Η ιστορία των πρώτων Ελλήνων της Αυστραλίας δεν είναι όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα

Η Shelley Dark αμφισβητεί τις αφηγήσεις που υπάρχουν μέχρι σήμερα για τον Γκίκα Βούλγαρη και τους υπόλοιπους Έλληνες πειρατές που ήρθαν ως κατάδικοι στην Αυστραλία

Πριν από είκοσι χρόνια, ο γιος μας, κατά τη διάρκεια ενός οικογενειακού δείπνου, μας έκανε μια εκπληκτική αποκάλυψη.

Είχε μάθει ότι αυτός και ο πατέρας του ήταν απόγονοι του Γκίκα Βούλγαρη — ενός πειρατή από την Ύδρα, που ήταν από τους πρώτους Έλληνες κατάδικους στην Αυστραλία.

Η αντίδραση του συζύγου μου ήταν γεμάτη έκπληξη και περιέργεια. Η δική μου ήταν σκέτη απόλαυση – ξαφνικά φαινόταν πολύ πιο συναρπαστικό το γεγονός ότι ήμουν η ιστορικός της οικογένειας.

Την επόμενη μέρα άνοιξα τον φθαρμένο μου χάρτη και με το δάχτυλό μου «διέτρεξα» την ακτoγραμμή της Πελοποννήσου, σταματώντας σε ένα μικροσκοπικό νησί έξω από τον Σαρωνικό Κόλπο: την Ύδρα.

Εκείνη τη στιγμή… κόλλησα τελείως.

Η Shelley Dark. Φωτογραφία: Supplied

Ξεκινώντας την έρευνά μου, ο πρώτος μου σταθμός ήταν το θεμελιώδες έργο του φιλέλληνα Hugh Gilchrist, «Αυστραλοί και Έλληνες» Τόμος Ι. Δύο κεφάλαια του Τόμου ήταν αφιερωμένα στους εννέα πειρατές και κάλυπταν τη σύλληψή τους το 1827, τη δίκη το 1828, που οδήγησε σε ενοχή και καταδίκη σε θανατική ποινή για τους επτά και τη μεταφορά τους στη Νέα Νότια Ουαλία το 1829.

Επειδή η πειρατεία τους συνέβη κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας, και δεδομένου ότι ήταν η βάση της υπεράσπισής τους στη δίκη τους, η επικρατούσα σύγχρονη άποψη υποστηρίζει ότι ήταν αγωνιστές της ελευθερίας ή παλικάρια: πατριώτες που επιτέθηκαν στις τουρκικές και αιγυπτιακές δυνάμεις.

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση παρενέβη για να τους εξασφαλίσει χάρη το 1836.

Αλλά εμένα κάτι δεν μου… κολλούσε.

Η ληστεία τους έμοιαζε περισσότερο με ένα κωμικοτραγικό, κακόγουστο αστείο, παρά με δράση αγωνιστών της ελευθερίας.

Επιβιβάστηκαν και λήστεψαν ένα φιλικά προσκείμενο πλοίο, έχασαν τον χρυσό, και παρ΄ότι τρομοκράτησαν το πλήρωμα του πλοίου, δεν έβλαψαν κανέναν.

Άφησαν ακόμη και το θειάφι πίσω τους, έναν πολύτιμο πόρο εν καιρώ πολέμου που λογικά θα είχαν πάρει πρώτα-πρώτα αν ήταν αληθινοί μαχητές της ελευθερίας ή ακόμα και πειρατές.

Αυτός ήταν ο λόγος που το δικαστήριο της Μάλτας δεν αποδέχθηκε την υπεράσπισή τους.

Αλλά τουλάχιστον δεν φαινόταν να είναι αδίστακτοι εγκληματίες.

Με την ενθάρρυνση του συζύγου μου, ξεκίνησα μια έρευνα στη Νέα Νότια Ουαλία και στην Περιοχή Πρωτεύουσας (ACT), εξερευνώντας Αρχεία και Βιβλιοθήκες.

Ωστόσο, το σημείο-ορόσημο στην εξέλιξη της έρευνάς μου ήρθε απροσδόκητα τα Χριστούγεννα του 2017 –κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, στολισμένο με μια κορδέλα, ήταν ένα αεροπορικό εισιτήριο για την Ελλάδα και συγκεκριμένα για την Ύδρα– ένα πολύ ευγενικό και προνοητικό δώρο από τον σύζυγό μου.

Η γενναιοδωρία του δισέγγονου του Γκίκα με άλλαξε από ιστορικό της πολυθρόνας σε ερευνήτρια του κόσμου.

Πρώτος σταθμός ήταν η γενέτειρά τους, η Ύδρα, όπου βρέθηκα για δύο εβδομάδες και ακολούθησε μια εβδομάδα στη Μάλτα όπου δικάστηκαν. Μια ημερήσια εκδρομή στο Portsmouth, με μια φιλική ξενάγηση από έναν απόστρατο ναύαρχο και τη σύζυγό του, έριξε φως στο σκηνικό πριν την αναχώρησή τους για την αποικία. Τέλος, πέρασα δύο εβδομάδες χτενίζοντας ιστορικά έγγραφα στα Εθνικά Αρχεία του Ηνωμένου Βασιλείου στο Kew.

Επιστρέφοντας στην Αυστραλία, συνέχισα να μελετώ πρωτότυπα έγγραφα, σπάνια βιβλία και ιστορίες, συμπεριλαμβανομένης της κυβερνητικής αλληλογραφίας και των εγγράφων του Hugh Gilchrist.

Οι διαδικτυακές πηγές, όπως το Trove, αποδείχθηκαν επίσης ανεκτίμητες.

Επιπλέον, επισκέφθηκα διάφορες τοποθεσίες για να αποκτήσω ιδία άποψη και να βιώσω την ατμόσφαιρα των χώρων όπου έζησε ο Γκίκας. Παρευρέθηκα ακόμα και σε μνημόσυνο στον τάφο του που τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος.

Αρχειακό έγγραφο. Φωτογραφία: Supplied

Η προσωπική μου εμπειρία δεν συμφωνούσε πάντα με τις έως τότε καθιερωμένες και αποδεκτές αφηγήσεις.

Στην πραγματικότητα, έρχεται σε δραματική αντίθεση με μερικές θεμελιώδεις υποθέσεις σε αυτό που από καιρό ήταν αποδεκτό ως γεγονός.

Είχα θέσει συγκεκριμένους στόχους στον εαυτό μου: η κατανόηση της οικογενειακής καταγωγής του Γκίκα ήταν ζωτικής σημασίας, γιατί θα παρείχε το πλαίσιο για τις πράξεις και τα κίνητρά του.

Επιπλέον, ήταν αρκετά συναρπαστικό να σκεφτεί κανείς το ενδεχόμενο να έχει παντρευτεί με απόγονο Έλληνα εφοπλιστή!

Ο Hugh Gilchrist είχε υποθέσει, επειδή το πιστοποιητικό θανάτου του Γκίκα αναγνώριζε ως πατέρα του τον Νικόλαο Βούλγαρη, «ευγενή» από την Ύδρα, ότι ο Γκίκας μπορεί να ήταν γιος ενός από τα έξι αδέλφια της ισχυρής οικογένειας. Ωστόσο, ο Γκίκας έλειπε από τα αρχεία της οικογένειας.

Η ιστορικός Μαρία Βούλγαρη στην Ύδρα με κατεύθυνε στον Αθηναίο γενεαολόγο Δημήτρη Μαυριδερό. Ξεκινήσαμε μια ευχάριστη αλληλογραφία με τη μέθοδο που προτιμούσε: το παραδοσιακό ταχυδρομείο.

Στη γοητευτικά επίσημη αλληλογραφία μας, με προσφωνεί ως κυρία Dark και εγώ ανταποδίδω αναφέροντάς τον ως κύριο Μαυριδερό. Ελπίζω να τον συναντήσω προσωπικά όταν επιστρέψω στην Ύδρα και στην Αθήνα, τον Μάιο του 2024.

Παρά την πρόσφατη δημοσίευσή του για την οικογένεια Βούλγαρη, την οποία μου έστειλε, οι συλλογικές μας προσπάθειες δεν απέδωσαν συγκεκριμένα στοιχεία που να συνδέουν τον Γκίκα με τη γνωστή οικογένεια.

Ωστόσο, εμφανίστηκαν κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία. Το χριστιανικό όνομα του Γκίκα, για παράδειγμα, θα μπορούσε ενδεχομένως να ανάγεται στη μητέρα του πατέρα του, τη γιαγιά του Βούλγαρη, την Ελένη Γκίκα, από μια άλλη ισχυρή Υδραία οικογένεια.

Έπειτα, όταν ο κ. Μαυριδερός μου έστειλε τα χριστιανικά ονόματα της οικογένειας του Νικολάου και εγώ τα συμπλήρωσα με τα χριστιανικά ονόματα των παιδιών του Γκίκα, οι συσχετισμοί που παρουσιάστηκαν ήταν αδιάσειστοι.

Ο κ. Μαυριδερός συμπέρανε ότι ο πατέρας του Γκίκα ήταν πράγματι ο πλούσιος Νικόλαος και μητέρα του Γκίκα ήταν η Ξανθή Νικολάκη. Η τελική του ετυμηγορία: «Θεωρώ πως με όλες τις παραπάνω πληροφορίες δεν υπάρχουν πια μυστήρια».

Δεν έχω επιχειρήσει παρόμοια γενεαλογική έρευνα στα άλλα μέλη του πληρώματος, επομένως δεν μπορώ να μιλήσω για την καταγωγή τους.

Έχοντας λύσει το ζήτημα της καταγωγής όσο καλύτερα μπορούσαμε, η εστίασή μου μετατοπίστηκε στην ίδια την πράξη της πειρατείας και στη σύλληψη: εννέα νεαροί Υδραίοι με το πειρατικό πλοίο «Ηρακλής» λήστεψαν το μαλτέζικο πλοίο Alceste, λίγο έξω από τις ακτές της Αφρικής, σε μια κάποια απόσταση από το λιμάνι καταγωγής τους, γεγονός που υποδηλώνει αρκετά μεγάλη εμπειρία στην ιστιοπλοΐα και στη ναυσιπλοΐα.

Και συνελήφθησαν μέρες αργότερα από το αγγλικό αντιπειρατικό πλοίο, Gannet.

Καθισμένη στη θέση 44Β του κλειστού αναγνωστηρίου στα Εθνικά Αρχεία του Ηνωμένου Βασιλείου στο Kew, περίμενα τα έγγραφα που είχα παραγγείλει από την Αυστραλία με κάποια ανησυχία. Άραγε, θα με άφηναν στ’ αλήθεια ν’ αγγίξω αυτά τα σχεδόν 200 ετών αρχεία;

Σε λίγο, έφτασε το τρόλεϊ, φορτωμένο με τα κούτσουρα του Gannet και όλα τα υπάρχοντα του πλοίου.

Η προσμονή μου κόπηκε καθώς γύριζα τις σελίδες του ημερολογίου του καπετάνιου προς την κρίσιμη ημερομηνία, την 31η Ιουλίου 1827. Έπειτα, φάνηκε, γραμμένο με μελάνι από το χέρι του καπετάνιου: το Gannet είχε αναχαιτίσει ένα πειρατικό πλοίο και είχε συλλάβει το ελληνικό πλήρωμά του- 43 άντρες αιχμαλωτίστηκαν!

Οι σκέψεις μου στροβιλίζονταν καθώς άφησα το κούτσουρο στην άκρη και άνοιξα το βιβλίο όπου έπρεπε να είναι καταγεγραμμένα τα ονόματα όλων των επιβαινόντων.

Εκεί, προς μεγάλη μου χαρά, βρήκα τα ονόματα των αιχμαλώτων από το «Ηρακλής» —συμπεριλαμβανομένου του Γκίκα και των φίλων του. Έλειπε μόνο το όνομα του Δαμιανού Νίνη, αλλά έχω κάποια θεωρία και γι’ αυτό — μια ιστορία για μια άλλη φορά ίσως.

Η αδιαμφισβήτητη πεποίθηση που είχα έως τότε, ότι το πλήρωμα του Ηρακλή ήταν εννέα ναύτες, γκρεμίστηκε. Η δυσπιστία προέκυψε πιθανώς επειδή το πλήρωμα του Alceste μπορούσε να αναγνωρίσει μόνο εννέα άτομα από τα 43.

Ήθελα να ουρλιάξω από ενθουσιασμό, αλλά συμβιβάστηκα να ψιθυρίσω τα νέα μου στον ερευνητή στο 44Α, ο οποίος μου έκανε ένα «κόλλα πέντε».

Αυτή η αποκάλυψη άλλαξε την αντίληψή μου για την επιχείρηση πειρατείας του «Ηρακλής».

Ο μεγάλος αριθμός του πληρώματος πρόσθεσε μια πιο σοβαρή διάσταση στην ιστορία, αλλά η ερασιτεχνική προσέγγισή τους έδειξε ότι ήταν πιο πιθανό να ήταν απλοί ναυτικοί παρά επαγγελματίες πειρατές ή εκπαιδευμένα παλικάρια.

Η έλλειψη εξειδίκευσής τους και οι επικρατούσες συνθήκες υποδήλωναν την απόγνωση που γεννήθηκε από τον πόλεμο—χαμένα πλοία, διαταραχές στο εμπόριο, ανεργία, ελλείψεις τροφίμων και την ανάγκη να τραφούν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους.

Αλλά αν ήταν έτσι, τι ακριβώς συνέβαινε με τον Γκίκα, που ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας; Όπως οποιοσδήποτε από το πλήρωμα, θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγηθεί από μυριάδες άλλα κίνητρα, όπως γενναιότητα, ιδεαλισμός, αφέλεια, πατριωτισμός, εξαναγκασμός, πίεση από ομοϊδεάτες, δίψα για περιπέτεια ή οικονομικό κέρδος.

Και θα μπορούσαν να ήταν οι διασυνδέσεις της πλούσιας οικογένειάς του που τελικά εξασφάλισαν τη χάρη που τους δόθηκε.

Αυτή η αναζήτηση όσες απαντήσεις έδωσε, άλλα τόσα ερωτήματα δημιούργησε, παρ’ ότι έριξε φως σε ένα άλλο παζλ: το μοναδικό πλοίο «Ηρακλής» που είχα ανακαλύψει στα αρχεία της Ύδρας φαινόταν πολύ μεγάλο για ένα πλήρωμα εννέα ατόμων.

Αλλά ο αριθμός 43 που αναφέρεται ότι ήταν οι συλληφθέντες, το έκανε να ακούγεται λογικό.

Και ανήκε εν μέρει στον ξάδερφο του Γκίκα, Δημήτρη, που προοριζόταν να είναι ένας από τους πρώτους πρωθυπουργούς του νεοσύστατου ελληνικού Κράτους.

Προχώρησα…

Δεν υπήρχε καμία αναφορά στην τρέχουσα βιβλιογραφία για τη φυλακή που τους είχαν οδηγήσει στη Μάλτα.

Με την ανακάλυψη του «Μπλε Βιβλίου» της Μάλτας εκείνης της χρονιάς, μπόρεσα να συμπεράνω, χρησιμοποιώντας τον αριθμό 43, και μια αναφορά στους «Έλληνες πειρατές», ότι κρατούνταν στη φυλακή Castellania, κάτω από τα Δικαστήρια, ένα πρώην παλάτι των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη.

Πριν φύγω από την Αυστραλία, είχα εξασφαλίσει την άδεια να το επισκεφτώ κι όταν ήμουν εκεί, με ξενάγησαν στα υπόγεια κελιά κάτω από το σημερινό Υπουργείο Υγείας και στην αίθουσα όπου διεξήχθη η δίκη. Η αρχιτεκτονική ήταν ανέπαφη.

Το πλοίο με τους κατάδικους, το «Norfolk», απέπλευσε από το Portsmouth. Πώς έφτασαν λοιπόν εκεί και πού κρατήθηκαν όσο περίμεναν την αναχώρηση;

Τότε, κατάλαβα τι συνέβη. Τα διαβόητα σκάφη του Portsmouth – παροπλισμένα πλοία που μετατράπηκαν σε πλωτές φυλακές – ήταν βόθροι μιζέριας και ασθενειών.

Φανταζόμουν τους Υδραίους να διαμένουν σε τόσο άσχημες συνθήκες… και αυτό μου φαινόταν υπερβολικά συγκλονιστικό.

Οδηγούμενη από αυτή τη σκέψη, έσκαψα βαθύτερα στα αρχεία του Kew. Όταν άνοιξα τη λίστα κρατουμένων του York— —το πιο γεμάτο και φρικιαστικό από τα κουφάρια πλοίων, που φιλοξενούσε 500 κρατούμενους— σ’ αυτή τη σελίδα υπήρχαν τα ονόματά τους.

Αυτό το μητρώο κρατουμένων περιείχε επίσης το όνομα του μεταφορικού πλοίου τους από τη Μάλτα: το «Onyx».

Τα κομμάτια του παζλ επιτέλους μπήκαν στη θέση τους.

Σχετικά με το θέμα της «άγνωστης μοίρας» του πειρατικού τους πλοίου, του «Ηρακλή», σχεδόν τα είχα παρατήσει, γιατί μάταια είχα χρησιμοποιήσει όλες τις πιθανές ορθογραφίες στην αναζήτηση — Herakles, Hirakles, Ercules, Irakles, Iraklis, Hercules — και δεν είχα βρει τίποτα.

Αλλά μια ημέρα, ενώ έψαχνα για κάτι εντελώς διαφορετικό, έπεσα πάνω σε μια επίσημη έκδοση του Λονδίνου του 1829, και σ’ αυτήν υπήρχε μια σημείωση ότι οι ατζέντες «John Atkins and Son», είχαν πουλήσει το «Erakles».

Τα έσοδα είχαν διανεμηθεί σε αναλογία και με βάση ό,τι συνέβαινε στην αρχαιότητα, στον ναύαρχο, στον πλοίαρχο Brace του Gannet, και στο πλήρωμά του.

Έτσι ο εξάδελφος του Γκίκα έχασε το πλοίο του -αναμφίβολα όχι και τόσο καλά νέα– και αυτό μπορεί να εξηγήσει την πιθανή αποκλήρωση και διαγραφή του Γκίκα από την ιστορία της οικογένειας.

Όσον αφορά την απασχόλησή του στη Νέα Νότια Ουαλία, η καταγραφή του ως κατάδικου κατά την άφιξή του στο Σίδνεϊ τον αναφέρει ως διορισμένο στον Γραμματέα της Αποικίας, Alexander Macleay.

Αυτό ώθησε τον Gilchrist να πει: «Είναι απίθανο (ο Γκίκας) να παρέμεινε στην υπηρεσία του Macleay μετά την αποφυλάκισή του υπό όρους το 1835».

Ο Gilchrist δήλωσε επίσης ότι μέχρι το 1836 ο Γκίκας βρισκόταν στην υπηρεσία των Ryries στο Arnprior βόρεια του Braidwood, όπου παντρεύτηκε σε μια «ανεπίσημη τελετή» με τη Mary Lyons, μια Ιρλανδή υπηρέτρια.

Νομίζω ότι είναι απίθανο ο Γκίκας να εργάστηκε ποτέ για τον Macleay.

Η αιτιολογία μου είναι αυτή: στη Βιβλιοθήκη της Πολιτείας της Νέας Νότιας Ουαλίας βρήκα ένα γράμμα από τον Stewart Ryrie, τον αναπληρωτή επίτροπο και ιδιοκτήτη του «Aron Prior», λίγες μόνο μέρες μετά την άφιξη του «Norfolk» στο Port Jackson το 1829. ζητώντας από τον Macleay να του αναθέσει εκ νέου τον Γκίκα.

Στην ίδια βιβλιοθήκη βρήκα και την «ανεπίσημη τελετή»: ο Ρωμαιοκαθολικός ιερέας πατέρας John Joseph Therry κατέγραψε στο ημερολόγιό του ότι πάντρεψε τον Γκίκα και τη Μαρία στο «Aron Prior», όχι το 1836 όπως νόμιζε ο Gilchrist, αλλά στις 17 Σεπτεμβρίου 1835.

Αυτή η ανακάλυψη, ένα μικρό κομμάτι του παζλ, υπογραμμίζει μια μεγαλύτερη αλήθεια. Μου υπενθύμισε ότι η αποκάλυψη της ιστορίας είναι μια ομαδική προσπάθεια – ότι η κατανόησή μας βασίζεται στη συνεισφορά αμέτρητων ατόμων.

Έτσι, η κριτές δεν έχουν αποφανθεί ακόμα για το αν είμαι παντρεμένη με τον απόγονο ενός πειρατή, ενός αγωνιστή της ελευθερίας ή ενός ανόητου αγοριού. Είναι μια δύσκολη απόφαση γιατί ο σύζυγός μου δείχνει σημάδια και των τριών…

Και η ιστορία, όπως του συζύγου μου, δεν κατηγοριοποιείται εύκολα με στερεοτυπικές ετικέτες.

Το μυθιστόρημα της Shelley Dark «Son of Hydra», ένα ιστορικό ρομάντζο περιπέτειας για τον Γκίκα Βούλγαρη, θα κυκλοφορήσει το 2025.

Παρακολουθήστε την πρόοδό της στον ιστότοπό της ή στο Instagram: @shelleydark