση στο προσδόκιμο ζωής, με τους ομογενείς μας φαίνεται να συμβάλλουν σε αυτήν την ανοδική τάση, καθώς θεωρούνται ο δεύτερος μακροβιότερος πληθυσμός στον πλανήτη.

Τις τελευταίες πέντε δεκαετίες το προσδόκιμο ζωής στην Αυστραλία αυξήθηκε κατά περίπου 14 χρόνια για τους άνδρες (στα 81,2 έτη σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη, στα 81,3 σύμφωνα με το AIHW) και κατά σχεδόν 11 χρόνια για τις γυναίκες (στα 85,6 με 85,4 έτη, αντίστοιχα). Αυξάνεται με ρυθμό σχεδόν 3 μηνών ανά έτος από τις αρχές του 20ού αιώνα.

Η Αυστραλία διατηρεί ένα από τα υψηλότερα προσδόκιμα ζωής στον κόσμο (+83 το 2021), καταλαμβάνοντας πλέον την 4η θέση μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), μετά τις Ελβετία, Σουηδία και Ιαπωνία.

Σημειώνεται ότι το προσδόκιμο ζωής είναι ένας θεωρητικός αριθμός που υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά θνησιμότητας σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.

Ειδικά οι Ελληνοαυστραλοί, σύμφωνα με τον γιατρό, ειδικό σε θέματα υγιεινής διατροφής και επί δεκαετίες ιατρικό συντάκτη, Norman Swan- έχουν το δεύτερο υψηλότερο προσδόκιμο ζωής στον Κόσμο, μετά τους Ιάπωνες που ζουν στη Χαβάη.

Σύμφωνα με τον κ. Swan, όπως έχει γράψει ο «Νέος Κόσμος», η μεσογειακή διατροφή διαδραματίζει κομβικό ρόλο για τους Έλληνες μετανάστες, χωρίς όμως να συνιστά από μόνη της το «κλειδί» της μακροζωίας:

«Έχουν τον δικό τους κήπο, μαγειρεύουν με φρέσκα υλικά … (στον κήπο), ασκούνται στον καθαρό αέρα, διαχειρίζονται το καθημερινό άγχος και αποκτούν μια δημιουργική ενασχόληση που αποτελεί πηγή καθημερινών στόχων και ικανοποίησης».

Ένα επιπλέον «μυστικό», σύμφωνα με τον κ. Swan, είναι η θρησκευτική πίστη καθώς οι Έλληνες «νηστεύουν για περίπου 100 ημέρες τον χρόνο».

Ας μην ξεχνάμε και το αφιέρωμα του δημοσιογράφου της «The Australian», Cameron Stewart που παρουσίαζε τους Ελληνοαυστραλούς πρώτης γενιάς ως «μετανάστες-θαύμα».

Οι περισσότεροι, έγραφε, προσπάθησαν να αντιγράψουν τη ζωή στο χωριό, φυτεύοντας στον κήπο τους -με την παράλληλη σωματική άσκηση- τρώγοντας παραδοσιακά.

Εκεί φαίνεται να βρίσκεται και το «μυστικό» της μακροζωίας τους, επεσήμανε. Όχι μόνο επειδή τρώνε υγιεινά, αλλά επειδή αυτή η απασχόληση συνδέεται και με μία σειρά από συνήθειες που τους χαρίζει μια πλήρη και ευτυχισμένη ζωή.

Όπως και το παιχνίδι με τα εγγόνια, σύμφωνα με νέες επιστημονικές έρευνες που διεξάγονται.