Η εικόνα της «ζωής στα 30» – για κάποιους που μπορεί να έκαναν αυτές τις υποθετικές συζητήσεις με φίλους και συγγενείς σε νεαρότερες ηλικίες ονειρευόμενοι το μέλλον τους – ίσως να έμοιαζε με μία περίοδο οικονομικής ασφάλειας καθώς και επίτευξης προσωπικών στόχων όπως είναι η απόκτηση ενός σπιτιού, ή η δημιουργία οικογένειας.
Ωστόσο, για ορισμένους τριαντάρηδες που ζουν σήμερα στην Αυστραλία, το όνειρο αυτό φαίνεται να φαντάζει όλο και πιο «άπιαστο».
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας που δημοσίευσε το ABC, η πλειοψηφία των ατόμων που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα των 30-34 ετών σήμερα, για πρώτη φορά εδώ και πάνω από 47 χρόνια, δεν κατέχει ιδιόκτητη κατοικία, ενώ μετα την ανάλυση πέντε παραγόντων – στέγαση, υγειονομική περίθαλψη, χρέος, φορολογία και εισόδημα – αποκαλύφθηκε ότι η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα βρίσκεται στο μάτι ενός «οικονομικού» κυκλώνα.
Μάλιστα, ο επικεφαλής οικονομολόγος του Australia Institute, Greg Jericho, δήλωσε ότι όσον αφορά την δυνατότητα ιδιοκτησίας κατοικίας, η σημερινή «φουρνιά» των τριαντάρηδων, βρίσκεται σε χειρότερη μοίρα από αυτή των ατόμων που διένυαν την ηλικιακή περίοδο των 30 ετών, στις αρχές της δεκαετίας του 90′, καθώς πλέον το κόστος των ακινήτων έχει ξεπεράσει κατά πολύ τους μισθούς των επίδοξων αγοραστών.
Αυτό, άλλωστε εξηγείται και από το γεγονός, ότι το 1990 το μέσο στεγαστικό δάνειο στην Αυστραλία ισοδυναμούσε περίπου με το τριπλάσιο του μέσου ετήσιου μισθού ενός 34χρονου, ενώ σήμερα το ποσό αυτό είναι αυξημένο κατά οκτώ φορές σε σχέση με το 1990.
Ιδιαίτερα άτυχοι, φαίνεται να ήταν και όσοι δυνητικοί αγοραστές κατοικίας των νεαρότερων ηλικιών, εισήλθαν στην αγορά ακινήτων το 2021, όπου οι τιμές (και τα επιτόκια) κορυφώθηκαν, καθιστώντας την αποπληρωμή στεγαστικού δανείου ολοένα και πιο δύσκολη με το πέρασμα του χρόνου, σε συνδυασμό με τη γενικευμένη ακρίβεια.
ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ…ΧΡΟΝΟΥ
Όσο για τους δανειολήπτες που αποφασίζουν να αγοράσουν σπίτι, με μία…χρονοκαθυστέρηση, τα πράγματα δείχνουν να είναι όλο και πιο ζόρικα.
Σύμφωνα με την εκτίμηση ότι περισσότερα άτομα πιθανότατα θα αποπληρώνουν τα δάνειά τους στα 50 ή και ακόμα στα 60 τους, ο κ. Jericho εξέφρασε ανησυχίες για το τρέχον σύστημα συνταξιοδότησης της Αυστραλίας, λέγοντας ότι «η σύνταξη βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι περισσότεροι άνθρωποι (τρίτης ηλικίας) θα πρέπει να έχουν εξοφλήσει το δάνειο του σπιτιού τους, χωρίς να χρειάζονται ένα σταθερό εισόδημα για την αποπληρωμή του στεγαστικού τους δανείου».
«Αυτή τη στιγμή, οι ανύπαντροι συνταξιούχοι που νοικιάζουν ή αποπληρώνουν το δάνειο της κατοικίας τους – ζουν σε συνθήκες φτώχειας», πρόσθεσε.
ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Επιπροσθέτως, και κατά τα λεγόμενα του κ. Jericho, η μείωση που είδαν στους μισθούς τους, άτομα στα 30 τους, το 1996, λόγω της ύφεσης που έπληξε τότε την οικονομία της Αυστραλίας, ενδεχομένως να έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα για τη γενιά των millennials (άτομα που γεννήθηκαν μεταξύ 1981 και 1996) αλλά όπως είπε ο ίδιος, ακολούθησε «μια (οικονομική) ανάκαμψη», καθώς παρατηρήθηκε μία αύξηση των εισοδημάτων το 1998.
Βέβαια, η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση του 2007 (Global Financial Crisis-GFC) προκάλεσε νέα μείωση των εσόδων των τριαντάρηδων, και μάλιστα αυτή τη φορά για σχεδόν 15 χρόνια.
Ο καθηγητής και συνδιευθυντής της έρευνας Household, Income and Labour Dynamics in Australia (HILDA), κ. Roger Wilkins, επεσήμανε ότι παρά το ανώτερο επίπεδο εκπαίδευσης των ατόμων που ανήκουν στην εν λόγω ηλικιακή ομάδα, σε σχέση με τους «προκατόχους» τους, η πραγματικότητα είναι ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, δεν έχει παρατηρηθεί «σημαντική πρόοδος όσον αφορά τις αυξήσεις στα εισοδήματά τους».
«Νομίζω ότι το σπίτι αποτελεί κεντρικό στοιχείο σε σχέση με το τι θεωρούν οι άνθρωποι πολύτιμο όσον αφορά την εγκαθίδρυση μιας ζωής», δήλωσε ο καθηγητής Wilkins.
Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία που προέκυψαν από έρευνα του Ινστιτούτου Grattan, τα επίπεδα ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των περισσότερων ηλικιακών ομάδων παρέμειναν στάσιμα, ενώ διαπιστώθηκε ότι οι παλαιότερες γενιές (65-75 ετών, 75 ετών και άνω) τείνουν να τα πηγαίνουν (οικονομικά) καλύτερα, λόγω πρόσθετων πηγών εισοδήματος.
Από την άλλη, η οικονομική αδράνεια που βίωσαν άτομα που ανήκαν σε νεαρότερες ηλικιακές ομάδες σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη άνοδο στις τιμές κατοικιών στα τέλη της δεκαετίας του ’90, κατέστησαν την αγορά σπιτιού ως έναν ακόμα πιο απλησίαστο στόχο, σε σχέση με τις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες.
ΟΙ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥ ΖΩΗΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
Παρά το γεγονός ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ποσοτικά ο αριθμός των ανθρώπων που λαμβάνουν τις αποφάσεις τους, με βάση αποκλειστικά τα οικονομικά τους, έχει παρατηρηθεί ότι άτομα ηλικίας 25-34 ετών, καθυστερούν να «βάλουν μπρος» για οικογένεια, ενώ επίσης ελαττώνουν ή και αναβάλλουν ολοένα και περισσότερο τις ιατρικές τους επισκέψεις – με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την υγεία τους.
Άλλωστε, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ABS), πάνω από 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι στην Αυστραλία απέφυγαν να πάνε σε γιατρό κατά το τελευταίο οικονομικό έτος λόγω ανησυχιών για το κόστος, ένας αριθμός διπλάσιος από την αντίστοιχη προηγούμενη περίοδο.
Μάλιστα, όπως πρόσφατα δημοσίευσε και ο «Νέος Κόσμος», ο αριθμός των γενικών ιατρών (GPs) που δε χρεώνουν επιπλέον χρήματα για μία επίσκεψη (bulk billing) μειώθηκε σε όλη την Αυστραλία το 2023, σύμφωνα με τη νέα έκθεση «Blue Report» της «Cleanbill».
Το συμπέρασμα αυτό ενισχύουν και τα στοιχεία της έρευνας που διεξήχθη στο πλαίσιο της έκθεσης «Health of the Nation», από την ομάδα Royal Australian College of General Practitioners (RACGP), όπου διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός των ιατρείων (GPs) που προσφέρει σε ασθενείς bulk billing (χρέωση χωρίς επιπλέον χρήματα από την τσέπη εκτός από το ποσό που καλύπτει το Medicare), μειώθηκε στο μισό, από το 2022 (24%) έως το 2023 (12%).
Κατά τον Νόμο άλλωστε, η ιδιωτική ασφάλιση υγείας, αδυνατεί να καλύψει τα έξοδα παροχής ιατρικών υπηρεσιών που προκύπτουν εκτός νοσοκομείου, όπως είναι οι επισκέψεις σε γενικούς ιατρούς ή οι υπηρεσίες συμβουλευτικής υποστήριξης (consultation) με ειδικούς υγείας.
Από την άλλη, το Medicare, καλύπτει ένα μέρος μόνο του κόστους των εν λόγω υπηρεσιών, ενώ το χάσμα των συγκεκριμένα εξόδων φαίνεται να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου,
Για παράδειγμα, από το 2022 έως το 2023 το κόστος για μία συνάντηση συμβουλευτικής υποστήριξης διάρκειας έξι έως 20 λεπτών, αυξήθηκε από 25 σε 35 δολάρια, σύμφωνα με έρευνα της RACGP, γεγονός το οποίο επιτείνει ακόμα περισσότερο τις ανησυχίες σχετικά με την πρόσβαση των πολιτών στην υγειονομική περίθαλψη.
Ο «ΒΡΑΧΝΑΣ» ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ
Μια φορά κι έναν καιρό, και πιο συγκεκριμένα από το 1974 έως το 1989, η τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν δωρεάν στην Αυστραλία, καθώς τότε εισήχθη το πρόγραμμα «Higher Education Contributions Scheme» (HECS ή HECS-HELP).
Ωστόσο περισσότερο οικονομικά «ζημιωμένοι» βγήκαν οι τριαντάρηδες που ξεκίνησαν τις σπουδές τους τη δεκαετία του 2000, καθώς το κόστος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση εκείνη την εποχή ήταν υψηλότερο σε σχέση με αυτό που αντιμετώπισαν οι γονείς τους.
Παρά το γεγονός ότι η πιθανότητα να έχει ένας 30χρονος φοιτητικό χρέος HECS δεν έχει αλλάξει από τη δεκαετία του ’90, αυτό που έχει αλλάξει είναι το πότε καλείται να διευθετήσει τις οικονομικές του εκκρεμότητες.
Ειδικότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι φοιτητές και φοιτήτριες καλούνταν να καταβάλουν το απαιτούμενο ποσό για την εξόφληση των φοιτητικών οφειλών τους, μόνο όταν οι αποδοχές τους έφθαναν το επίπεδο μέσου εισοδήματος (average earnings).
Επί του παρόντος, οι εν λόγω αποπληρωμές ξεκινούν πολύ νωρίτερα.
Σύμφωνα με τον κ. Mark Warburton, από το Κέντρο για τη Μελέτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, το κατώτατο όριο για την αποπληρωμή ενός φοιτητικού δανείου είναι αρκετά «σκληρό» για τους ανθρώπους που έχουν ένα μέτριο εισόδημα.
«(Το HECS) Δεν προοριζόταν ποτέ να είναι ένα σύστημα δανείων, είναι μια κοινωνική πολιτική και νομίζω ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες ενός ατόμου», πρόσθεσε ο κ. Warburton.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΞΑΡΤΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΓΕΝΕΩΝ
Όπως αποκάλυψαν τα στοιχεία του Ινστιτούτου Grattan, το οικονομικό φορτίο ήταν πιο «βαρύ» για τους τριαντάρηδες του 2016, καθώς συνέβαλαν διπλά μέσω της εργασίας τους, για τη στήριξη του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων της Αυστραλίας, από ότι οι baby boomers (άτομα που έχουν γεννηθεί ανάμεσα στο 1946 και το 1964) στα 30 τους.
Σύμφωνα με την αναπληρώτρια διευθύντρια προγράμματος στο Ινστιτούτο Grattan, κα Kate Griffiths, η αύξηση του κόστους στον τομέα της υγείας και της συνταξιοδότησης των ηλικιωμένων οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι οι πιο εύποροι ηλικιωμένοι Αυστραλοί πληρώνουν λιγότερα σε φόρους.
«Η ”αποκοπή” των πρεσβυτέρων κατοίκων της Αυστραλίας από το φορολογικό “δίχτυ”, την ίδια στιγμή που αυξάνονται οι παροχές προς αυτούς, απλώς ενισχύει την (οικονομική) πίεση προς τους εργαζόμενους Αυστραλούς», δήλωσε η κα Griffiths.
Η ίδια, εξέφρασε επίσης την πεποίθηση ότι οι μεγαλύτερες γενιές νοιάζονται για το μέλλον των παιδιών και των εγγονών τους και ότι η επιλογή εναπόκειται στην κυβέρνηση προκειμένου να αποφευχθούν οι σπάταλες δαπάνες, και να εξασφαλιστεί ότι οι μελλοντικές γενιές θα έχουν πρόσβαση στους απαραίτητους πόρους και τις υπηρεσίες υποστήριξης, ιδίως όταν πλησιάζουν τα χρόνια της συνταξιοδότησής τους.