ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ δεκαπενταετία, το πρόσωπο της ελληνοαυστραλίας αλλάζει άρδην.

Η πρώτη μεταναστευτική γενιά συρρικνώνεται και οδεύει προς το βιολογικό της τέλος. Η δεύτερη γενιά συνταξιοδοτείται. Η τρίτη δημιουργεί ή έχει ήδη δημιουργήσει οικογένεια. Στα σχολεία της Αυστραλίας και της παροικίας δημοτικά και γυμνάσια, φοιτούν παιδιά και της τέταρτης γενιάς.

Η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικής καταγωγής κατοίκων της Αυστραλίας έχει ως κύρια γλώσσα τα Αγγλικά.

Η εθνοτική/ελληνική ταυτότητα συγκροτείται και ανασυγκροτείται πρωτίστως βιωματικά μέσα από την ιδιωτική ζωή, δηλαδή μέσα στη στενή ή ευρύτερη οικογένεια, που πολλές φορές είναι πολιτισμικά και γλωσσικά μικτή.

Η αίσθηση του εθνοτικού συλλογικού συνανήκειν, με αναφορά και στις πανίσχυρες τοπικές πολιτισμικές ταυτοτικές συνιστώσες της χώρας καταγωγής μας (Κρήτες, Πόντιοι κ.α.), εκφράζεται στις μέρες μας περιστασιακά, σε μεγάλες γιορτές και πανηγύρια.

Η ανάγνωση, η συναίσθηση, η ερμηνεία της ατομικής και της συλλογικής εθνοτικής ταυτότητας γίνεται και μέσα από τα πολιτισμικά και άλλα «εργαλεία» της κυρίαρχης και πανίσχυρης γλωσσικά, πολιτισμικά, δημογραφικά και θεσμικά αγγλοκελτικής κύριας κοινωνίας.

Η θεσμικά συγκροτημένη παροικιακή/κοινοτική μας ζωή δεν έχει το εύρος και την επιρροή στις ζωές των Ελληνοαυστραλών που είχε στο παρελθόν.

Επιπλέον, με τον κατακερματισμό της κοινωνίας και της εργασίας, η εποχή αλλά και η συχνότητα των πολλών κοινών εθνοτικών μας βιωμάτων και αναφορών, στα μεγάλα εργοστάσια και στη γειτονιά κάθε μέρα για παράδειγμα, στα γήπεδα κάθε εβδομάδα, ή σε χώρους συχνής κοινωνικής συνάθροισης, έχουν εκλείψει εδώ και χρόνια. Τώρα, σχεδόν όλοι και όλες μας ζούμε στους δικούς μας εξατομικευμένους μικρόκοσμους, που σπάνια τέμνονται…

Για όλους τους παραπάνω λόγους, δεν είναι εύκολο στις μέρες μας να έχουμε πολλές ισχυρές κοινές πολιτισμικές και βιωματικές αναφορές και θύμησες, ως συλλογικότητα. Ούτε είναι εύκολο να «διασώσουμε» και να αναδείξουμε σε πολλά μέλη της ποικιλόμορφης ελληνοαυστραλίας, καθώς και στην ευρύτερη κυρίαρχη κοινωνία, ενθυμούμενοι, ή κρατώντας στο νου και στην καρδιά μας έναν πολιτισμικό, έναν συναισθηματικό, έναν ιδεατό ίσως μικρόκοσμο, που κάποτε υπήρξε…

Ήταν αλλιώς τα πράγματα, στην τελείως διαφορετική πολιτισμικά, γλωσσικά, κοινωνικά, οικονομικά, κ.λπ., αλλά και πιο ομοιογενή και ομοιόμορφη ελληνοαυστραλία της πολιτισμικής άνοιξης των τελών της δεκαετίας του 1970, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τότε που υπήρχε ένας σημαντικότερος από τις μέρες μας πολιτισμικός και καλλιτεχνικός αναστοχασμός της κοινότητας, στα Ελληνικά και στα Αγγλικά. Τότε, που προσπαθούσαμε όχι μόνο να απεικονίσουμε αυτό που υπήρχε, αλλά και να δημιουργήσουμε και να ερμηνεύσουμε αυτό που οι συνθήκες γεννούσαν στη μεγάλη χώρα του νότου, στους Έλληνες μετανάστες και τις Ελληνίδες μετανάστριες εκείνης της εποχής, καθώς και στα παιδιά τους.

Στη σημερινή πιο σύνθετη έως και πιο «δύσκολη» πολιτισμικά και ταυτοτικά ετερόδοξη Ελληνοαυστραλία του 2024, το θεατρικό έργο «Όπου Γης και Patris», του τρίτης γενιάς ομογενούς δημόσιου διανοούμενου Κωνσταντίνου Καλυμνιού, χρησιμοποιώντας προσωπικά βιώματα, που είναι και βιώματα πολλών από εμάς, έρχεται να μας θυμίσει τον πλούτο, γλωσσικό και πολιτισμικό, ενός υπό εξαφάνιση κόσμου που κάποτε υπήρξε και που τώρα οδεύει στη βιολογική εξαϋλωση και στη συλλογική λήθη. Η μεγάλη ανταπόκριση (sold out)

του ελληνοαυστραλιανού κοινού στο Σύδνεϋ και στη Μελβούρνη, όπου ανέβηκε η παράσταση πριν λίγες μέρες, καθώς και στην Αθήνα νωρίτερα, είναι απόδειξη πως η ταυτοτική αναζήτηση, ατομική και συλλογική είναι οντολογική ανάγκη.

To θεατρικό έργο συνολικής διάρκειας 80 περίπου λεπτών, με πράξεις τραγωδίας και κωμωδίας ταυτόχρονα, που ανέβασαν στη σκηνή (σκηνοθεσία και πρωταγωνιστικοί ρόλοι), οι Ελλαδίτες καλλιτέχνες Σταμάτης Τσελέπης και Ελένη Τσεφαλά, με τη συμμετοχή στις παραστάσεις της Μελβούρνης των ομογενών ηθοποιών Αντώνη Μπαξεβανίδη, Δημήτρη Κουτσούκου και Άντας Μπατσάκη, έχει τέσσερις πράξεις.

Τα σκηνικά, που χωροταξικά απεικονίζουν και δένουν το παρελθόν με το παρόν της ελληνοαυστραλιανής κοινότητας, είναι του Βαγγέλη Καρακάση. Η επιτυχημένη μουσική επένδυση της παράστασης, με μουσικές και τραγούδια που ξεκινούν από το Ρεμπέτικο του Σταύρου Ξαρχάκου και φτάνουν στο κλασικό σύγχρονο ροκ, είναι επίσης των Σταμάτη Τζελέπη και Ελένης Τσεφαλά.

Στην πρώτη πράξη, υπάρχει αναφορά στην ιστορική διαδρομή της Ελλάδας και του Ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή του μνημονίου. Η μουσική επένδυση του Σταμάτη Τζελέπη, καθώς και η ερμηνεία της Ελένης Τσεφάλα ως Ελλάδα, είναι κατά την άποψή μου, άποψη θεατρόφιλου και όχι κριτικού θεάτρου, υποδειγματικές.

Στη δεύτερη πράξη, έχουμε μια συνομιλία ανάμεσα σε έναν πρώτης γενιάς ηλικιωμένο Έλληνα μετανάστη (Σταμάτης Τζελέπης), με ελληνοαυστραλό δικηγόρο δεύτερης γενιάς (Δημήτρης Κουτσούκος), πάνω από τους τάφους της συζήγου του ηλικιωμένου και του πατέρα του δικηγόρου. Μέσα από την αφήγηση και το διάλογο του ηλικιωμένου μετανάστη, αναδεικνύονται όλα τα βασικά ζητήματα της σχέσης ενός πατέρα της πρώτης μεταναστευτικής γενιάς, με αγροτικές καταβολές, με τα παιδιά του, τις νύφες του, τα εγγόνια του.

Στην τρίτη πράξη, αναδεικνύονται οι σχέσεις και οι οι κώδικες αξιών και συμπεριφοράς ενός αγγλοαυστραλού γαμπρού (Ελένη Τσεφαλά) με την οικογένεια (στο ρόλο της πεθεράς ο Σταμάτης Τσελέπης) και τον κοινωνικό περίγυρο της ελληνοαυστραλέζας γυναίκας του (Άντα Μπατσάκη), με αφορμή μια κοινωνική έξοδο του ζευγαριού, πριν σαραντίσει το νεογέννητο μωρό τους. Η ερμηνεία που ξεχωρίζει στην τρίτη πράξη είναι κατά τη γνώμη μου αυτή του Αντώνη Μπαξεβανίδη, στο ρόλο του μπάρμπα Γούσια, ενός ηλικιωμένου συμπατριώτη της νεαρής ελληνοαυστραλέζας μητέρας του μωρού.

Η τέταρτη και τελευταία πράξη της θεατρικής παράστασης, αναφέρεται στη συνομιλία ενός ηλικιωμένου ζευγαριού στο αεροδρόμιο, λίγο πριν την επιστροφή τους μετά από πάρα πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Με τη συζήτηση για θέματα που αναφέρονται σε διάφορες πτυχές της μεταναστευτικής ζωής του ανδρόγυνου, το ζευγάρι χάνει την πτήση, αφού προηγουμένως όμως γνωρίζεται με Ελληνοαυστραλό νέο, που πάει στην Ελλάδα, ενώ η μητέρα του προσπαθεί να του κάνει προξενιό. Ο Δημήτρης Κουτσούκος στο ρόλο του ελληνοαυστραλού νέου είναι ιδιαίτερα καλός κατά την άποψή μου.

Σε γενικές γραμμές, οι καλύτερες ερμηνείες των ηθοποιών κατά τη γνώμη μου, ήταν όταν έπαιζαν έπαιζαν ρόλους που είχαν άμεση σχέση με τον κοινωνικό και τον πολιτισμικό του περίγυρο μέσα στον οποίο πλάστηκαν και ζουν.

Άξιο αναφοράς είναι και η επιτυχημένη χρήση των υπέρτιτλων κατά τη διάρκεια της παράστασης, πράγμα που βοήθησε να γίνει το έργο πιο κατανοητό σε όσους και όσες αντιμετώπιζαν ενδεχόμενες γλωσσικές δυσκολίες.

Με αφορμή τη θεατρική παράσταση «Όπου γης και Patris», ας κρατήσουμε ως επίλογο, την ανάγκη και την αξία ενός συνεχούς αναστοχασμού, μέσα από τον πολιτισμό και τις τέχνες, έτσι ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα εμείς οι ίδιοι τις δάφορες πτυχές της ατομικής και της συλλογικής ελληνοαυστραλιανής μας ταυτότητας και συνθήκης. Δίνοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία να μας γνωρίσουν καλύτερα, αν το επιθυμούν, και οι φιλότεχνοι της χώρας καταγωγής μας της Ελλάδας, μια και το έργο είναι στα Ελληνικά και ανεβαίνει στη σκηνή από Ελλαδίτες καλλιτέχνες και στην Ελλάδα. Η ευρύτερη Αυστραλία, μέσα από ανάλογες προσπάθειες του πρόσφατου παρελθόντος στα Αγγλικά, μας έχει ήδη γνωρίσει μερικώς, ως καρικατούρες κυρίως, αλλά και ως πιο σύνθετες οντότητες του κοινωνικού και πολυτισμικού της μωσαϊκού.