Μπορεί η αγορά ενός σπιτιού να αποτελεί άπιαστο όνειρο για τα περισσότερα νοικοκυριά πλέον, με τις τιμές κατοικιών και τα επιτόκια των δανείων στα ύψη , εν μέσω μίας γενικευμένης κρίσης κόστους ζωής, ωστόσο για κάποιους… λεφτά υπάρχουν ακόμα.

Και πολλά μάλιστα, αν κρίνει κανείς από τα νέα στοιχεία που δείχνουν ότι πάνω από 1 στα 4 οικιστικά ακίνητα (residential properties) που πουλήθηκαν στην ανατολική ακτή της Αυστραλίας (Βικτώρια, Νέα Νότια Ουαλία και Κουίνσλαντ) το 2023 αγοράστηκαν εξ’ ολοκλήρου με «μετρητά» (cash – δίχως ο αγοραστής να παίρνει δάνειο).

Ποιοι είναι αυτοί οι «κάποιοι»; Σύμφωνα με το PEXA (Property Exchange Australia) πρόκειται για άτομα μεγαλύτερης συνήθως ηλικίας που πούλησαν τα μεγάλα ακριβά σπίτια/διαμερίσματα και αγόρασαν πιο φτηνές οικίες για ζήσουν πιο «συμμαζεμένα» (οι αποκαλούμενοι downsizers), εύποροι συμπολίτες μας εν γένει και άλλοι επενδυτές.

Με τη ζήτηση (και τη δυνατότητα αγοράς άμεσα – cash) να υφίσταται από τη μία και τη διαθεσιμότητα να παραμένει στα τάρταρα, ανέφεραν οι εμπειρογνώμονες, δεν είναι τυχαίο που οι τιμές έχουν αψηφήσει… τη βαρύτητα.

Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (ABS) ανακοίνωσε ότι η εκτιμώμενη συνολική αξία των κατοικιών (residential dwellings) σε όλη την Αυστραλία έφτασε σε νέο ρεκόρ «αγγίζοντας» τα 10,4 τρισεκατομμύρια δολάρια.

ΟΤΑΝ ΤΟ ΧΡΗΜΑ… ΜΙΛΑΕΙ

Πιο συγκεκριμένα, όπως επισήμανε το PEXA στην έκθεσή του, περίπου το 28,5% του συνόλου των πωλήσεων (ύψους 454,7 δισ. δολαρίων) οικιστικών ακινήτων ήταν με «μετρητά» (cash-funded – δίχως στεγαστικό δάνειο) το 2023, ένα ποσοστό αυξημένο από το προηγούμενο έτος (25,6% το 2022).

Το ποσό των «μετρητών» που καταβλήθηκε ανήλθε σε 129,6 δισ. δολάρια (έναντι 127,7 δισ. δολαρίων το 2022).

Στην ευρύτερη περιοχή του Σίδνεϊ, το υψηλότερο ποσοστό ακινήτων που αγοράστηκαν «cash» ήταν το Milsons Point (63,6%), το Darling Point (60%) και το CBD της πρωτεύουσας της Νέας Νότιας Ουαλίας (54,3%). Ακολούθησαν: Mona Vale 47,3%, North Sydney 46,6%, Katoomba 45,6%, Potts Point 44,8%, Manly 43,3%, Waterloo 42,9%, Umina Beach 41,8%.

Αντίστοιχα στην ευρύτερη περιοχή της Μελβούρνης, περισσότερα από τα μισά ακίνητα αγοράστηκαν δίχως δάνειο σε Carlton (52,3%) και τον Δήμο Μελβούρνης (50,6%). Ακολούθησαν: Brighton (44,2%), Mornington 43%, Toorak 42,9%, Malvern 42,6%, Rosebud 41%, Safety Beach 40,9%, Hastings 40,1% και Mount Martha 39,5%.

Για το ευρύτερο Μπρίσμπαν: Russell Island 76%, Banksia Beach 54%, Δήμο Μπρίσμπαν 47,3%, Newport 45,6% και Ningi 44,1%, New Farm 34,8%, Hamilton 32%, Cleveland 38,9%, St Lucia 33,7% και Paddington 32%.

Υψηλά ήταν τα ποσοστά και σε αρκετές περιοχές της επαρχίας και στις τρεις Πολιτείες.

Στο σύνολο, το Κουίνσλαντ είχε το υψηλότερο ποσοστό κατοικιών που αγοράστηκαν με μετρητά πέρυσι (29,6%), ακολουθούμενο από τη Νέα Νότια Ουαλία (27,7%) και τη Βικτώρια (25,2%).

Η επικεφαλής οικονομολόγος του PEXA, Julie Toth, δήλωσε ότι η αυξανόμενη ομάδα αγοραστών σε «μετρητά», είναι ένας από τους λόγους «για τους οποίους οι αγορές ακινήτων αποδείχθηκαν πολύ ανθεκτικές τα τελευταία δύο χρόνια, όταν είδαμε τα επιτόκια να αυξάνονται αρκετά γρήγορα σε σύντομο χρονικό διάστημα».

«Έχουμε ήδη δει ότι η τιμολόγηση και ο όγκος των συναλλαγών έχουν επιστρέψει στις προηγούμενες ‘κορυφές’ στις περισσότερες τοποθεσίες».

Οι αγοραστές με «μετρητά», πρόσθεσε, έχουν γίνει ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς που δεν επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τα επιτόκια, αντίθετα, αυτοί «ενισχύονται» όταν (και όσο) αυτά αυξάνονται.

«Όσοι έχουν αποταμιεύσεις … μπορεί ακόμα και να έχουν αυξήσει τις καταθέσεις».

Η κα Toth επισήμανε ότι το «φαινόμενο» των αγοραστών δίχως δάνειο είναι πιθανό να ογκωθεί και να οδηγήσει σε ακόμα βαθύτερο διαγενεακό χάσμα πλούτου μεταξύ εκείνων που βρίσκονται ήδη στην αγορά ακινήτων και εκείνων που αγωνίζονται να μπουν.

«Εκείνοι που έχουν ήδη ακίνητα και έχουν χρήματα θα έχουν το πάνω χέρι…», σχολίασε.

ΝΕΟ ΡΕΚΟΡ

Στο μεταξύ, όπως προαναφέρθηκε, σε νέο επίπεδο ρεκόρ εκτιμάται ότι ανέρχεται πλέον η συνολική αξία των κατοικιών σε όλη τη χώρα Αυστραλία «αγγίζοντας» τα 10,4 τρισεκατομμύρια δολάρια (10.397,1 δισεκατομμύρια δολάρια) σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα σχετικά στοιχεία από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (ABS).

Η συνολική αξία αυξήθηκε κατά 196,8 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο στο τελευταίο τρίμηνο του 2023 (από 10.200, δισ. το τρίμηνο του Σεπτεμβρίου), ενώ ο αριθμός των κατοικιών έφτασε τις 11.134.600 (+52.500 σε τρεις μήνες), με τη μέση τιμής τους να ενισχύεται κατά 13.400 δολάρια το ίδιο διάστημα (στα 933.800 δολάρια).

Από τα 10.397,1 δισεκατομμύρια της εκτιμώμενης συνολικής αξίας των κατοικιών, τα 9.988,4 δισεκατομμύρια δολάρια αφορούσαν ιδιοκτησίες νοικοκυριών (owned by households).

Η συνολική αξία αυξήθηκε στο σύνολό της το τρίμηνο του Δεκεμβρίου, αλλά με σημαντικές διακυμάνσεις ανάμεσα στις Πολιτείες και τις Περιοχές (με τη Βικτώρια και τη Βόρεια Περιοχή να καταγράφουν μικρή πτώση σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, σύμφωνα τουλάχιστον με την ABS).

Πιο συγκεκριμένα, κατά τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας η μέση τιμή για τις κατοικίες στη Νέα Νότια Ουαλία παραμένει η υψηλότερη στη χώρα (1.184.500 δολάρια από 1.174.400 δολάρια το τρίμηνο Σεπτεμβρίου 2023), ακολουθούμενη από την Περιοχή της Πρωτεύουσας (948.500 δολάρια από 943.300 δολάρια) και τη Βικτώρια (895.000 δολάρια από 895.900).

Στο Κουίνσλαντ η μέση τιμή ανήλθε στα 828.300 δολάρια (από 803.900 δολάρια), στη Νότια Αυστραλία στα 731.800 δολάρια (από 707.800 δολάρια), στη Δυτική Αυστραλία 727.900 δολάρια (από 693.700 δολάρια), στην Τασμανία 653.800 δολάρια (651.600 δολάρια), ενώ στη Βόρεια Περιοχή μειώθηκε στα 489.200 δολάρια από 490.000 δολάρια.

Σε ετήσια βάση, σύμφωνα με ανάλυση των δεδομένων της ABS από την The Age, η συνολική αξία των κατοικιών σε όλη την Αυστραλία ανήλθε στο +6,4%, κατά μέσο όρο, το 2023.

Σε δώδεκα μήνες, στη Νέα Νότια Ουαλία -την Πολιτεία με τις περισσότερες κατοικίες και τις μεγαλύτερες υποθήκες- αυξήθηκε κατά 54 δισεκατομμύρια δολάρια σε σχεδόν 4,1 τρισεκατομμύρια δολάρια ή +6%.

Στη Βικτώρια ενισχύθηκε κατά 11,5 δισεκατομμύρια δολάρια, στα 2,6 τρισεκατομμύρια δολάρια ή μόλις 1%.

Οι μεγαλύτερες ετήσιες αυξήσεις καταγράφηκαν στη Δυτική Αυστραλία, κατά 14,3% στα 844 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ στο Κουίνσλαντ αυξήθηκαν κατά 12% σε σχεδόν 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ακόμα, η αξία των κατοικιών στη Νότια Αυστραλία αυξήθηκε κατά 11,5% στα 600 δισεκατομμύρια δολάρια.

«ΑΥΞΗΣΗ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ…»

Σε πολιτικό επίπεδο, η ομοσπονδιακή αντιπολίτευση, σε πρότασή της για την αντιμετώπιση της κρίσης στέγασης, ζητά οι πολίτες να μπορούν να αποσύρουν έως και το 40% από το superannuation τους -με ανώτατο όριο τα 50.000 δολάρια- για να αγοράσουν την πρώτη τους κατοικία.

Ωστόσο, το Super Members Council, επισήμανε ότι σύμφωνα με ανάλυσή του, αυτό θα ανέβαζε τις τιμές των ακινήτων ανά τη χώρα.

Ενδεικτικά, εκτιμάται ότι η μέση τιμή για ένα σπίτι στο Σίδνεϊ θα διογκωνόταν κατά 80.000 δολάρια, οι κάτοικοι Μελβούρνης ενδεχομένως θα καλούνταν να πληρώσουν 70.000 δολάρια περισσότερα, το κόστος μίας κατοικίας στο Μπρίσμπαν θα αυξανόταν κατά 78.000 δολάρια και οι τιμές στο Περθ θα αυξάνονταν κατά 86.000 δολάρια.

Η διευθύνουσα σύμβουλος του Super Members Council, Misha Schubert, δήλωσε σχετικά: «Όλοι θέλουμε απεγνωσμένα να αποκτήσουν περισσότεροι στην Αυστραλία το δικό τους σπίτι, αλλά αυτή η ιδέα (να μπορεί κανείς να πάρει χρήματα από το super) δε θα το επιτύχει αυτό».

Ο διευθυντής Προγραμμάτων του Ινστιτούτου Grattan, Brendan Coates, σχολίασε ότι οι παραπάνω εκτιμήσεις για τις αυξήσεις «φαίνονται υπερβολικές», αλλά αναγνώρισε ότι μια τέτοια πολιτική θα ανέβαζε τις τιμές.

Από την πλευρά του, ο επενδυτής Jonathan Ng δήλωσε ότι τα οικονομικά οφέλη από την ιδιοκτησία κατοικίας θα υπερέβαιναν το κόστος, εν μέρει λόγω της αξίας της ως επένδυση.

Ωστόσο, η πολιτική αυτή θα εξακολουθούσε να ανεβάζει τη ζήτηση και τις τιμές χωρίς να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ελλιπούς προσφοράς, υπογράμμισε ο επικεφαλής οικονομολόγος του Centre for Independent Studies, Peter Tulip.

«Η οικονομική προσιτότητα της στέγασης είναι αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο κοινωνικό μας πρόβλημα, και πραγματικά δε θέλετε να το επιδεινώσετε», είπε στη Γερουσία.

Αντ’ αυτού, είπε, θα πρέπει να δοθεί στους Αυστραλούς η επιλογή να χρησιμοποιήσουν τα superannuation τους ως εγγύηση για το δάνειό τους.

Αυτό θα βοηθούσε τους αγοραστές πρώτης κατοικίας να υπερπηδήσουν το εμπόδιο της προκαταβολής χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τα υπόλοιπα του ταμείου συνταξιοδότησής τους.

Το superannuation θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίπτωση κατάσχεσης, η οποία, όπως είπε ο Δρ Tulip, είναι «εξαιρετικά σπάνια».

Η χρήση του super για τη λήψη δανείου είναι επίσης απίθανο να βοηθήσει τις δημογραφικές ομάδες όπου τα ποσοστά ιδιοκτησίας κατοικίας μειώνονται, υποστήριξε ο κ. Coates.

Οι φτωχότεροι 25 έως 34 ετών και οι 35 έως 44 ετών δεν έχουν σχεδόν καθόλου super και το αμέσως επόμενο δεύτερο φτωχότερο πεμπτημόριο έχει γενικά μόνο 15.000 δολάρια στο ταμείο τους.

«Δεν είμαι σίγουρος ότι θα βοηθήσει τις ομάδες που χρειάζονται περισσότερο το στήριγμα», εκτίμησε.

Η απόσυρση χρημάτων από το super μπορεί επίσης να έχει δυσμενείς επιπτώσεις, ιδίως στους νεότερους, σύμφωνα με τα μοντέλα του McKell Institute.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του COVID-19, υπενθυμίζεται, η κυβέρνηση Συνασπισμού επέτρεψε στους πολίτες να έχουν πρόσβαση στα super τους, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ανάληψη 36 δισεκατομμυρίων δολαρίων συνολικά.

Το ποσό αυτό θα αυξανόταν σε 41,1 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε ένα χρόνο, αν παρέμενε ανέγγιχτο, δήλωσε η εκτελεστική διευθύντρια του McKell Institute στη Βικτώρια, Rebecca Thistleton.

Αντίθετα, όποιος απέσυρε το μέγιστο ποσό, 20.000 δολάρια, έχασε πάνω από 3.000 δολάρια σε αποταμιεύσεις συνταξιοδότησης μέσα σε 12 μήνες.

«Οι άνθρωποι είχαν πρόσβαση στο (super) νωρίς και κατέληξαν να το χάσουν μακροπρόθεσμα», δήλωσε η κα Thistleton.