Μια φορά κι έναν καιρό, ένας νεαρός Τούρκος, που εργαζόταν ως ακόλουθος Τύπου στην Τουρκική Πρεσβεία του Λονδίνου, άρχισε να νιώθει νοσταλγία. Το μεταπολεμικό Λονδίνο του 1947, μετά τους βομβαρδισμούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν μία μονότονη, στείρα και ψυχρή πολιτεία, πολύ διαφορετική από τη δική του πόλη, την Κωνσταντινούπολη, που αναδύθηκε από τη λαίλαπα του πολέμου αλώβητη, λόγω της ουδετερότητας της Τουρκίας και έσφυζε από ζωντάνια.
Ο ξενιτεμός του από την πατρίδα φαίνεται ότι άσκησε σφοδρή επίδραση στον νοσταλγικό νεαρό διπλωμάτη. Ειδικότερα, τον ώθησε να αναζητήσει και να εντοπίσει κάποια οικειότητα με ομογενείς μετανάστες από γειτονικές χώρες, οι οποίοι μοιράζονταν συγγενικούς πολιτισμούς, ήθη και έθιμα.
Προικισμένος ποιητής, ενώ ατένιζε τον μολυβένιο ουρανό που έγερνε νωχελικά πάνω από το εξουθενωμένο Λονδίνο, είδε στη θέση του, μόνο τον βαθυγάλανο ουρανό και τη θάλασσα της πατρίδας του, συνειδητοποιώντας ότι το μεγαλείο αυτών των φυσικών στοιχείων δεν μπορεί να περιοριστεί από σύνορα.
Παίρνοντας στο χέρι την πέννα του, βάλθηκε να γράφει:
«Συνειδητοποιείς όταν νιώθεις νοσταλγία
ότι είσαι αδελφός του Έλληνα.
Για δέστε μόνο ένα παιδί της Κωνσταντινούπολης
που ακούει ελληνικό τραγούδι.
Έχουμε αλληλοβριστεί
με τον ελεύθερο τρόπο της γλώσσας μας.
Βουτήξαμε το μαχαίρι στο αίμα
Κι όμως μια αγάπη κρύβεται μέσα μας
Για μέρες ειρήνης σαν κι αυτές.
Τι κι αν στις φλέβες μας
το ίδιο αίμα ρέει;
Από τον ίδιο αέρα στις καρδιές μας
Φυσά ένας τρελός άνεμος.
Τόσο γενναιόδωρος όσο αυτή τη βροχή
και ζεστός σαν τον ήλιο.
Οι αγκάλες της καλοσύνης της άνοιξης
που φουντώνουν από μέσα
Η έχθρα μας είναι σαν ένα ποτό
αποσταγμένο από τον καρπό του κλίματος
το ίδιο βλαβερό και γευστικό όσο κάθε ποτό.
Από αυτά τα νερά από αυτή τη γεύση έχουμε αμαρτήσει.
Μια γαλάζια μαγεία μεταξύ μας
Κι αυτή η ζεστή θάλασσα
Και δύο λαοί στα παράλια της
ισότιμοι σε ομορφιά.
Η χρυσή εποχή του Αιγαίου
θα αναβιώσει μέσα από εμάς
Όπως και με τη φωτιά του μέλλοντος
η εστία του παρελθόντος ζωντανεύει.
Πρώτα έρχεται ένα γέλιο χαρούμενο στο αυτί σου
Μετά λίγα τούρκικα με ελληνική προφορά.
Νοσταλγώντας τον Βόσπορο
θυμάσαι τη ρακή.
Είναι όταν νιώθεις νοσταλγία
που θυμάσαι ότι είσαι αδελφός του Έλληνα».
Ο ποιητής έδωσε στο ποίημα τον τίτλο «Türk-yunan Şiiri» (Τουρκοελληνικό ποίημα) και φεύγοντας από το Λονδίνο, ταξίδεψε στην Αμερική, όπου ως δημοσιογράφος προσκεκλημένος του Winston-Salem Journal στη Βόρεια Καρολίνα, κατήγγειλε σθεναρά τον ενδημικό ρατσισμό του αμερικανικού Νότου της δεκαετίας του 1950, επικρίνοντας τους λεγόμενους «δημοκράτες» Αμερικανούς: «που αρνιούνται να πιουν νερό από το ίδιο σιντριβάνι με αυτούς που έχουν πολεμήσει στο ίδιο μέτωπο για τον ίδιο σκοπό, που αρνιούνται να ταξιδέψουν στο ίδιο πούλμαν ή κάθισμα με αυτούς που εργάζονται με τον ίδιο ενθουσιασμό για μια κοινή κοινωνία· που αρνιούνται να συμπροσευχηθούν στο Θεό με αυτούς που πιστεύουν στις διδαχές του ίδιου προφήτη».
Αυτός ο ποιητής, που διέθετε τόσο υψηλά και ευγενή ανθρωπιστικά ιδανικά, ασυνήθιστα καλλιεργημένος και απόλυτα πεπεισμένος για την αδελφοσύνη όλης της ανθρωπότητας, ένας ριζοσπάστης που κάποτε έλεγε: «Αυτοί που θέλουν να βελτιώσουν τον δημοκρατικό θεσμό στις χώρες τους δεν πρέπει να περιμένουν άδεια», ήταν ο Μπουλέντ Ετζεβίτ. Το 1974 ως πρωθυπουργός της Τουρκίας υπήρξε ο ιθύνων νους της εισβολής στην Κύπρο.
Πάντα ανθρωπιστής, έδωσε την εντολή, επικαλούμενος το δικαίωμα της Τουρκίας βάσει της Συνθήκης Εγγύησης να προστατεύει τους Τουρκοκύπριους και να εγγυάται την ανεξαρτησία της Κύπρου. Άλλωστε, δεν ήταν η ελληνική χούντα που είχε ανατρέψει τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, θέτοντας τοιουτοτρόπως σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της; Ο εθνάρχης Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος Μακάριος, στην ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, δεν χαρακτήρισε το πραξικόπημα που τον καθαίρεσε ως «εισβολή της Ελλάδας στην Κύπρο;» Δεν ανέφερε ότι ήταν μηδαμινές οι «προοπτικές» επιτυχίας στις συνομιλίες που αποσκοπούσαν στην επίλυση της διένεξης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, όσο οι ηγέτες του πραξικοπήματος, υποστηριζόμενοι και υποθαλπόμενη από την χουντική Ελλάδα, ήταν στην εξουσία;
Ο Ετζεβίτ θα πρέπει να ερμήνευσε τα λόγια του αρχιεπισκόπου Μακαρίου κυριολεκτικά και η Δύση τον επικρότησε γι’ αυτό. Βάσει του ψηφίσματος 573, το Συμβούλιο της Ευρώπης υποστήριξε τη νομιμότητα του πρώτου κύματος της τουρκικής εισβολής που διέταξε, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγύησης του 1960. Το άρθρο αυτό επιτρέπει στην Τουρκία, την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο να επέμβουν μονομερώς στρατιωτικά εις περίπτωσιν αποτυχίας πολυμερούς αντιμετώπισης τυγχάνουσας κρίσης στην Κύπρο. Θα πρέπει να ήταν υπό την έμπνευση των στίχων του «Βουτήξαμε το μαχαίρι στο αίμα/ Κι όμως μια αγάπη κρύβεται μέσα μας», που ο Ετζεβίτ διέταξε τη δεύτερη φάση της εισβολής της Κύπρου, την οποία, σύμφωνα με τις ανθρωπιστικές του πεποιθήσεις και την ηθική του κοσμοθεωρία ονόμασε «Δεύτερη Ειρηνευτική Επιχείρηση».
Θα ήταν για την προώθηση αυτής της κρυφής αγάπης για τον «αδελφό» του Έλληνα, που ο στρατός του Ετζεβίτ επέκτεινε την κατοχή του από τη ζώνη γύρω από την Κερύνεια, στο τριάντα τοις εκατό ολόκληρου του νησιού. Θα πρέπει να ήταν ενώ συλλογιζόταν το ερώτημα που έθεσε στο ποίημά του «Τι κι αν στις φλέβες μας/ το ίδιο αίμα κυλάει;» που ο ποιητής διέταξε τον στρατό του να προβεί στην εθνική κάθαρση του βορείου τμήματος της μεγαλονήσου, εκδιώχνοντας 160.000 Ελληνοκύπριους από τα σπίτια τους, σφάζοντας και βιάζοντας τον άμαχο πληθυσμό, λεηλατώντας, και καταστρέφοντας την πολιτιστική τους κληρονομιά και δημιουργώντας άνω των δύο χιλιάδων αγνοουμένων, η τύχη της συντριπτικής πλειοψηφίας των οποίων εξακολουθεί να αγνοείται.
Αναρωτιέμαι αν θυμήθηκε τους στίχους του ποιήματός του «Η εστία του παρελθόντος ζωντανεύει./ Πρώτα έρχεται ένα γέλιο χαρούμενο στο αυτί σου», όταν άφησε τον εαυτό του να απεικονιστεί στις προπαγανδιστικές αφίσες της εποχής ως καλοήθης ηγετική μορφή, χαμογελώντας επιδοκιμαστικά καθώς οι στρατιώτες υπό τις διαταγές του συντρίβουν ανυπεράσπιστους πολίτες κάτω από την αρβύλα τους.
Πράγματι, αναρωτιέμαι αν ο ποιητής θυμόταν πόσο ένθερμα καταδίκαζε τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές στα νειάτα του όταν συντέλεσε στη δημιουργία ενός συστήματος όπου Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι δεν μπορούν πλέον να πίνουν από το ίδιο σιντριβάνι, ούτε να ταξιδεύουν στο ίδιο πούλμαν ή κάθισμα αλλά ούτε να συμπροσευχηθούν στον ίδιο Θεό εφόσον τουλάχιστον πενήντα πέντε εκκλησίες έχουν μετατραπεί σε τζαμιά από το κατοχικό καθεστώς και άλλες πενήντα εκκλησίες και μοναστήρια σε στάβλους, καταστήματα, ξενώνες ή έχουν κατεδαφιστεί, μαζί με τα παρακείμενα νεκροταφεία τους, ενός κατοχικού καθεστώτος που χρησιμοποίησε συστηματικά βιασμούς για να «αμβλύνει» την αντίσταση και να καθαρίσει τις περιοχές από τα τρομοκρατημένα «αδέλφια» του, όπου ακόμη και οι Ελληνοκύπριοι που έμειναν πίσω στην Καρπασία εξακολουθούν να υπόκεινται σε παρενόχληση και εκφοβισμό μισό αιώνα αργότερα, ένα σύστημα βασικά απαρτχάιντ; Ήταν για τους διακαείς πόθους του ποιητή για «ημέρες ειρήνης σαν αυτές», που διαπράχθηκαν τόσα πολλά εγκλήματα και προκλήθηκε τόσο οδύνη;
Όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέδωσε τις εκθέσεις της για την εισβολή το 1976 και το 1983, ο Ετζεβίτ δεν ήταν πλέον Πρωθυπουργός, ενώ είχαν λάβει χώρα απόπειρες δολοφονίας και ένα τουρκικό στρατιωτικό πραξικόπημα εναντίον του στο μεσοδιάστημα. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν σκέφτηκε τη: «χρυσή εποχή του Αιγαίου» καθώς διάβαζε το πόρισμα της Επιτροπής για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατ’ εντολή του:
«Έχοντας διαπιστώσει παραβιάσεις ορισμένων άρθρων της Σύμβασης, η Επιτροπή σημειώνει ότι οι πράξεις που παραβιάζουν τη Σύμβαση στρέφονταν αποκλειστικά εναντίον μελών μιας από τις δύο κοινότητες στην Κύπρο, δηλαδή της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Καταλήγει με έντεκα ψήφους κατά τρεις κατά ότι η Τουρκία απέτυχε έτσι να εξασφαλίσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που ορίζονται σε αυτά τα Άρθρα χωρίς διακρίσεις για λόγους εθνικής καταγωγής, φυλής, θρησκείας, όπως απαιτείται από το άρθρο 14 της Σύμβασης».
Ο Ετζεβίτ, ο μοναδικός σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας, συνήθιζε να απελευθερώνει λευκά περιστέρια ειρήνης κατά τη διάρκεια των προεκλογικών του εκστρατειών και το λευκό περιστέρι εξακολουθεί να είναι το έμβλημα του Δημοκρατικού Αριστερού Κόμματος που ίδρυσε. Αναρωτιέμαι καθώς απελευθέρωνε από το κλουβί του το κατεξοχήν παγκόσμιο σύμβολο της ειρήνης και καθώς δεχόταν τον τίτλο Kıbrıs Fatihi «Πορθητής της Κύπρου», αν θεώρησε πότε ότι θα έπρεπε να ήταν: «Η έχθρα μας… σαν ένα ποτό/ αποσταγμένο από τον καρπό του κλίματος / το ίδιο βλαβερό και γευστικό όσο κάθε ποτό» που τον έκανε να εξισώσει τη βία, τη βαρβαρότητα, το απαρτχάιντ και τη φυλετική μισαλλοδοξία με την ειρήνη, αν «από αυτά τα νερά/ από αυτή τη γεύση [είχε] αμαρτήσει».
Αναρωτιέμαι, καθώς ξαναδιαβάζω το ποίημά του επανειλημμένως, συμφωνώντας μαζί του όσον αφορά την περιγραφή του για το Αιγαίο: «Και δύο λαοί στα παράλια της/ ισότιμοι σε ομορφιά», τι πονάει περισσότερο: ο πόνος της πληγής ενός εγκλήματος που δεν λέει να επουλωθεί για πενήντα τώρα χρόνια, ή το ότι πολύ πριν από τον θάνατό του το 2006, ο Ετζεβίτ έπαψε να νιώθει νοσταλγία για την πατρίδα του και έτσι αδυνατούσε να θυμηθεί ότι [ήταν] αδελφός του Έλληνα»;