ΜΙΑ εύστοχη θα έλεγα ζαριά, έριξε η Μαρίνα Σάττι, για να προκόψει στη Eurovision και τα πάνω ήρθαν στην πατρίδα μας, πριν κυλήσει το ζάρι…

ΜΕΣΑ σε λίγες ώρες, κατάφερε ό,τι ονειρεύονται όλοι οι αοιδοί: οι μισοί Έλληνες, τραγουδούσαν το ρεφρέν του τραγουδιού, το… θρυλικό πια: τα τα τα…

ΧΑΜΟΣ στα πρωινάδικα και της αρκούδας η… γιορτή στα social media, τον ατελείωτο εθνικό βαλτότοπο του ναρκισσισμού. Βροχή οι αναρτήσεις και τα σχόλια και σαν ντουφεκιές σε κρητικό γάμο τα… τα τα τα!

Ο καθένας το μακρύ και το κοντό του, υπέρ ή κατά του τραγουδιού που είπε η Σάττι. Κάθε σχόλιο και μια ζαριά. Ούτε στο “φεύγα” τόσες ζαριές…

ΚΑΙ αφού το ζάρι κυλιόταν στον ρυθμό της Μαρίνας, και καθόταν όπου ήθελε… μετά άρχιζε νέος καταιγισμός από τα τα τα…

Να και μια ακόμα αμυγδαλιά, που είναι μέσα στην τρελή χαρά από την ομορφιά της! Θαυμάστε την αλλά προσοχή μην τη ματιάσετε…

ΚΑΙ να πάλι από την αρχή, τα τα τα και το ρεφρέν, του “ας φέρει ό,τι θέλει… μετά” και να μια ακόμα ζαριά, που την ακολουθούν τρία τα τα τα και πάλι τα τα τα, χωρίς ζαριά…

ΠΙΣΤΕΥΩ ότι το πρωτοποριακό ρεφρέν του τραγουδιού, θα το είχε μάθει από τα γεννοφάσκια της η Σάττι, όταν η μάνα της, (τονίζοντας το τά), της τραγουδούσε το στράτα στατούλα, τα τα τα…

ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι στα πρωινάδικα βγήκε και κατηγόρησε τη Μαρίνα για” λογοκλοπή”, μια άλλη στιχουργός, λέγοντας ότι, εκείνη εμπνεύστηκε πρώτη το τα τα τα…

Η διαφορά μεταξύ τους είναι: ότι το τα τα τα της Σάττι ακολουθούσε τη λέξη “μετά”, ενώ η άλλη… επιτυχία, τη λέξη “δυνατά”. Κατά τη γνώμη μου, το δυνατά τα τα τα ακούγεται καλύτερα. Τι λέτε;

ΕΠΕΙΔΗ έχω μόνο έναν λογαριασμό και αυτόν στην τράπεζα, το τι συμβαίνει και τι λέγεται στα social media, το πληροφορούμε από τις εφημερίδες που διαβάζω στο internet…

ΜΟΥ έκανε εντύπωση ότι, ακόμα και εφημερίδες όπως, η “Καθημερινή”, το “Βήμα” και η “Εφημερίδα των Συντακτών” -που συνήθως διαβάζω- αναφέρθηκαν στο τι ακολούθησε όταν ακούστηκε το “Ζάρι” της Σάττι.

ΑΥΤΟ, βέβαια, ήταν αναμενόμενο, εκείνο όμως που δεν περίμενα, ήταν ότι θα το σχολίαζαν και ορισμένοι καλοί αρθρογράφοι όπως, ο Μιχάλης Τσιντσίνης της “Καθημερινή” και ο Νίκος Ξυδάκης, που είχα πολύ καιρό να διαβάσω στην “Εφημερίδα των Συντακτών”…

ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι ο Ξυδάκης, αρθρογραφούσε παλιά στην “Καθημερινή” και έφυγε το 2015, όταν εξελέγη βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.

Την πιο πάνω φωτογραφία της ξαναμμένης από την ανθοφορία αμυγδαλιάς -που μοιάζει με τέλειο πίνακα ζωγραφικής- την έβγαλα στις 13 Μαρτίου 2022, στο δρόμο μεταξύ Ρωγών και Κερπινής, oπου περπατούσα τακτικά…

ΠΑΝΩ στις στήλες και των δύο “έπεσα” (όχι τυχαία) την περασμένη Δευτέρα το πρωί και επειδή μου άρεσαν τα σχόλιά τους, αποφάσισα να “δανειστώ” (χωρίς να τους ρωτήσω), λίγες παραγράφους από τον καθένα…

ΚΑΙ αυτό το έκανα, γιατί έκρινα ότι όσο και αν προσπαθούσα, δεν θα μπορούα να γράψω κάτι (έστω) και πσρόμοιο. Βεβαίως και τους ευχαριστώ και εκ μέρους σας…

ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ, όμως, να σας προετοιμάσω για τα… ζαροτράγουδα δημοσιεύω την πρώτη στροφή, του “ρίξε μια ζαριά καλή”, του Μπιθικώτση, που έγραψε ο Βίρβος:

ΡΙΞΕ μια ζαριά καλή και για μένα βρε ζωή

Φέρε και καμιά εξάρες, φτάνουν πια ντόρτια και δυάρες

Φτάνουν πια τόσοι καημοί

Η πιο κάτω στροφή, είναι από ένα ακόμα πιο παλιό τραγούδι, του Στελλάκη Περπινιάδη που γεννήθηκε το 1899 στην Τήνο και πέθανε το 1977 στην Αθήνα:

ΓΙΑ πεσ’ μου τι’ θελα με σένα να μπλεχτώ

Και να ‘μαι θύμα της τρελής της τσαχπινιάς σου

Πριν καταλάβω πως στον έρωτά σου αυτό

Μ’ ήθελες ζάρι για τα γούστα της καρδιάς σου

ΝΑ και λίγα απ’ όσα έγραψε Ν. Ξυδάκης: “Το παιγνιώδες Ζάρι, τραγούδι και βίντεο της Μαρίνας Σάττι, προκαλεί τρικυμίες εν ποτηρίω, “διχάζει” κατά τη μιντιακή αργκό.

Η συζήτηση αφορά κυρίως: τον υβριδικό ήχο, τις αλλοπρόσαλλες εικόνες του εθνικού κιτς, την επιδεικνυόμενη ευτέλεια. Κάποιοι λένε: Δεν είμαστε έτσι. Άλλοι λένε: Ετσι είμαστε. Κάποιοι άλλοι: Κάπως έτσι είμαστε, αλλά αυτό δεν είναι τέχνη.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ πιστεύω ότι, το Ζάρι καταγράφεται, η κυρίαρχη εικόνα, η κυρίαρχη τάση. Λατρευόμενος υπερτουρισμός, δουλοπαροικία σεζόν, ερμπιενμπί, τσιμεντωμένοι αιγιαλοί…

BRUNCH ιν Αθενς, φορ ντίτζιταλ nomads, Greek Mafia, κολέγια Χάι-βαρντ Σαν-φορντ στην Κάνιγγος square, σταθμαρχείο Τεμπών, εξηκονταρχία Πρεβέζης (…«Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…»).

Η ποπ είναι το soma του Θαυμαστού Καινούργιου Κόσμου που μας ναρκώνει και μας πειθαρχεί και η κιτσάτη υπερβολή, το τζατζίκι, το κόνσεπτ Hellas=Filoxenia=Tourism και η χρήση των πάναγνων μνημείων.

ΚΙ όμως, η μόνη εικονοποιία που εξήχθη στα χρόνια που θυμάμαι, με την εξαίρεση της αντιδικτατορικής αντίστασης, ήταν εθνικολαϊκό φολκλόρ.

ΑΠΟ το συρτάκι και τον Ζορμπά έως τον Τσεκλένη και την “Ολυμπιακή” του Ωνάση, η Ελλάδα επιβιβαζόταν στον μοντερνισμό μέσω τουρισμού, ενώ στο εσωτερικό της στέναζαν κλαρίνα και άνθιζαν αναμονές για πανωσήκωμα ορόφων…

ΤΟ Ζάρι δεν φιλοδοξεί, δεν ειρωνεύεται, δεν κοινωνιολογεί, δεν φιλοσοφεί. Είναι ειλικρινές, αφελές, ρηχό, όπως αρμόζει στη Γιουροβίζιόν του, όπως αρμόζει στη χώρα που εκπροσωπεί το 2024»!

ΣΤΗ συνέχεια, θα δώσω τον λόγο στον Μιχάλη Τσιντσίνη, που είναι -κατά την γνώμη μου- ένας από τους καλύτερους αρθρογράφους της «Καθημερινής»:

«ΤΙ είναι τελικά πιο αντιπροσωπευτικό για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό; Ένας σκηνοθέτης παγκόσμιας εμβέλειας που πανηγυρίζεται οίκοθεν επειδή τυχαίνει να είναι Ελληνας…

ΕΝΩ δημιουργεί εκτός Ελλάδος, με “υλικά” που δεν έχουν καθόλου χρώμα εθνικό; Ή, μήπως, ένα τραγούδι που πασχίζει σκόπιμα…

ΝΑ είναι κραυγαλέα “έθνικ”, τυλίγοντας σε μια εικονική πίτα τα πιο χοντρά στερεότυπα της “ελλαδίλας”; Τι είν’ η πατρίδα μας; Λάνθιμος ή Σάττι; Τίποτε από τα δύο».

ΠΙΟ κάτω, λίγα ακόμα «δανεικά» λόγια, που έγραψε ο Μιχάλης, την περασμένη Παρασκευή, για το έργο «Poor Things», του Γιώργου Λάνθιμου, που ύμνησαν πολλοί στην Ελλάδα…

«ΤΟ λένε “εθνική υπερηφάνεια”. Μάλλον όμως εθνική αμηχανία είναι αυτό που μας προκαλεί ο Γιώργος Λάνθιμος. Οι δημόσιοι έπαινοι για την επιτυχία του είναι μοιραία γενικόλογοι.

ΔΕΝ θα μπορούσαν να αφορούν την ουσία του έργου του. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;

Τι θα έπρεπε να του γράφουν οι επινίκιες αναρτήσεις:

“ΜΠΡΑΒΟ, Γιώργο. Δόξασες την Ελλάδα με την ιστορία σου για ένα κορίτσι που ανακαλύπτει τη σεξουαλικότητά του, ψηλαφητά, σαν οιστρήλατο αγρίμι και μετά, διά της λίμπιντο, επινοεί μόνο του τον εαυτό του”.

“ΜΠΡΑΒΟ, Γιώργο πρωταθλητή, πού έδωσες τα εθνικά χρώματα σε μια φεμινιστική παραβολή, όπου η ηρωίδα που αυτοκτονεί μαζί με το έμβρυό της, καταλήγει να αναγεννηθεί μαζί και χάρη σε αυτό, σε μια τέλεια οντολογική αντιστροφή της έκτρωσης;”.

Η αλήθεια είναι ότι οι αλλόκοτες ταινίες του –ας πούμε– “Έλληνα” σκηνοθέτη δεν προσφέρονται για τον θρίαμβο της αγοράς…

ΑΥΤΕΣ οι υπαρξιακές τραγικωμωδίες –στις οποίες η ματαιότητα της ανθρώπινης περιπέτειας παριστάνεται σαν σπασμωδική εναλλαγή ηδονής και τρόμου– δεν προσφέρονται ούτε για τις μεγάλες τελετές της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας».

ΝΑ υπογραμμίσω εδώ ότι, ένας φίλος από την Ελλάδα, για να με τιμωρήσει, μου έστειλε έστειλε (και είδα) την ταινία του Λάνθιμου, αλλά, λόγω πολιτικής ορθότητας, “θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου”…

Μπ. Στ.