Η Χρύσα Κεραμίδα ανακάλυψε τον σκοπό της δικής της ζωής σε μεγάλο βαθμό χάρη στη μητέρα της.
Tο πάθος που ξύπνησε στην ψυχή του επτάχρονου κοριτσιού θα την οδηγούσε σε μερικές από τις μεγαλύτερες σκηνές μπαλέτου στον κόσμο.
Η μαμά της, Μαρία, δεν ήταν χορεύτρια.
Σύμφωνα με την Κεραμίδα, «είχε κάποιο ένστικτο» όταν την πήρε στο πρώτο της μάθημα μπαλέτου.
«Δεν καθόμουν ποτέ ακίνητη. Πάντοτε χόρευα και χοροπηδούσα, οπότε μάλλον το θεώρησε καλή ιδέα».
«Πολλά χρόνια αργότερα μου είπε, ‘αυτή ήταν η μέρα που σε έχασα. Δεν ήσουν ποτέ ξανά τελείως δική μου᾽, εννοώντας ότι είχα ερωτευτεί το μπαλέτο. Είχε γίνει η εμμονή μου», η Κεραμίδα λέει στον «Νέο Κόσμο».
Θυμάται χαρακτηριστικά εκείνη τη μέρα.

«Φορούσε ένα μπλε παλτό και με πήρε από το χέρι. Ζούσαμε στο Collingwood τότε και κατεβήκαμε τη Johnston street. Ήταν Σάββατο απόγευμα και αναρωτιόμουν πού πηγαίναμε».
Η βόλτα κατέληξε στο δημαρχείο του Collingwood, σε ένα «τεράστιο δωμάτιο» με «γύρω γύρω καρέκλες».
Βρίσκονταν εκεί για τις μητέρες που κάθονταν και έπλεκαν περιμένοντας τα παιδιά να τελειώσουν από το μάθημα.
«Αυτή ήταν η μύησή μου στο μπαλέτο […] Και απλά ήξερα πως αυτό ήθελα να κάνω. Και το λάτρεψα. Λάτρευα το αίσθημα της κίνησης. Είναι σαν να έχεις μια φωνή μέσα που σε παρακινεί. Και δεν ξέρεις γιατί, απλώς ότι πρέπει να το κάνεις».
Από τότε, η Κεραμίδα κοιτούσε μόνο μπροστά στο κάθε επόμενο βήμα.
Στα 16 της ξεκίνησε σπουδές στη Σχολή του Αυστραλιανού Μπαλέτου και με την αποφοίτηση εργάστηκε στην Εταιρεία Αυστραλιανού Μπαλέτου ως επαγγελματίας μπαλαρίνα για πέντε χρόνια.
Αλλά ένιωθε ότι «υπάρχει κάτι πέρα από αυτό».
«Ένας μεγάλος κόσμος εκεί έξω και […] ήξερα ότι χρειαζόμουν να πάω και να δω τί συμβαίνει. Ήθελα να με δοκιμάσω σε παγκόσμια σκηνή».

Μετά από ένα πέρασμα στην Ευρώπη, με στάση και στο Μπαλέτο Στουτγάρδης, κατέληξε στη Νέα Υόρκη για επίσκεψη σε έναν φίλο Αυστραλό χορευτή.
«Είχα έναν καλό φίλο στη Γερμανία και άλλον αλλού. Ήμασταν σκορπισμένοι παντού και ο κόσμος του μπαλέτου είναι μικρός. Όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας».
Ο φίλος στις ΗΠΑ ήταν ο Danilo Radojevic που επρόκειτο χρόνια αργότερα να παντρευτεί με την Κεραμίδα. Ο γάμος τους κράτησε οχτώ χρόνια ωσότου χώρισαν οι δρόμοι τους. Αργότερα, ο ίδιος επρόκειτο να περάσει και από τη θέση Διευθυντή του Αυστραλιανού Μπαλέτου.
«Πήγα στην Αμερική να τον επισκεφτώ χωρίς καμία απολύτως πρόθεση να μείνω. Απλώς πήγα και έκανα μάθημα στην Εταιρεία Αμερικανικού Μπαλέτου».
Κάθε εταιρεία μπαλέτου παραδίδει καθημερινά μαθήματα, εξηγεί η Κεραμίδα.
Και όταν είσαι χορευτής, «πηγαίνεις μάθημα κάθε μέρα της ζωής σου, χωρίς εξαιρέσεις».
Οπότε ζήτησε να συμμετάσχει στην τάξη.
«Μπήκα στον χώρο και είδα κάποιους από τους πιο σπουδαίους χορευτές να στέκονται γύρω».

Ονοματίζει μερικούς εξ αυτών: τον Mikhail Baryshnikov – κατά κοινή ομολογία την πιο αντιπροσωπευτική ανδρική φιγούρα χορευτή μπαλέτου στις δεκαετίες ’70 -’80 – την επίσης γεννημένη όπως ο Baryshnikov στην πρώην ΕΣΣΔ Natalia Makarova, πρίμα μπαλαρίνα της εποχής, και τις Βορειοαμερικανίδες κορυφαίες στον χώρο Gelsey Kirkland και Cynthia Gregory.
«Θα μπορούσα να συνεχίσω τη λίστα», λέει χαρακτηριστικά. «Κοντοστάθηκα εκεί στο κατώφλι και σκέφτηκα ‘πού αλλού θα μπορούσα να το ζήσω όλο αυτό;’».
Δεν χρειάστηκε να πειστεί παραπάνω για να περάσει ολόκληρη την εβδομάδα σε παρακολουθήσεις.
«Ο καθηγητής που δίδασκε, στο τέλος ενός μαθήματος με πήρε παραπέρα και μου ζήτησε να κάνω μερικές φιγούρες. Πριν καλά καλά το καταλάβω με είχαν προσλάβει».
Έμεινε περίπου μια δεκαετία στη «δουλειά των ονείρων» της.

Όταν η μητέρα και οι αδερφές της την επισκέφθηκαν στη Νέα Υόρκη, έμελλε να τη δουν στο απόγειο της καριέρας της.
«Με είδαν να χορεύω με τον Mikhail Baryshnikov. Και σκέφτομαι τώρα πίσω στο παρελθόν και ανατριχιάζω. Ήταν πραγματικά όνειρο που μπόρεσα να μοιραστώ εκείνες τις στιγμές μαζί τους».
Αλλά και πριν φτάσει εκεί, η οικογένειά της ήταν οι πιο πιστοί θαυμαστές της.
«Οι γονείς μου ήταν τόσο υποστηρικτικοί, τρυφεροί και περήφανοι».

Και πάλι, όπως εξομολογείται η Κεραμίδα, στο ξεκίνημά της προσπαθούσαν να την πείσουν να βρει «μια κανονική δουλειά».
«Ήμουν φοιτήτρια λυκείου και με είχαν μόλις δεχτεί στη Σχολή Αυστραλιανού Μπαλέτου. Θυμάμαι να κάθομαι στο τραπέζι της κουζίνας και να μου λένε ‘μα αυτή δεν είναι κανονική δουλειά, χρειάζεσαι μια κανονική δουλειά, κάτι που θα έχει σιγουριά».
«Αλλά έβλεπαν ότι δεν σήκωνα κουβέντα. Και θα έλεγα ήμουν τυχερή που είχα αρκετό ταλέντο για να το βάλω μπρος. Το είδαν αυτό και έκτοτε ήξεραν και ήταν πολύ υποστηρικτικοί».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η Κεραμίδα γύρισε πίσω στην Αυστραλία και άλλαξε κατεύθυνση στην καριέρα της.

Πέρασε από τη διδασκαλία σε θέση Βοηθού Διευθυντή στο Μπαλέτο Δυτικής Αυστραλίας και έκανε ένα πέρασμα και από τη Sydney Dance Company.
«Ήταν πραγματικά πολύ σύντομη περίοδος, στην κυριολεξία μήνες. Και με κάθε ειλικρίνεια, δεν ήταν το στοιχείο μου καθόλου», παραδέχεται.
«Ξέρετε, ερχόμουν από μια πολύ παραδοσιακή, κλασική εταιρεία μπαλέτου, και πήγαινα σε μια εταιρεία χορού εντελώς σύγχρονου».

«Και κατάλαβα τότε ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου», λέει για την απόφαση να αφήσει στην άκρη τις πουέντ [παπούτσια μπαλέτου] της.
Δε φανταζόταν φυσικά τότε ότι θα επέστρεφε στη σκηνή δεκαετίες μετά.
Το 2017, της ζήτησαν να χορέψει στον ρόλο της ηλικιωμένης Clara στον «Καρυοθραύστη».
«Ήρθε από εκεί που δεν το περίμενα. Δεν είχα καμία πρόθεση ούτε καν σκεφτόμουν ότι θα επέστρεφα στη σκηνή».
Ο χορογράφος της παράστασης και πρώην Διευθυντής της Sydney Dance Company, Graeme Murphy, της έκανε την πρόταση. Ο Graeme είχε δουλέψει με την Κεραμίδα στο Αυστραλιανό Μπαλέτο και την είχε δει να χορεύει στη Νέα Υόρκη.
«Οπότε ήξερε τη δουλειά μου πολύ καλά».
«Στην αρχή σκέφτηκα ‘Θεέ μου, δε νομίζω ότι μπορώ να γυρίσω και να φορέσω ξανά τουτού [φούστα μπαλαρίνας]. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναμπώ σε τουτού. Πρέπει να αστειεύεσαι᾽», περιγράφει με γέλια.
«Αλλά σκέφτηκα ότι μπορεί και να το μετάνιωνα. Ήταν σαν να είδα όλη τη ζωή μου να περνά μπροστά από τα μάτια μου».

Ήταν μια μάχη με τον εαυτό της, θυμάται, αλλά μία μάχη που δεν μετάνιωσε που έδωσε.
«Όλα ήταν πολύ δυσκολότερα από όσο τα θυμόμουν. Αλλά εντέλει ξάφνιασα τον εαυτό μου και το αγάπησα. Πραγματικά το αγάπησα».
Ήταν το κλείσιμο του κύκλου για τη μπαλαρίνα που έλεγε ότι νιώθει τον χορό «σαν την αναπνοή», το ίδιο φυσικό.
«Είναι πολύ δύσκολο επάγγελμα, αλλά απλά δε σε νοιάζει γιατί έχεις όλες τις προσωπικές ανταμοιβές από το αίσθημα που φέρνει η κίνηση, ο χορός, η ερμηνεία, η εμφάνιση στη σκηνή.
«Είναι δύσκολο να το εξηγήσεις, αλλά όσοι χορεύουν σίγουρα το καταλαβαίνουν. Μας συνδέει αυτό το αίσθημα».
Μια εμπειρία δηλαδή που μεταμορφώνει και σε αιχμαλωτίζει.
«Έχανα τελείως τον εαυτό μου μέσα στον χορό, με μετέφερε σε ένα άλλο επίπεδο. Ήταν μάλλον σαν ένας δικός μου κόσμος. Πολύ ξεχωριστός».
