Ο αναγνώστης του «Νέου Κόσμου», κ. Γιώργος Πασσάκος, με καταγωγή από την Ελαφόνησο Λακωνίας, που ζει στο Albert Park της Μελβούρνης, ήταν ναυτικός κι έζησε μοναδικές εμπειρίες επί μια δεκαπενταετία στα πλοία «Πατρίς» και «Ελληνίς» που μετέφεραν μετανάστες από την πατρίδα.
Παρακινούμενος από το κάλεσμα της εφημερίδας μας, μας έστειλε μια επιστολή συνοδευόμενη από ένα άρθρο του που είχε δημοσιεύσει παλαιότερα στην τοπική εφημερίδα της ιδιαίτερης πατρίδας του, «Ελαφόνησος», στο οποίο περιγράφει το Πάσχα του 1971, μέσα στο υπερωκεάνειο «Πατρίς».
Γράφει ο κ. Πασσάκος:
«Καθώς τα χρόνια αρχίζουν να περνούν, ο άνθρωπος κάθεται και σκαλίζει περισσότερο το παρελθόν. Είτε κοιτάζοντας το φωτογραφικό του υλικό, είτε ξεσκονίζει το χρονοντούλαπο της μνήμης. Και περισσότερο απασχολεί το μυαλό, σαν έρχονται μεγάλες μέρες. Τώρα που πλησιάζει το Πάσχα, δεν ξέρω το γιατί – η μνήμη με έφερε πολύ πίσω, στην εποχή που κοντοβράκης πήγαινα στο Δημοτικό. Θυμήθηκα σε κάποιο αναγνωστικό βιβλίο που έγραφε κάποιο διήγημα θαλασσινό. «Πάσχα στο Πέλαγος». Ήτανε δυο τρεις σελίδες. Επόμενο ήταν, μετά από αυτό που ξέθαψε η μνήμη, να θυμηθώ και εγώ τα δικά μου ναυτικά χρόνια – που δεν ήταν και λίγα – αυτές τις μέρες του Πάσχα. Θυμήθηκα ότι υπάρχει κάποια φωτογραφία στο αρχείο μου, και αφού έψαξα και τη βρήκα, γράφω στο πίσω μέρος: ‘Ινδικός ωκεανός. Υ/Κ ΠΑΤΡΙΣ. Μ. Παρασκευή 16-4-1971’.

Είχαμε ξεκινήσει από Τζιμπουτί. Είναι ένα μικρό νησί στον Ινδικό, που το χρησιμοποιούσαμε σαν αερογέφυρα. Ερχόντουσαν οι επιβάτες από Ελλάδα αεροπορικώς μέχρι εκεί, και μετά τους παίρναμε με το ΠΑΤΡΙΣ, και πηγαίναμε για Αυστραλία. Το ίδιο γινόταν και αντιστρόφως. Αυτό γινόταν επειδή είχε κλείσει το Σουέζ, και είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε το γύρο από Γιβραλτάρ και χρειαζόταν 18 ημέρες περισσότερο ταξίδι.
Εκείνο το ταξίδι είχαμε επιβάτη κάποιον ιερέα από τη Χίο. Πήγαινε στην Αυστραλία να δει τα παιδιά του. Κάθε βράδυ στο σαλόνι τη Μ. Εβδομάδα είχαμε λειτουργία. Τη Μ. Παρασκευή στολίστηκε ο Επιτάφιος. Ψάλτες υπήρχαν. Οι επιβάτες σιγά-σιγά είχαν βρει τις γνωριμίες τους, και είχε φύγει ο φόβος του αγνώστου. Το Μ. Σάββατο μετά το νηστίσιμο δείπνο, – για τους ξένους επιβάτες υπήρχε κανονικά το μενού, αφού είχαν χωριστή τραπεζαρία – στρώθηκαν τα τραπέζια με τα κόκκινα τραπεζομάντηλα και τα αυγά, για τη μαγειρίτσα. Φτάνοντας 12 μεσάνυχτα, αντήχησε η φωνή του γερο ιερέα: «Δεύτε λάβετε φως, εκ του ανέσπερου φωτός», και μετά από λίγο το «Χριστός Ανέστη». Για μας άναψαν όλες οι γιρλάντες του καραβιού, και η σειρήνα έσκισε την ησυχία της νύχτας. Από τα μεγάφωνα ακούστηκε η φωνή του αξιωματικού βάρδιας το Χριστός Ανέστη. Ο πλοίαρχος και οι αξιωματικοί ήταν στη λειτουργία. Εκείνες τις ώρες, είμαι σίγουρος πως η σκέψη πληρώματός και επιβατών, θάταν στους δικούς τους, στην εκκλησία του χωριού τους, με όλους τους χωριανούς εκεί.

Αφού τελείωσε η λειτουργία, όλοι κατέβηκαν στις τραπεζαρίες για τη μαγειρίτσα και το τσούγκρισμα των αυγών. ‘Εσβησαν και οι γιρλάντες, και το καράβι σκοτεινό τώρα, αλλά με 2000 ανθρώπους στα σπλάχνα του συνέχιζε την πορεία του. Την άλλη μέρα Κυριακή του Πάσχα, οι μάγειροι είχαν κόψει στη μέση μεγάλα βαρέλια, και στις σούβλες ήταν περασμένα τ’ αρνιά. Φαγοπότι και γλέντι στο κατάστρωμα μέχρι αργά. Οι λίγοι ξένοι επιβάτες που υπήρχαν, κοιτούσαν εκστατικά μπρος σ’ αυτά που έβλεπαν.
Γράφοντας αυτά, κάνω τη σκέψη. Από τους χωριανούς που θα διαβάσουν αυτές τις γραμμές, πολλοί θα θυμηθούν που και αυτοί είχαν βρεθεί σ’ αυτή τη θέση στα χρόνια που ταξίδευαν.
Μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκε η φωνή του αξιωματικού της βάρδιας που έλεγε στον τιμονιέρη: «Γραμμή». Και αφού επανέλαβε και ο τιμονιέρης αυτό που άκουσε, το καράβι ολοσκότεινο μέσα στη νύχτα έσκιζε τα νερά αναζητώντας το λιμάνι του. Και κάνω μια σκέψη. Εμείς της Διασποράς άραγε θα βρούμε το δικό μας λιμάνι να φουντάρουμε, ή θα συνεχίσουμε να ταξιδεύουμε ψάχνοντας να φτάσουμε και να βρούμε το δικό μας γνώριμο λιμάνι; Καλό Πάσχα!»

