Αύριο Σάββατο 27 Απριλίου, η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη του Αγίου Λαζάρου.

Η παράδοση την συνδέει με πολλά έθιμα που διαφέρουν από τόπο σε τόπο.

Ας δούμε στα γρήγορα το θρησκευτικό κομμάτι.

Όταν ο Λάζαρος σε ηλικία 30 ετών αρρώστησε και πέθανε, ο Χριστός μετά από τέσσερις μέρες τον ανέστησε.

Οι Απόστολοι θέλοντας να τον προστατεύσουν από το μένος των Φαρισαίων, τον έστειλαν στην Κύπρο, όπου με αυτοκρατορικό Διάταγμα μπορούσε ελεύθερα να μιλά για τον Χριστό και τα θαύματά του.

Κατά την πρώτη Αποστολική περιοδεία των Παύλου και Βαρνάβα στη μεγαλόνησο, το 45 μ.Χ. τον χειροτόνισαν ως τον πρώτον επίσκοπο Κιτίου. Σύμφωνα με την παράδοση, το ωμοφόριό του το έραψε και τού το χάρισε η Παναγία. Γι’ αυτό όλοι οι επισκοπικοί θρόνοι στις εκκλησίες της Λάρνακας, έχουν την εικόνα του Αγίου Λαζάρου, αντί αυτή του Χριστού, όπως είναι η συνήθεια στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Στην Κύπρο έμεινε άλλα 30 χρόνια, όπου υπηρέτησε με αγάπη και αφοσίωση το ποίμνιό του. Λειτούργημα δύσκολο, γιατί αυτοί που βαπτίζονταν ήταν σε μεγάλη ηλικία και τούς ήταν δύσκολο να απαρνηθούν τις ειδωλολατρικές τους συνήθειες. Από την άλλη, οι Εβραίοι πολεμούσαν με μανία τον Χριστιανισμό, με αποτέλεσμα οι Χριστιανοί των πρώτων αιώνων μαζί με χιλιάδες κληρικούς, να μαρτυρήσουν.

Εκοιμήθη γύρω στο 63 μ.Χ. Εκ των πραγμάτων λοιπόν υπάρχουν δύο τάφοι. Ένας στη Βηθανία και ένας στο Κίτιον.

Επί αυτοκρατορίας Λέοντος Σοφού, μεταξύ 886 και 912 μ.Χ., κτίστηκε ναός στην Κωνσταντινούπολη, και δόθηκε η εντολή της μεταφοράς των λειψάνων του από την Κύπρο στην Πόλη. Πράγματι, τα λείψανα, παρόντος του βασιλέως, παραλήφθηκαν με τιμές και βρίσκονται σε ασημένια λάρνακα στα δεξιά του ναού μπροστά στο ιερό Βήμα. Ωστόσο, οι Κύπριοι, δεν είχαν δώσει όλα τα λείψανα. Έκρυψαν μέρος αυτών κάτω από την Αγία Τράπεζα. Εντοπίστηκαν μόλις το 1972 από υπεύθυνο των Αρχαιοτήτων στα έργα αναπαλαίωσης του ναού.

Η Εκκλησία μας γιορτάζει την Ανακομιδή των λειψάνων στις 17 Οκτωβρίου.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ – ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Η Κύπρος και ο Άγιος Λάζαρος είναι στενά συνδεδεμένοι με την παράδοση και τα έθιμά της.

Κατά τη διάρκεια των τριάντα χρόνων που έζησε μετά από την ανάστασή του, δεν χαμογέλασε ποτέ εκτός από μια περίπτωση, όταν είδε κάποιον να κλέβει μια πήλινη στάμνα, όπου είπε, χαμογελώντας, «ο πηλός κλέβει τον πηλό».

Παλαιότερα οι αλυκές (δηλαδή, οι αλμυρές λίμνες) που βρίσκονται στα περίχωρα της Λάρνακας, ήταν ένας απέραντος αμπελώνας. Μια μέρα ο Άγιος έτυχε να περάσει από εκεί, και όντας διψασμένος, ζήτησε από τον ιδιοκτήτη μερικά τσαμπιά σταφύλια για να αποσβέσει τη δίψα του. Ο ιδιοκτήτης όμως αρνήθηκε να του προσφέρει. Όταν ο Άγιος του έδειξε ένα καλάθι που φαινόταν να ήταν γεμάτο σταφύλια, αυτός απάντησε ότι περιείχε αλάτι. Τότε ο Άγιος, για να τιμωρήσει τη διαφθορά και την υποκρισία τέτοιων ανθρώπων, μετέτρεψε ως εκ θαύματος τον απέραντο αμπελώνα, σε αλμυρή λίμνη.

Σαν σήμερα, μετά τη θεία λειτουργία, ο ιερέας του χωριού, μαζί με παιδιά πήγαιναν στα σπίτια του χωριού και έψαλλαν τον «Λάραζον». Στο τέλος ο ιερέας έψαλλε το τροπάριο: «Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους…» και η οικοδέσποινα τους φίλευε με αυγά ή αναρή (παραλλαγή της μυζήθρας), ή τυρί.

Σε χωριά όπου υπάρχουν φοινικόδεντρα, έκοβαν κλαδιά, τα έπλεκαν σε βάϊα και τα κοσμούσαν με λουλούδια που τα κρατούσαν κατά τη λειτουργία και κατά τη περιφορά τους στο χωριό.

Στις πόλεις, άνδρες στόλιζαν το σώμα τους με ανθισμένα σιμιλλούδκια (σιμίλλια) και με λουλούδια που είναι γνωστά στην Κύπρο ως «λάζαροι» με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη φαίνεται γυμνό κανένα μέρος του σώματός τους.

Όταν η πομπή των ανδρών έφθανε έξω από σπίτι, ένας από αυτούς ξάπλωνε κατά γης με σταυρωμένα τα πόδια και τα χέρια, υποκρινόμενος τον νεκρό Λάζαρο.

Οι άλλοι άνδρες της ομάδας έψαλλαν το τραγούδι του Λάζαρου και όταν έφθαναν στο «Λάζαρε δεύρο έξελθε», αμέσως ο υποκρινόμενος τον Λάζαρον σηκώνονταν πάνω.

Όταν τελείωνε το τραγούδι, οι οικοδέσποινες τους έδιναν αυγά ή μερικά κέρματα. Την ομάδα συνόδευαν και παιδιά. Στις πόλεις η αναπαράσταση της ανάστασης του Λαζάρου γινόταν με τον ίδιο τρόπο και μέσα στις εκκλησίες.

Όλα αυτά είναι παλιά έθιμα και ενδεχομένως άγνωστα στους περισσότερους από μας.

Ωστόσο, θυμάμαι την μακαριστή μητέρα μου Μαρία, γεννηθείσα το 1912, που τραγουδούσε το παραδοσιακό, «Έαρ ημίν επέφανεν, τοις πάσι το μηνύον την Λαζάρου έγερσιν, ξένον, φρικτόν σημείον. Ακούσατε την έγερσιν του τεταρταίου φίλου και την χαρά ην έλαβον αι αδελφαί εκείνου…»