«διογενές Λαερτιάδη, πολυμήχαν’ Ὀδυσσεῦ,
ἴσχεο, παῦε δὲ νεῖκος ὁμοιΐου πτολέμοιο,
μή πώς τοι Κρονίδης κεχολώσεται εὐρύοπα Ζεύς».
Ομήρου Οδύσσεια
ΤΟ ΚΥΡΙΟ μήνυμα του ίσως πιο διάσημου ποιήματος του Κωνσταντίνου Καβάφη «Ιθάκη»: «Σημασία έχει η διαδρομή, όχι ο προορισμός», έχει αναφερθεί τόσο συχνά που έχει ξεπεράσει τα όρια του τετριμμένου και έχει εισέλθει για τα καλά στην επικράτεια του κλισέ.
Πηγή έμπνευσης του Καβάφη υπήρξε ο Ομηρικός νόστος του πολυμήχανου Οδυσσέα. Αναμφισβήτητα, η ιδέα του νόστου, της επιστροφής στο σπίτι, αποτελεί ιδιαίτερα ισχυρό λογοτεχνικό μοτίβο. Όλοι αναζητούμε μια επιστροφή, εφόσον πρώτα έχουμε διασχίσει το άγνωστο, αποκτώντας πληθώρα εμπειριών που υποτίθεται, θα μας εμπλουτίσουν, θα διευρύνουν τις δεξιότητές μας και θα μας επιτρέψουν να αναπτυχθούμε πνευματικά.
«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις».
Το ταξίδι του Οδυσσέα ήταν ιδιαίτερα μακρύ. Εφόσον εξόργισε άθελά του τους Ολύμπιους θεούς κάνοντας κατάσχεση του βόειου τους κρέατος τύπου wagyu, που φρόντισαν ώστε ο παμπόνηρος αλλά άτυχος βασιλέας να χρειαστεί μια δεκαετία για να φτάσει στο σπίτι του μετά από μια σειρά οδυνηρών εμπειριών, όπου κινδύνεψε η ζωή του άπειρες φορές. Αντί να παιανίζει την πεποίθηση ότι όσοι βυθισμένοι σε ζωές βιασύνης, άνεσης και στιγμιαίων ηδονών και ανταμοιβών, εύκολα παραβλέπουν ότι η διαδικασία, ή ο δρόμος του οποιουδήποτε είδους πνευματικού ή σωματικού αγώνα, είναι αυτό που μπορεί να μας διδάξει αυτά που πραγματικά αξίζει να μάθουμε στη ζωή, δεν μπορεί κανείς παρά να υποψιαστεί ότι ο πολύπτυχος και πολύσημος Καβάφης μας ειρωνεύεται, εμφυτεύοντας στο ποίημα ένα είδος μαύρου χιούμορ, όπου το γέλιο προέρχεται από τον κυνισμό και τον σκεπτικισμό.
«Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος».
Στη συνήθη ερμηνεία αυτών των στίχων συνεπάγεται η πεποίθηση ότι οι κίνδυνοι στην πορεία μιας ζωής είναι ενδογενείς, ότι στην πραγματικότητα, είναι οι ίδιοι οι δαίμονές μας που μας εμποδίζουν στη διαδικασία επίτευξης των στόχων μας. Προφανώς, αυτή η παρακινητική συμβουλή έχει σημαντική οντολογική σημασία, και σίγουρα εφαρμόζεται στις πιο απλές και συνηθισμένες διαδικασίες της ζωής, με εκπληκτικά, διαφωτιστικά αποτελέσματα. Όταν δηλαδή καλείσαι να διανύσεις τον Μαραθώνιο της ζωής με επιδόσεις σύντομης διαδρομής, η ανισορροπία στην ψυχή ή στο σώμα, είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ασκούμενους της ενσυνειδητότητας, η διαπίστωση αυτή οδηγεί στη δημιουργία μιας φιλοσοφίας ζωής, που σχετίζεται με τρόπο βαθύτατο με τον διαλογισμό, με την πρακτική του να έχουμε πάντα το νου μας στο παρόν.
Ωστόσο, η εμπειρία του Οδυσσέα ήταν παντελώς διαφορετική. Συνάντησε, χωρίς να ευθύνεται γι’ αυτό, όχι μόνο Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, αλλά και Σειρήνες, Σκύλλες, Χάρυβδες και τις ιδιαίτερα φλογερές Κίρκη και Καλυψώ που τον φυλάκισαν και τον εκμεταλλευτήκαν ώστε να ικανοποιήσουν τις σαρκικές τους επιθυμίες. Έχοντας ξεφύγει από τους κινδύνους αυτών των μοχθηρών τεράτων (η Σκύλλα, για παράδειγμα, ήταν ένα τρομακτικό θηρίο με τέσσερα μάτια, έξι μακρείς φιδωτούς λαιμούς εξοπλισμένους με φρικαλέα πρόσωπα, καθένα από τα οποία περιείχε τρεις σειρές από αιχμηρά δόντια καρχαρία.
Το σώμα της αποτελούνταν από δώδεκα πλοκάμια-πόδια και ουρά γάτας, ενώ έξι κεφάλια σκύλου κύκλωναν τη μέση της) και τα νύχια ημιθεοτήτων με εμφανή τα σημάδια της ψυχωτικής διαταραχής, ως εκ θαύματος, ο ταλαίπωρος και ψυχικά τραυματισμένος Οδυσσέας δεν θα μπορούσε παρά να εκλάβει την ευχή του Καβάφη:
«Να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος» ως παρωδία, ως κακόγουστο αστείο. Το να προτείνει κανείς σε κάποιον που παραλίγο να γίνει το επιδόρπιο μονόφθαλμων γιγάντων, που μόλις γλίτωσε από σίγουρο θάνατο από τα νύχια κάποιων φτερωτών γυναικείων δολοφόνων με επίδοση στο τραγούδι, που τυλίχτηκε σε μια δίνη δημιουργημένη από το ρέψιμο ενός θαλάσσιου τέρατος, που μεταμορφώθηκε σε γουρούνι από την πρόδρομο του γιατρού Μορώ, ότι θα μπορούσε να είχε αποφύγει τη δοκιμασία αυτή αν είχε διατηρήσει μια θετική προοπτική εξ αρχής, αποτελεί το άκρον άωτον της αναισθησίας, κάτι που θα απαιτούσε από τον Οδυσσέα, αν ζούσε τη σήμερον ημέρα, να επιδοθεί σε χρόνια ψυχοθεραπείας, κατανάλωσης λάτε σόγιας και ατελείωτα τατουάζ κελτικής προέλευσης προκειμένου να ανακάμψει.
«Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τί ευχαρίστηση, με τί χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους».
Η απόκτηση εμπειριών που θα μεταμορφώσουν και θα επιτρέψουν σε κάποιον να εξελιχθεί αποτελεί μέτρο της ανάπτυξης στη ζωή, σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί δια βίου μάθησης και επανεκπαίδευσης. Όμως, ο Καβάφης γνωρίζει καλά ότι η παραμονή του Οδυσσέα στην Αίγυπτο διεξάχθηκε στο πλαίσιο μιας βίαιης και αποτυχημένης επιδρομής του στη χώρα αυτή. Στην Οδύσσεια, ο Οδυσσέας δεν αναφέρει ότι έμαθε κάτι συγκεκριμένο από τους σοφούς και σπουδαγμένους Αιγύπτιους. Αντιθέτως, ισχυρίζεται απλώς όχι μόνο ότι επέζησε της ληστρικής του επιδρομής στην Αίγυπτο, αλλά ότι πέρασε τα επόμενα επτά χρόνια στη ίδια τη χώρα των Φαραώ, κατά τη διάρκεια των οποίων συγκέντρωσε μεγάλο πλούτο.
Ομοίως, στην Οδύσσεια, ενώ επαινεί τη δεξιοτεχνία και την καλλιτεχνία τους, αποκαλώντας τους «πολυδαίδαλους», ο Όμηρος εκδηλώνει μια διφορούμενη στάση απέναντι τους Φοίνικες, βάζοντας τον Οδυσσέα να πει το ψέμα ότι οι Φοίνικες κατέκλεψαν όλα τα συσσωρευμένα από τον Τρωικό πόλεμο λάφυρά του και τον άφησαν έρμαιο της μοίρας του. Αλλεπάλληλες φορές σε όλο το έπος ο Όμηρος απεικονίζει τους Φοίνικες ως μοχθηρούς εμπόρους κύριο μέλημα των οποίων είναι η απόκτηση πλούτου, σε αντίθεση με τον ηρωισμό των Ελλήνων και των Τρώων. Ανατρέποντας τον μύθο, ο Καβάφης υπαινίσσεται το αντίθετο από την ερμηνεία που συνήθως αντλείται από αυτούς τους στίχους: ότι η οποιαδήποτε επιδίωξη, η οποιαδήποτε αξίωση συχνά καταντά μάταιη, ιδιαίτερα όταν τα κίνητρά της είναι διφορούμενα.
Η «Ιθάκη» του Καβάφη φτάνει στο αποκορύφωμά της με το εξής μεγαλειώδες συμπέρασμα:
«Πάντα στον νου σου να ‘χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τί σημαίνουν».
Παραμείνετε στο πόστο σας, μην ξεχνάτε ποτέ τον στόχο σας, μην παραιτείστε από τον απώτερο σκοπό σας αλλά ταυτόχρονα απολαύστε το ταξίδι, διότι χωρίς μόχθο δεν υπάρχει κανένα κέρδος: αυτές είναι οι κοινοτυπίες στις οποίες προσφεύγουμε συνήθως ώστε να συνοψίσουμε το νόημα αυτών των μαγευτικών στροφών. Αξίζει να ληφθεί υπόψιν όμως, ότι ο Οδυσσέας έφτασε στο σπίτι του ως ξένος, διαπιστώνοντας ότι ούτε ο πατέρας του δεν τον γνώριζε. Ο πιστός του σκύλος, το μόνο πλάσμα που τον αναγνώριζε, ξεψύχησε στα χέρια του. Το σπίτι του καταλήφθηκε από μνηστήρες που αποσκοπούσαν στην υφαρπαγή της περιουσίας του (συμπεριλαμβανομένης και της συζύγου του) και έτσι αναγκάστηκε να προβεί σε ολοκληρωτική σφαγή για να τακτοποιήσει το νοικοκυριό του.
Για τον λαό της Ιθάκης, υποτιθέμενοι υπήκοοι του, ο ξένος προς αυτούς Οδυσσέας δεν ήταν τίποτε άλλο από σφετεριστής. Εξαγριωμένος με το φόνο, ξεσηκώνεται εναντίον του και σώζεται από σίγουρο θάνατο μόνο με θεϊκή παρέμβαση. Ο ραψωδός δεν μας παρέχει στοιχεία που να μαρτυρούν τις ριζικές αλλαγές που προέκυψαν στη σχέση μεταξύ του Οδυσσέα και της πιστής του Πηνελόπης μετά από τόσα χρόνια, αλλά σε μεταγενέστερες κλασικές παραλλαγές του μύθου, όπως η Τηλεγονία, μαθαίνουμε ότι όταν φτάσει πλήρης σοφίας και γαλήνης στον προορισμό του, ο Οδυσσέας δεν μπορεί να βρει ηρεμία και ησυχία στην Ιθάκη. Ταξιδεύει στη Θεσπρωτία, παντρεύεται μια άλλη γυναίκα, την Καλλιδίκη και τελικά φονεύεται από τον Τηλέγονο, τον νόθο γιο που απέκτησε όταν ήταν σκλάβος του σεξ της Κίρκης.
Η Ιθάκη δεν αποτελεί λοιπόν τόπο άφιξης, τελικό προορισμό, ή και πατρίδα, αλλά ένα σύμβολο της απώλειας όλων αυτών των προαναφερθέντων και της αιώνιας αποξένωσης, μια πηγή αιώνιου βασανισμού. Μόνο όταν έχουμε κατά νου την τελική αυτή μοίρα του Οδυσσέα μπορούμε να συλλάβουμε το πραγματικό μήνυμα του αμφίθυμου Καβάφη: «Ἠδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τί σημαίνουν». Αντί να παίζει το ρόλο ενός εμπνευσμένου, σύγχρονου «επηρεαστή», ο Καβάφης αρθρώνει, ευφυέστατα και έντεχνα, μία αρρωστημένη παρωδία της ανθρώπινης ύπαρξης και ματαιοδοξίας.
Παιανίζοντας αυτόν τον ύμνο εις την απαισιοδοξία του, ο Καβάφης φαίνεται ότι συνδιαλεγόταν διακειμενικά με ένα ελάχιστα γνωστό ποίημα του Joachim Du Bellay το 1558, στα μεσαιωνικά γαλλικά, που σπανίως αναφέρεται στις περισσότερες συζητήσεις για την Ιθάκη του Καβάφη. Ωστόσο, οι παραλληλισμοί μεταξύ των δυο ποιημάτων είναι αναπόφευκτοι. Ο Du Bellay, ο οποίος έμεινε για ένα διάστημα στη Ρώμη, αναφέρεται στο ταξίδι της επιστροφής και την απόκτηση σοφίας. Υποστηρίζει επίσης ότι είναι καλύτερα να είσαι φτωχός αλλά στο σπίτι σου παρά να ζεις με μεγαλοπρέπεια κάπου αλλού:
«Ευτυχής αυτός που σαν τον Οδυσσέα
επιστρέφει από τα ταξίδια του επιτυχημένος ή όπως αυτός
που αναζήτησε το χρυσόμαλλο δέρας,
σε μια άνεση καλοκερδισμένη –
σοφός στον κόσμο – στις αγκάλες της οικογένειάς του.
Πότε θα ξαναδώ τον τόπο γεννήσεώς μου,
τον καπνός της καμινάδας του και σε ποια εποχή του χρόνου,
όταν δει κανείς ότι αυτό το μικρό, σεμνό, οικόπεδο
έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για μένα από όσα απολαμβάνω εδώ.
Με ελκύει πολύ περισσότερο το πατρογονικό μου σπίτι
παρά ένα ρωμαϊκό παλάτι καλό και περήφανο,
προτιμώ το λεπτό σχιστόλιθο από το μάρμαρο, το να περιπλανηθώ
κατά μήκος του Λίγηρα από το να καλοπερνώ με τα πλήθη του Τίβερη.
Το Λιρέ μου προτιμώ από το Παλλάντιον
και από την αύρα της θάλασσας, το μαλακό κλίμα τη Ανδεγαυίας».
Στο παραπάνω ποίημα του Du Bellay μπορούμε χωρίς δισταγμό να δώσουμε την ερμηνεία που σχεδόν καθολικά προσδίδεται στην Ιθάκη του Καβάφη.
Ωστόσο, το ποίημα του Καβάφη είναι απείρως πιο πολυεπίπεδο και βαθυστόχαστο και ως διαλογισμός στα ομηρικά έπη που αποτελούν τη βάση και των δύο ποιημάτων, συνιστά μια λεπτή και ψυχολογικά περίπλοκη ανάλυση, επιβεβαίωση και ταυτόχρονη άρνηση του χρόνου, της μοίρας και της προσδοκίας και της σχέσης των ανθρώπων με αυτά.
Από αυτή την οπτική γωνία, αυτό του πρωτότυπου έργου που ενέπνευσε την «Ιθάκη», και εκτιμώντας την έκταση της απομάκρυνσης του Καβάφη από αυτό, η δύναμη του διφορούμενου οράματός του για την ανθρωπότητα και το μεγαλείο της αντιθετικής του αντιμετώπισης των θεμελιωδών κειμένων του πολιτισμού της, γίνεται ακόμη πιο εμφανής.