Η Παλιγγενεσία των Ελλήνων, με ορόσημο την 25η Μαρτίου 1821, που οδήγησε στη δημιουργία του πρώτου Κράτους με το όνομα Ελλάς, τον Φεβρουάριο του 1830, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του μεγάλου ωστικού κύματος του 19ου αιώνα, του Εθνισμού, με σκοπό την απελευθέρωση των λαών από αυτοκρατορίες προκειμένου να στήσουν ανεξάρτητα κράτη.
Η Μακεδονία υπήρξε από τις πρώτες υπόδουλες ελληνικές περιοχές που σήκωσε το λάβαρο της ελευθερίας ήδη από τις αρχές της Άνοιξης του 1821, όπως μαρτυρά και ο πρόεδρος της ΕΜΣ, Βασίλειος Πάππας με ορισμένα σημεία – ορόσημα που διαμόρφωσαν τον χάρτη της επανάστασης και μία ηγετική προσωπικότητα, τον Εμμανουήλ Παπά που διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη διεξαγωγή της.
Από την άφιξη του Εμμανουήλ Παπά στη μονή Εσφιγμένου στο Άγιον Όρος, η περιοχή θεωρήθηκε κατάλληλο ορμητήριο για την εξέγερση της Μακεδονίας, όχι μόνο λόγω της χερσονήσου που είναι φυσικά οχυρωμένη, αλλά ακόμη γιατί οι περίπου 3.000 άνδρες που μόναζαν θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία αξιόλογη στρατιά.
Οι εξελίξεις, όμως, τον έφεραν προ τετελεσμένων. Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης, θορυβημένος από τις ειδήσεις σχετικά με τις επαναστάσεις των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία και στη νότια Ελλάδα, αποφάσισε τη διενέργεια προληπτικών πληγμάτων. Στις 16 Μαΐου του 1821, η τοπική φρουρά του Πολυγύρου, εκτοξεύοντας απειλές για γενική σφαγή, άρχισε βιαιοπραγίες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Οι κάτοικοι αντέδρασαν και νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας επιτέθηκαν και εξόντωσαν τη φρουρά του τοπικού τουρκικού διοικητηρίου. Την ίδια ημέρα συγκλήθηκε έκτακτη σύνοδος με τη συμμετοχή λαϊκών και μοναχών στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, τις Καρυές, η οποία αποφάσισε την άμεση κήρυξη της επανάστασης.

Στις 17 Μαΐου 1821, κηρύχθηκε η επανάσταση στην Μακεδονία, ενώ ο Εμμανουήλ Παπάς ανακηρύχθηκε «αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας».
Αφού εγκατέστησε το αρχηγείο του στο Άγιο Όρος, με τους 2.500 άνδρες του, ανέλαβε δράση με παράλληλες εξεγέρσεις στην Κασσάνδρα, την Ορμύλια, τη Σιθωνία και τα Μαντεμοχώρια. Τον Ιούνιο του 1821, σε συνεργασία με τον καπετάν Χάψα, οπλαρχηγό της Δυτικής Χαλκιδικής, πετυχαίνουν σημαντικές επιτυχίες κατά των Τούρκων στα Στάγειρα και στον Σταυρό, ενώ καταλαμβάνουν και την Ιερισσό, με τον επίσκοπο της πόλης, Ιγνάτιο, να περιγράφει σε επιστολή του την είσοδο του Εμμανουήλ Παπά και των στρατευμάτων του, στην Ιερισσό: «Ευρισκόμενοι εις τον κίνδυνον όπου οι Τούρκοι είχον να μας κόψουν… κινδυνεύοντες ηλεήθημεν μετά θεόν παρά του ευγενεστάτου και ορθοδοξάτου αρχιστρατήγου κ.κ. Εμμανουήλ Παπά προφθάσαντος με τα στρατεύματά του εκυρίευσε τον τόπο μας και αφάνισε τους Τούρκους χωρίς να βλαφθεί κανείς…»
Με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821, το κύμα ξεσηκωμού των Ελλήνων της Χαλκιδικής για τη λευτεριά την άνοιξη του 1821 οδήγησε σε άγρια σφαγή 3.000 Ελλήνων στη Θεσσαλονίκη.
Στις 10 Ιουνίου 1821 διεξήχθη η Μάχη των Βασιλικών, όπου έπεσε μαχόμενος ο Καπετάν Στάμος Χάψας με 68 αγωνιστές.
Συγκεκριμένα, οι επαναστάτες επιχείρησαν να εκκενώσουν την κωμόπολη από τους αμάχους, ωστόσο ο Αχμέτ Μπέης των Γιαννιτσών πρόλαβε την κίνησή τους.
Εισβάλλοντας στα Βασιλικά τα πυρπόλησε και έσφαξε τον πληθυσμό. Ο καπετάν Χάψας με 200 μόλις άνδρες επεδίωξε να οργανώσει γραμμή άμυνας μπροστά στον προελαύνοντα Μπαϊράμ πασά, έξω από τα Βασιλικά.
Ύστερα από σκληρότατη σύγκρουση οι επαναστάτες κάμφθηκαν. Εξήντα δύο από αυτούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο καπετάν Χάψας, έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Σε εκατοντάδες ανήλθαν οι απώλειες των Τούρκων, με ορισμένες πηγές να αναφέρουν πως οι απώλειές τους ήταν πάνω από 500 άντρες,
Ο Εμμανουήλ Παπάς προχώρησε βόρεια και συγκεκριμένα με κατεύθυνση τα στενά της Ρεντίνας, τα οποία κατείχαν στρατηγική θέση πάνω στην οδό Καβάλας – Θεσσαλονίκης προκειμένου να αποκόψει την επικοινωνία του κύριου όγκου του Οθωμανικού στρατού (που κατευθυνόταν από την Ανατολή) με την ελληνική ενδοχώρα.
Στη Μάχη της Ρεντίνας που διεξήχθη στις 15 Ιουνίου, ο σερασκέρης Μεχμέτ Μπαϊράμ πασάς, επικεφαλής 20.000 πεζών και 3.000 ιππέων κατατρόπωσε το Ελληνικό επαναστατικό σώμα υπό τον Κωνστάντιο που αποτελούνταν από μερικές εκατοντάδες μαχητές. Μπροστά στην συντριπτική υπεροχή των Οθωμανών σε πλήθος και οπλισμό οι ελληνικές δυνάμεις αναγκάσθηκαν να οπισθοχωρήσουν προς τη Βόρεια Χαλκιδική.
Αγωνιστές από το ελληνικό σώμα κατόρθωσαν να φτάσουν και να οχυρωθούν στα Στενά της Ποτίδαιας, όπου ανασυντάχθηκαν και επιχείρησαν επιτυχείς αντεπιθέσεις που έκαμψαν τον Μπαϊράμ Πασά.
Η καταστροφή της Νάουσας (ή Ολοκαύτωμα της Νάουσας) ήταν αιματηρό επεισόδιο της Επανάστασης του 1821 που συνέβη στις 13 Απριλίου 1822.
Στις 26 Μαρτίου, ο βαλής της Θεσσαλονίκης, Εμμπού Λουμπούτ, ζήτησε από τους 4.000 – 5.000 επαναστάτες που υπερασπίζονταν την πόλη να καταθέσουν τα όπλα «ίνα τύχουν συγγνώμης», προειδοποιώντας τους ότι σε αντίθετη περίπτωση θα έχουν «πολύ δυσάρεστον τέλος».
Η απάντηση των Ναουσαίων ήταν αρνητική και έτσι στις αρχές Απριλίου άρχισε η πολιορκία. Τις επόμενες ημέρες, οι Τούρκοι πραγματοποίησαν πολλές εφόδους εναντίον των καίριων θέσεων που κρατούσαν οι Έλληνες, χάνοντας πολλούς στρατιώτες. Όμως τη νύχτα της 12ης Απριλίου, μετά από γενική επίθεση και σφοδρό κανονιοβολισμό των ελληνικών θέσεων, προκάλεσαν ρήγμα στη θέση Αλώνια και κατάφεραν να μπουν, από την πύλη του Αγίου Γεωργίου, στην πόλη.
Ακολούθησε ηρωική αντίσταση των κατοίκων, με σκληρές οδομαχίες και η πόλη καταλήφθηκε την επόμενη ημέρα, Πέμπτη 13 Απριλίου. Ωστόσο, ο Ζαφειράκης με τον Καρατάσο, τον Διαμαντή Νικολάου και 500 συντρόφους τους, αμύνθηκαν για τρεις μέρες, κλεισμένοι στον πύργο του πρώτου, στα νοτιοδυτικά της πόλης, διευκολύνοντας τη φυγή πολεμιστών και γυναικοπαίδων. Όταν ο αποκλεισμός του πύργου του Ζαφειράκη έγινε στενότερος, οι πολιορκημένοι πραγματοποίησαν έξοδο και βρήκαν καταφύγιο στο όρος Βέρμιο.
Δεκατρείς νέες γυναίκες προτίμησαν να πέσουν στον καταρράκτη της γέφυρας της Αράπιτσας για να μην ατιμαστούν από τους Τούρκους. Οι νεκροί και οι αιχμάλωτοι, κατά τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, έφτασαν τις 5.000 ενώ, κατά τον ίδιο ιστορικό, σημειώθηκαν βαρβαρότητες σε βάρος των αιχμαλώτων και των γυναικοπαίδων. Τη μανία των Τούρκων εναντίον των αμάχων πιστοποιεί και έγγραφο του ίδιου του Εμπού Λουμπούτ το οποίο αναφέρει πως σφάχθηκαν ή απαγχονίστηκαν όλοι οι άντρες αιχμάλωτοι και εξανδραποδίσθηκαν οι γυναίκες και τα παιδιά τους. Κατά νεότερη εκτίμηση, οι νεκροί από τις μάχες και τις σφαγές έφτασαν τους 2.000.