Η ζωή θα σου χαρίσει όσα τολμάς να ζητήσεις

«Δύο πράγματα χρειάζεται ο άνθρωπος. Υγιεινή ζωή και αγάπη. Αυτά τα δύο τον συμπληρώνουν και τον βοηθάνε να ζήσει περισσότερο»

Ανατολικά στη Μελβούρνη, στο σπίτι του εκατοντάχρονου ομογενή, Διονύση Γκέντη, μόλις κόπασε η δυνατή βροχή και ο ήλιος αστράφτει.

Τον βρίσκω στην αυλή να απλώνει τα ρούχα, ενώ η σύζυγός του, Ιωάννα, ετοιμάζει τον καφέ μας.

«Δύο πράγματα χρειάζεται ο άνθρωπος», ξεκινάει ο κ. Διονύσης, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τα «μυστικά» της μακρόχρονης και μέχρι σήμερα δραστήριας ζωής του.

«Υγιεινή ζωή -δηλαδή καλή διατροφή και γυμναστική- και αγάπη. Αυτά τα δύο συμπληρώνουν τον άνθρωπο και τον βοηθάνε να ζήσει περισσότερο».

Ο Διονύσης Γκέντης την ημέρα που γιόρτασε τα εκατό του χρόνια στο Όκλι, και η αγαπημένη σύζυγός του Ιωάννα, που ερωτεύτηκε πριν από εβδομήντα χρόνια. Φωτογραφίες: Supplied

Διαπιστώνει κανείς και κάτι ακόμα στον τρόπο που ο Κερκυραίος ομογενής οδήγησε τα γεγονότα της ζωής του.

Από τα ξέγνοιαστα παιδικά του χρόνια στην Κέρκυρα όπου γεννήθηκε πριν από έναν αιώνα, μέχρι τον πόλεμο και την απόφασή του να φύγει για την Αυστραλία, σε κάθε στροφή της ζωής του, διακρίνεται σταθερά η πίστη ότι όλα θα πάνε καλά.

Ενώ δεν διστάζει να ζητάει πάντα αυτό που θέλει ή αυτό που θεωρεί δίκαιο.

Η ζωή, όπως λένε, θα σου χαρίσει όλα όσα τολμάς να ζητήσεις. Όπως για παράδειγμα όταν έδωσε ένα σημείωμα στη Βασίλισσα Φρειδερίκη, ζητώντας τη βοήθειά της για να φύγει για την Αυστραλία, όταν δεν έβρισκε άλλο τρόπο.

Ή όταν έπεισε τον Ιταλό καπετάνιο του Castel Felice, μόλις έφτασαν στο Πορτ Μέλμπορν το 1958, να επιστρέψει πίσω μία κοπέλα, που δεν ήθελε με τίποτα να κατέβει να συναντήσει τον άντρα που της είχαν προξενέψει…

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.

Αγώνας δρόμου στην παιδόπολη Ζηρού

Ο Διονύσης Γκέντης γεννήθηκε μέσα στην πόλη της Κέρκυρας, στις 25 Ιανουαρίου 1924.

«Η μάνα μου και ο πατέρας μου, ο Κωνσταντίνος και η Αλεξάνδρα Γκέργκη κλέφτηκαν. Για ποιό λόγο δεν μας είπαν ποτέ. Ήταν και οι δύο από την Παλάσα της Χειμάρρας στη Βόρειο Ήπειρο. Το σκάσανε και παντρεύτηκαν στην Κέρκυρα».

Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που από Γκέργκη, ο πατέρας του τον έγραψε με το επώνυμο Γκέντη στο Ληξιαρχείο όταν γεννήθηκε.

«Τα παιδικά μου χρόνια ήταν υπέροχα. Σχολείο, παιχνίδι και αγάπη μέσα στην οικογένειά μου. Ήμουν πολύ γερός για την ηλικία μου. Και αν δεν ψήλωσα ήταν εξαιτίας της κατοχής, όταν δεν είχα να φάω. Λάτρευα από μικρός τη γυμναστική. Να παίζω, να πηδάω, να παίζω μπάλα. Έφτιαχνα ακόμα και ακόντια από ξύλο».

Ο πατέρας του πουλούσε εμφιαλωμένο νερό από το Καρδάκι, μια πηγή που υπήρχε έξω από την πόλη, ενώ η μητέρα του ήταν γκουβερνάντα και πολύ αγαπητή στην κοινωνία της Κέρκυρας.

Στη γειτονιά τους, το Καντούνι, όλοι ήταν γνωστοί και ο Γκέντης θυμάται τα ατέλειωτα καλοκαίρια όταν πήγαιναν όλα τα παιδιά μαζί για μπάνιο στη θάλασσα.

Το πρώτο βαθύ πλήγμα έφερε ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα του όταν ήταν μόνο 12 χρόνων. Δύο χρόνια αργότερα, ορφανός από πατέρα, και παρά το γεγονός ότι ονειρευόταν να γίνει γυμναστής, πήρε τον δρόμο για την Αθήνα για να μάθει κάποια τέχνη ώστε να στηρίξει τη μητέρα και την αδελφή του.

Φοίτησε στη Σιβιτανείδιο Σχολή και έμενε στο Ιωσηφόγλειο Οικοτροφείο στη Νέα Σμύρνη, όπου τελικά πέρασε όμορφα, κάνοντας φιλίες με τα μεγαλύτερα παιδιά και ανακαλύπτοντας το αγαπημένο του άθλημα, το μπάσκετ.

«Αυτός ο άνθρωπος ήταν από άλλο πλανήτη, γιατί όταν ήρθε, μας έμαθε γυμναστική, μουσική, μας διάβαζε εφημερίδα, μας έμαθε μπάσκετ», είπε ένα από τα παιδιά για τον Διονύση Γκέντη

«Έμαθα πολλά, γιατί είχα μανία να έχω πάντα μεγαλύτερο φίλο από τον εαυτό μου. Κάποιον που να ξέρει δηλαδή περισσότερα και προπάντων στον αθλητισμό».

Δεν ήταν όμως να διαρκέσει. Με το που ξεσπά ο πόλεμος, ο δεκαεξάχρονος πια Διονύσης επιστρέφει στην Κέρκυρα.

«Με το που μπήκαν οι Ιταλοί, κόπηκαν τα κουπόνια και τα βοηθήματα και έπρεπε να βρούμε τρόπο να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον. Αλλά τελικά οι Ιταλοί προσπάθησαν να βοηθήσουν τον κόσμο με συσσίτια, και ιδιαίτερα στα παιδιά, μάς έδιναν φαγητό όταν μας έκοβε η πείνα».

Την πείνα τη μεγάλη την αισθάνθηκαν μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, συνεχίζει ο Γκέντης.

Οι οικογένειες από την πόλη, έστελναν τα παιδιά τους στα χωριά για να βρουν μια πατάτα, ένα κρεμμύδι.

Με τους βομβαρδισμούς από τα αεροπλάνα, πολλοί Κερκυραίοι για να γλιτώσουν κατέφυγαν στα δύο φρούρια που είχε η πόλη.

«Ούτε μπάνιο ούτε τουαλέτες δεν υπήρχαν, ψείρα κακό!».

Tη δεκαετία του ’50, στο δρόμο για την Άρτα από την Παιδόπολη Ζηρού

Αλλά μέσα στην απελπισία στάθηκε τυχερός και από θαύμα γλίτωσε τον Χάρο.

Δίπλα τους, οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν φτιάξει έναν δικό τους χώρο με βρύσες για να πλένουν τις καραβάνες τους αλλά και να τρώνε όλοι μαζί.

«Εμείς πεινούσαμε. Είπα στη μάνα μου θα βγω έξω μήπως μας δώσουν κάτι να φάμε. Παρά τα παρακάλια της, πήγα σιγα-σιγά και βλέπω δώδεκα στρατιώτες σε μια γραμμή να πλένουν τις καραβάνες τους. Πάω στον πρώτο και του κάνω νόημα ότι πεινάω. Πιάνω την άκρη της καραβάνας του και του λέω άσε να σου το πλύνω για να μου δώσεις κάτι να φάω».

Η κλωτσιά που δέχθηκε ως απάντηση του έσωσε τελικά τη ζωή. Την ίδια ακριβώς ώρα που προσγειώθηκε με το κεφάλι στο σανό που υπήρχε πιο δίπλα, έπεσαν σφαίρες από πολεμικό αεροσκάφος, και σκοτώθηκαν μεμιάς και οι δώδεκα.

«Σηκώνομαι και ήμουν σαν φάντασμα. Από πάνω μέχρι κάτω μέσα στο θειάφι».

Είναι πολλά αυτά που τον έχουν χαράξει από εκείνα τα χρόνια. Εικόνες τραυματικές από τους Εβραίους που συγκέντρωσαν στην πλατεία και τους έβαλαν στα πλοία, μόνο για να τα βομβαρδίσουν. Ή όταν για να εκδικηθούν τους Ιταλούς, οι Γερμανοί έριξαν τους αξιωματικούς ζωντανούς μέσα σε σακιά ζάχαρης, στο λιμάνι, για να πεθάνουν έναν μαρτυρικό θάνατο.

Τελείωσε όμως ο πόλεμος, και σιγά-σιγά η ζωή αρχίζει να χαμογελά και πάλι στον νεαρό Κερκυραίο.

Γυρνώντας όλο το νησί με το ποδήλατο παραδίδοντας γράμματα και δέματα, αρχίζει ξανά να ονειρεύεται.

Γυρνώντας όλο το νησί με το ποδήλατο

Γράφεται στο γυμναστήριο και παράλληλα με τη δουλειά του, γυμνάζεται για το δίπλωμα και συγκεντρώνει παιδιά για να τα μάθει μπάσκετ.

«Κανένας τότε δεν ήξερε μπάσκετ οπότε άρχισα μόνος μου να μαζεύω παιδιά για να κάνουμε την πρώτη ομάδα μπάσκετ Κερκύρας. Παίζαμε με τους Άγγλους ναύτες που έφταναν με τα καράβια και μας καλούσαν σε αγώνα».

Ήταν επίσης αρχηγός της ομάδας υδατοσφαίρισης.

«Κερδίσαμε και τα έξι νησιά στα Επτάνησα και φτάσαμε σε τουρνουά στην Αθήνα για να παίξουμε με τον Παναθηναϊκό».

Αυτά όμως, όλα κόπηκαν με τον εμφύλιο πόλεμο που ξεσπά. Παιδιά ορφανά, ή πάμπτωχα, ή που οι γονείς τους φυλακίστηκαν, άρχισαν να τα φιλοξενούν στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης.

Με την εμπειρία που είχε ο Γκέντης ως πρόσκοπος προ πολέμου και ύστερα ως αθλητής, του ζητήθηκε μαζί με άλλους δύο Κερκυραίους, τον Ανδρέα Μαντζαβίνο και τον Χρήστο Γκερέκο, να βοηθήσουν στην διαπαιδαγώγηση αυτών των παιδιών στην Κέρκυρα.

Ο Γκέντης σε αγώνα μπάσκετ στην παιδόπολη Κέρκυρας Αχίλλειο

Και έτσι τα επόμενα δέκα χρόνια θα τα περάσει στις Παιδοπόλεις. Τα πρώτα δύο στο Αχίλλειο στην Κέρκυρα και ύστερα στην Παιδόπολη «Άγιος Αλέξανδρος» στο Ζηρό Φιλιππιάδας, όπου εκατοντάδες παιδιά μεγάλωσαν στις ομάδες του. Το περιγράφει ως ένα πανέμορφο τοπίο και μια παιδόπολη εξαιρετικά οργανωμένη, χτισμένη από Ελβετούς γύρω από τη λίμνη Ζηρό.

«Επειδή ήμουν και εγώ ορφανός από πατέρα και υπέφερα ένα χρονικό διάστημα -όχι μόνο από την πείνα και τον πόλεμο, αλλά και ψυχικά γιατί έχασα την στήριξη του πατέρα- τα πονούσα αυτά τα παιδιά».

Αυτά ήταν και τα πρώτα λόγια που ομολογούσε στα παιδιά που είχε στην φροντίδα του.

«’Δεν είμαι δάσκαλός σας, δεν είμαι κοινοτάρχης σας. Θα σας φερθώ σαν μεγάλος σας αδελφός, αλλά θέλω να ακούτε τι θα σας λέω μέσα από την καρδιά μου’ τους έλεγα. Τα έβλεπα αναστατωμένα και τους υποσχέθηκα ότι αν έχουν οποιοδήποτε πρόβλημα θα προσπαθήσω να τα βοηθήσω όπως μπορώ. ‘Θέλω όμως να με θεωρείτε αδερφό, όχι παιδονόμο να σας διατάζω».

Πολλά από εκείνα τα αγόρια τον θυμούνται μέχρι σήμερα. Όταν ο Βασίλης Σάνδρης ξεκίνησε μία ιστορική μελέτη για την Παιδόπολη Ζηρού, μίλησε με πάνω από 200 ανθρώπους που πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια εκεί, και έλεγε ότι όλοι τους είχαν κάτι καλό να πουν για τον κύριο Νιόνιο, όπως τον αποκαλούσαν.

Ένας είχε πει ότι «αυτός ο άνθρωπος ήταν από άλλο πλανήτη, γιατί όταν ήρθε, μας έμαθε γυμναστική, μουσική, μας διάβαζε εφημερίδα, μας έμαθε μπάσκετ». Ένα από αυτά τα παιδιά είναι σήμερα καρδιολόγος, ο Χρήστος Βενέτης, ο οποίος είχε πει ότι έγινε ιατρός χάρη στον Γκέντη.

Πολλά από τα παιδιά που δίδαξε στις παιδοπόλεις τον θυμούνται μέχρι σήμερα. Προσπάθησαν ακόμα να τον εμποδίσουν να φύγει, μπαίνοντας μπροστά από το λεωφορείο που πήρε για την Αθήνα απ’ όπου θα ταξίδευε στην Αυστραλία

Παθιασμένος όπως ήταν πάντα με τον αθλητισμό, ο Γκέντης μαγεύτηκε όταν είδε πρώτη φορά φωτογραφίες και φιλμ από τους Ολυμπιακούς αγώνες στην Αυστραλία που έφταναν στην παιδόπολη, και σύντομα γεννήθηκε μέσα του ένα νέο όνειρο. Να φύγει για την Αυστραλία. Να δει από κοντά τις τρομερές αθλητικές εγκαταστάσεις που θαύμαζε στα φιλμ.

«Αισθάνθηκα ότι έδωσα όλα όσα είχα να δώσω στα παιδιά». Αλλά ομολογεί επίσης ότι για να ξεκινήσει μια σχέση με την Ιωάννα που είχε γνωρίσει και ερωτευθεί μέσα στην παιδόπολη, ήταν πιο σωστό να φύγει πρώτα από εκεί.

«Είδα ότι η Αυστραλία είχε αθλητισμό και χωρίς να σκεφτώ ότι δεν ήξερα αγγλικά και ότι δεν ξέρω κανέναν εκεί, είπα θα πάω να δω και αν δεν μου αρέσει θα γυρίσω. Κάνω αίτηση αλλά απορρίπτεται γιατί δεν είχα πρόσκληση. Και επίσης η Αυστραλία ζητούσε εργάτες κι εγώ δεν είχα τις προϋποθέσεις».

Μια μέρα που η βασίλισσα Φρειδερίκη ήρθε επίσκεψη στην παιδόπολη, ο Γκέντης την υποδέχθηκε και της έδωσε ένα σημείωμα, ζητώντας να επέμβει για να μπορέσει να ταξιδέψει.

Ο Γκέντης υποδέχεται την Βασίλισσα Φρειδερίκη. Σε μία από τις επισκέψεις της στην Παιδόπολη Ζηρού, θα της δώσει ένα σημείωμα ζητώντας τη βοήθειά της για να φύγει για την Αυστραλία

Κι έτσι, μέσα σε 6 μήνες ήρθαν τα χαρτιά.

«Όταν ανακοίνωσα στα παιδιά ότι θα φύγω στεναχωρήθηκαν πολύ».

Την άλλη μέρα το πρωί, όπως πέρναγε το λεωφορείο του για Αθήνα, μέσα από την Φιλιππιάδα, βλέπει ότι όλη η παιδόπολη είχε κατέβει και τα παιδιά έκλεισαν τον δρόμο μπροστά τους.

«Κατέβηκα από το λεωφορείο και τους χαιρέτησα έναν-έναν. Τα παιδιά με αγκάλιαζαν και μου έλεγαν «κύριε Νιόνιο δεν θα σας αφήσουμε να φύγετε!».

Πολλά από αυτά τα παιδιά τα συνάντησε ξανά το 1995 σε έναν re-union που είχαν οργανώσει.

Στο πλοίο για την Αυστραλία, το ιταλικό Castel Felice, ήταν όλο νύφες.

«Ήμασταν μόνο 3-4 άνδρες όλοι και όλοι. Μία από τις κοπέλες θυμάμαι να μου δείχνει την φωτογραφία ενός νεαρού άντρα που της είχαν προξενέψει. Φτάσαμε στη Μελβούρνη. Όπως πήγα να κατεβώ, την είδα να κοιτάζει την προβλήτα και να κλαίει. Έβλεπε ότι ο άντρας που την περίμενε δεν ήταν νέος όπως στην φωτογραφία, αλλά ηλικιωμένος και δεν ήθελε να κατέβει, αλλά ούτε ήξερε τί να κάνει.

Βρίσκω τον καπετάνιο και του λέω στα ιταλικά αυτό που συνέβη στην κοπέλα.

Συμφώνησε να τη γυρίσει πίσω με την προϋπόθεση να δουλέψει λίγο στο καράβι για να μπορέσει να δικαιολογήσει την επιστροφή της. Και πράγματι, η κοπέλα γύρισε πίσω με το καράβι και δεν την ξαναείδα. Κατεβαίνω στη Μελβούρνη. Ήταν κοντά Χριστούγεννα του 1958».

Κι έτσι ξεκινά το επόμενο κεφάλαιο για τον Διονύση Γκέντη. Χωρίς να ξέρει κανένα, και με δυο λέξεις μόνο αγγλικών, η τύχη θα τον φέρει στο Όκλι, να νοικιάζει ένα δωμάτιο στο σπίτι μιας οικογένειας Ελλήνων. Θα βρει μια δουλειά στην General Motors όπου γρήγορα θα προκόψει με σκληρή δουλειά και χάρη στην εφευρετικότητά του.

Στο μυαλό του όμως είχε πάντα την Ιωάννα που είχε αφήσει στην Ελλάδα. Όταν έφτασε ο καιρός και αποφάσισε ότι του άρεσε η Αυστραλία και θα έμενε, έστειλε στην αδερφή του μήνυμα να μάθει αν Ιωάννα ήταν ακόμα ελεύθερη.

Εκδρομή με την Ιωάννα, την οποία ερωτεύτηκε όταν επισκέφθηκε την παιδόπολη για να δει τον αδελφό της όταν ήταν άρρωστος

Εκείνη δεν τον ξέχασε ποτέ.

«Ήξερα ότι δεν θα παντρευόμουν καθόλου, αν δεν ήταν στον Διονύση», λέει η Ιωάννα. «Το μόνο λάθος που έκανε πριν να φύγει, ήταν που δεν ήρθε να με δει. Αν μου έλεγε ότι θα πήγαινε Αυστραλία δεν θα τον σταμάταγα. Στην Ελλάδα θα είχαμε καλές δουλειές. Δεν θα χρειαζόταν να ξενιτευτούμε. Αλλά δεν το μετάνιωσα».

Μπορεί ο Γκέντης να μην βρήκε στην Αυστραλία όλα αυτά που ονειρευόταν όταν ξεκίνησε το ταξίδι. Να ασχοληθεί δηλαδή με τον αθλητισμό και να ζήσει από κοντά όλα τα αθλητικά δρώμενα που θαύμαζε στις προβολές στην παιδόπολη. Ωστόσο δεν μετάνιωσε ποτέ για τη νέα ζωή που διάλεξε και αισθάνεται πολύ τυχερός που η Ιωάννα ήταν ακόμα ελεύθερη και τον ακολούθησε.

«Τώρα, από τη θέση που είμαι και κοιτάζω πίσω, αν έμενα στην Ελλάδα, δεν νομίζω να έφτανα εκατό χρονών. Το λέω με όλη μου την καρδιά. Με όλα αυτά που βλέπω να συμβαίνουν εκεί… το πώς τσακώνονται μεταξύ τους».

Εκτός από τη ιατρική περίθαλψη που έχουμε, συνεχίζει, εδώ ζήσαμε μια ζωή ήρεμη, με τις δουλειές μας, τους φίλους μας.

Τα εγγόνια και ο γιος του ταξίδεψαν από την άλλη άκρη του Κόσμου για να γιορτάσουν έναν αιώνα ζωής

«Στην Ελλάδα είτε το θέλεις είτε δεν το θέλεις είσαι πάντα μέσα σε κόσμο, μπερδεμένος. Εδώ είναι πιο ήρεμα. Ύστερα ο κύκλος που κάναμε… γνωρίσαμε οικογένειες που ήταν σαν εμάς και τα παιδιά μας μεγάλωσαν σε αυτό το οικογενειακό περιβάλλον. Με φίλους και ουσιαστικές σχέσεις».

Κάθε Σάββατο συναντούσαν τους φίλους τους σε σπίτια και χορεύανε. Μια φορά τον μήνα είχανε πάρτι στο σπίτι τους. Τις Κυριακές πηγαίνανε βόλτα στα βουνά για περπάτημα, και τα απογεύματα του καλοκαιριού, στη θάλασσα μετά την δουλειά.

«Όλα έρχονταν σε μένα ρόδινα».

*Μπορείτε να διαβάσετε την ιστορία της συζύγου του κ. Γκέντη, κας Ιωάννας, την οποία μοιράστηκε η ίδια με τον «Νέο Κόσμο» ακολουθώντας τον παρακάτω σύνδεσμο: https://neoskosmos.com/el/2023/05/31/news/community/to-drama-tou-emfyliou-mesa-apo-ta-matia-tis-10chronis-tote-ioannas-apo-ta-topoliana/