Στη «Φαιά ουσία» ανήκουν τα κύτταρα που αποτελούν δομικό μέρος και λειτουργική μονάδα του νευρικού συστήματος.

Τι αισθανόμαστε, τι διαισθανόμαστε, ποια η σχέση της σκέψης και του ορθολογισμού με τα συναισθήματα, πώς διαχωρίζουμε νου από ψυχή, όλα αυτά αποτελούν τον διαλογισμό της ποιήτριας Ελένης Τσεφαλά στη θαυμάσια νέα της ποιητική συλλογή «Φαιά Ουσία».

Αν η ουσία του κάθε πράγματος είναι ο συγκερασμός των ιδιοτήτων που το χαρακτηρίζουν, που το κάνουν να είναι αυτό που είναι, τότε διαμέσου της «Φαιάς Ουσίας» η Ελένη Τσεφαλά μας χαρίζει ένα ευρύ και πολύπτυχο πλαίσιο θεώρησης.

Με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία μέσα από στίχους-κομψοτεχνήματα μας καλεί να υπερβούμε τα χθόνια και τα όντα και συλλάβουμε μία ιδεατή πραγματικότητα.

Αν είχαμε Αριστοτελικές προδιαθέσεις, θα αναζητούσαμε την ουσία των αντικειμένων του ποιητικού της λόγου στην υλική του υπόσταση. Πίσω από αυτό το υλικό, το συγκεκριμένο αντικείμενο, θα μπορούσε κανείς να προβεί στη διαδικασία εύρεσης κάποιων νόμων που καταστούν αυτόν τον λόγο υπαρκτό.

Η σύλληψη αυτών των νόμων όμως παύει δια του νου. Αλλού έχουμε να αποταθούμε αν είναι να εννοήσουμε, τόσο μάλλον να γίνουμε μέτοχοι της τεράστιας ανάτασης ψυχής σε όλο το μεγαλείο της που αποτελούν τα θεμελιώδη κείμενα της συλλογής αυτής.

Η ανάγκη να υπερβούμε τους ίδιους τους εαυτούς μας ώστε να αποκτήσουμε νέες προοπτικές τονίζεται στο ποίημα κλειδί για την κατανόηση της όλης συλλογής «Σημείο Αναφοράς» όπου μας εκμυστηρεύεται:

«Μετέωρη,

χωρίς βάρος,

στέκω έξω από το σώμα μου…

Αποπροσανατολισμένη,

ξυπνώ»….

Όσο και να είμαστε αποπροσανατολισμένοι, η ίδια η διαδικασία της αναζήτησης («ψάχνω να βρω τη θέση μου» θα μας δηλώσει στη συνέχεια η ποιήτρια) απαιτεί εγρήγορση, πρέπει να είμαστε «ξύπνιοι» ώστε πρώτα να επανέλθει «η μνήμη, ο χάρτης του τόπου μου». Η τελική εντόπιση του πολυπόθητου «Σημείου αναφοράς» το οποίο δεν είναι άλλο από τη «γενέθλια στιγμή στη γη» υποδηλώνει ότι κεντρική πεποίθηση της ποιήτριας είναι ότι η προσωπική ελευθερία, η ατομική ευθύνη και η σκόπιμη επιλογή είναι απαραίτητες για την επιδίωξη της αυτοανακάλυψης και τον καθορισμό του νοήματος της ζωής του καθενός μας.

Ωστόσο, το ποίημα «Για μια στιγμή μόνο» φαινομενικά αναιρεί τα προαναφερθέντα, ιδιαίτερα όταν η όλη διαδικασία της αναζήτησης διαποτίζεται από αυταπάτες.

«Με ασφάλεια

περιπλανιόμαστε

στην τροχιά της αυταπάτης»…

Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον το άτομο στερείται αυτογνωσίας και διαφώτισης, ακόμη και οι πιο εξαίσιες στιγμές της υπέρβασης από τον ίδιο του εαυτό που συμβολίζεται από τη σύζευξη, καταντούν στείρες, άγονες και αναποτελεσματικές:

«Χωρίς σκοπό

βουλιάζουμε

στο καράβι των αισθήσεων.

Γινόμαστε ένα».

Συνεπώς, η υπέρβαση ματαιώνεται και η αναζήτηση τώρα εστιάζεται στον φαύλο κύκλο της «ασφάλειας» της πρωταρχικής αυταπάτης:

«Τρομαγμένοι

βιαστικά

θέλουμε να επιστρέψουμε

ο καθένας

στο σώμα του».

Η φαινομενική συνδιάλεξη της ποιήτριας με τον Χάιντεγκερ δεν είναι τυχαία. Ξεκινώντας από το κορυφαίο Πλατωνικό ερώτημα «τί ποτε βούλεσθαι σημαίνειν οπόταν ον φθέγγησθε» («τι εννοούμε όταν λέμε ον») η ποιήτρια επιχειρεί να εξετάσει την έννοια και να εξερευνήσει τις διαστάσεις του όντος, προσδιορίζοντας κατ’ αρχήν την ανθρώπινη ύπαρξη, το υποκείμενο δηλαδή που καλείται να κατανοήσει αυτή την έννοια.

Αυτό μπορεί να γίνει πιο εύκολα κατανοητό όταν εξετάσουμε πώς εννοεί την πραγματικότητα σε σχέση με τη χρονική διάσταση του παρελθόντος η Τσεφαλά στο ποίημα «Ακροβατώ»:

«Δράκοι, νάνοι, πρίγκιπες

βοσκοί, παλιάτσοι, ιππότες,

κακές μητριές και μάγισσες,

νεράιδες και στρατιώτες

παίζουν ασταμάτητα

στα κύτταρα του νου μου…».

Το παρελθόν ή οι μύθοι που πλάθει ο καθένας για αυτό, είναι αυτό που είναι, που σημαίνει ότι είναι αυτό που έχει διαμορφώσει το άτομο που υπάρχει στο παρόν:

«Με ανάλαφρο βήμα ακολουθώ

το βάρος των μορφών τους…».

Ωστόσο, το να πει κανείς ότι κάποιος είναι μόνο το παρελθόν του θα αγνοούσε την αλλαγή που υφίσταται ένα άτομο στο παρόν και το μέλλον, ενώ λέγοντας ότι το παρελθόν του είναι μόνο αυτό που ήταν, θα το αποσπούσε εντελώς από τον παρόντα εαυτό. Η ποιήτρια το γνωρίζει αυτό και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου:

«Δέσμια των παραμυθιών

ζω περιπέτειες άλλων,

αλλοτινών καιρών

και μαγεμένων κόσμων»…

Στο ότι η άρνηση του συγκεκριμένου ή του οποιοδήποτε μεμονωμένου στοιχείου του παρελθόντος ως κύριο ταυτοτικό σημείο συνιστά έναν αυθεντικό τρόπο ζωής και ότι για να το επιτύχουμε αυτό έχουμε ανάγκη από αυτογνωσία, καταλήγει η ποιήτρια:

«Όψεις ενός όλου,

σκιάσεις

με πολλαπλες κατόψεις».

Στο ποίημα «Απαγορευμένος Ιστότοπος» το υπαρξιακό άγχος της ποιήτριας φτάνει στο απόγειο της. Αυτός ο τρόμος, εκφράζεται ως ένα έντονο συναίσθημα που προκύπτει από την εμπειρία της ανθρώπινης ελευθερίας και ευθύνης.

«Σταύρωση, δίχως λύτρωση

η υλιστική φρενίτιδα».

Οι υπαρξιστές δίνουν ως αρχετυπικό παράδειγμα του υπαρξιακού άγχους την εμπειρία που βιώνει κάποιος όταν στέκεται σε έναν γκρεμό όπου όχι μόνο φοβάται ότι θα πέσει από αυτόν, αλλά φοβάται και την πιθανότητα να πεταχτεί. Αυτήν ακριβώς την εμπειρία ότι «τίποτα δεν μας κρατάει πίσω», αναλύει η Τσεφαλά, κάνοντας μας να αισθανθούμε την έλλειψη οτιδήποτε που μας προκαθορίζει είτε να πεταχτούμε είτε να παραμείνουμε ακίνητοι:

«Αντικλείδι

της ανθρώπινης μηχανής

τα ελικοειδή μονοπάτια της μνήμης,

αιμάτινες λέξεις, σκόρπιες όψεις»…

Απαγκιστρωμένοι από ότι μας επιβαρύνει, οδηγούμαστε μέσω του ποιήματος στο συμπέρασμα ότι η ελευθερία παραμένει προϋπόθεση κάθε πράξης:

«Ελεύθερη φτάνω

στην άκρη της αβύσσου,

στην καρδιά του παραδείσου»…

Στα ποιήματα της συλλογής, η Τσεφάλα δεν αρνείται τη σημασία ή την εγκυρότητα της προσφυγής στη μεταφυσική αναζήτηση, αλλά αρνείται κάθε δεισιδαιμονία που προσποιείται ότι είναι επαρκές καταληκτικό επιχείρημα για την ανθρώπινη ύπαρξη. Θεωρεί ασυγχώρητη υπερηφάνεια ή ανοησία να πιστεύει ότι μία τέτοια μπορεί να απαντήσει στα ζωτικά προβλήματα της ανθρώπινης, καθημερινής ζωής. Έτσι στο ποίημα «Άπιστε εαυτέ», θα μας αποκαλύψει:

«Όταν σκοτεινιάζω

δε θέλω να σωθώ.

Τους φόβους τους διαψεύδω,

την τρέλα μου γεννώ,

τη ζήλεια, την κακία

τον φθόνο μ’απληστία

με λαίμαργη οργή

τρέφω τη λαγνεία

και αλαζονικά αμέσως την ξεχνώ».

Λογικά θεωρήματα, μαθηματικά σύμβολα, φυσικοστατιστικοί νόμοι, φοβίες, επιβεβλημένοι αξιακοί κώδικες: όλα αυτά δεν μπορούν ποτέ να γίνουν πρότυπα ανθρώπινης ύπαρξης. Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι συγκεκριμένος, να είσαι αυτός ο άνθρωπος εδώ και τώρα σε αυτή τη συγκεκριμένη και αποφασιστική στιγμή, πρόσωπο με πρόσωπο με τη συγκεκριμένη πρόκληση:

«Μένω ιδανικά πιστή

στον άπληστο κριτή.

Αναρωτιέμαι το γιατί.

Μαθαίνω ν’ αντέχω.

Τη σκοτεινή πλευρά,

το μυστικό,

να βλέπω, να προβλέπω

με μάτια ανοιχτά!»

Ο διακαής πόθος της ποιήτριας, στην οποία εκφράζεται ολόκληρη η τεχνοτροπία της, είναι να δημιουργήσει μια νέα και πλούσια υποκειμενικότητα στον εαυτό της και στους αναγνώστες της. Σε αντίθεση με άλλους ποιητές που μπορεί να πιστεύουν ότι κάθε υποκειμενικότητα αποτελεί εμπόδιο στην κατανόηση, το επιχείρημα της Τσεφαλά είναι απείρως πιο πολύπτυχο, υποστηρίζοντας ότι μόνο κάποια είδη υποκειμενικότητας αποτελούν εμπόδιο στην πνευματική χειραφέτηση:

«Ο κεραυνός εργολάβος

το κάνει σκόνη,

χώμα της γης».

(«Ο μύστης χρόνος»)

Έτσι στο έργο, φέρνει την υποκειμενικότητα κάθε αναγνώστη στο σημείο να μπορεί να μετατρέψει την ενδοσκόπηση και τη στοχαστικότητα σε εργαλείο ενδυνάμωσης. εσωτερικότητας και ανησυχίας. Ως εκ τούτου, η γραφή της έχει σχεδιαστεί για να απομακρύνει τους αναγνώστες από την ατονία και τις εσφαλμένες αντιλήψεις τους:

«Συμπτώσεις με νόημα

Ή σκοπός της ζωής;»

(«Ο Ίλιγγος»)

Έτσι η ποιήτρια ξεκινά σχεδόν πάντα τα ποιήματά της εκεί που βρίσκεται και ο αναγνώστης, σε ευφυείς ηθικές δυνατότητες και αισθητικές επαναλήψεις, κάνοντας όλους μας ευάλωτους στο δέλεαρ των ποιητικών σειρήνων:

«Αφήνομαι στη δίνη

του ίλιγγου.

Ακολουθώ την πορεία του…

θέλω να δω

σε ποιά ακτή θα με ξεβράσει.»….

(«Ο Ίλιγγος»)

Με αυτόν το τρόπο, τα ποιήματά της αναγκάζουν τις διαλεκτικές κινήσεις της δημιουργίας και της απελευθέρωσης του εαυτού να υποστούν λυρικές μιμήσεις διαλογισμού, ενώ οι σχισμές, τα ρήγματα, οι άβυσσοι φαίνονται παντού:

«Σφραγίζω τη θέα

στη ζωή που ξέχασα,

δε βλέπω».

(«Μίζερα Χέρια»)

Αν η αυθεντικότητα συνίσταται στο να βιώνουμε τον απροσδιόριστο χαρακτήρα της ύπαρξης σε αγωνία, η Τσεφαλά στη συλλογή «Φαιά Ουσία» προτείνει επίσης να γνωρίζουμε πώς να την αντιμετωπίσουμε δίνοντας νόημα στις πράξεις μας και αναγνωρίζοντας τον εαυτό μας ως δημιουργούς αυτού του νοήματος. Από την άλλη, ένας μη-αυθεντικός τρόπος ύπαρξης συνίσταται στη φυγή, στο να πει κανείς ψέματα στον εαυτό του για να ξεφύγει από αυτή την αγωνία και την ευθύνη για την ίδια του την ύπαρξη. Η όλη συναρπαστική συλλογή η οποία καταλήγει σε αυτά τα συμπεράσματα με αξιοζήλευτη τεχνοτροπία, μας ωθεί να συμμεριστούμε την τελική αξίωση της ποιήτριας στο ποίημα-κατακλείδα της συλλογής «Αιώνια λιακάδα»:

«Θέλω στον ήλιο να οδηγηθώ,

στα άδυτα της ψυχής μου ν’αφεθώ,

να στήσω χορό, να σεργιανώ

ελεύθερη πάνω σε ωκεανό

αιώνιας λιακάδας…» άσχετα με το αν ο καιρός αύριο προβλέπεται νεφελώδης…»