Κάθε που έρχεται Μεγάλη Παρασκευή οι θύμησες ζωντανεύουν…όσα κι αν πέρασαν χρόνια δεν ξεθώριασαν, έμειναν ανέπαφες, ο καταλύτης χρόνος δεν μπόρεσε να τις καταλύσει.
Γίνομαι το άδολο παιδί…και ζω τα θαυμάσια αθώα χρόνια της ανεπανάληπτης εκείνης εποχής!
Τάμα το είχε η γιαγιά μου η Μικρασιάτισσα – όλοι το ήξεραν στο χωριό και το σέβονταν – τάμα στον Εσταυρωμένο, για την μικρή της κόρη, που από μικρό κοριτσάκι έπασχε από την καρδιά της. Η γιαγιά η Ειρήνη κάθε Μεγάλη Πέμπτη βράδυ με το ολόφρεσκο ευωδιαστό στεφάνι κρατώντας το με ευλάβεια, περίμενε πρώτη, έξω από την αριστερή πόρτα του Ιερού, να το εναποθέσει ευλαβικά στον Εσταυρωμένο.
Είχα συμβάλλει κι εγώ, σε όλη αυτή την κατανυκτική ατμόσφαιρα, το μάζεμα των λουλουδιών, το ανέθετε η γιαγιά σε μένα, μου έδινε ένα πανέρι και μου έλεγε σε ποια σπίτια να πάω –όλες ήταν φίλες της γιαγιάς από την χαμένη πατρίδα την Φώκαια της Μικράς Ασίας– να ζητήσω άνθη για το στεφάνι του Εσταυρωμένου. Ήταν μεγάλη χαρά και ένιωθε όντως την ιερότητα των ημερών η παιδική ψυχή μου.
Μα και την άλλη ημέρα, την Μεγάλη Παρασκευή, όλα τα άνθη που είχε στον κήπο της και όσα είχαν περισσέψει από το στεφάνι προσφορά στον γλυκύτατο Ιησού. Στον στολισμό του Επιταφίου πάντοτε παρούσα η γιαγιά και εγώ κατά πόδι, στο πλευρό της…
Μέσα σε αυτό το κατανυκτικό περιβάλλον του σεβασμού και της βαθύτατης ευσέβειας γαλουχήθηκα στα νάματα χρηστών ηθών και θεμελίων του πατρικού μου. Κι όμως ότι μας γράφει η μοίρα μας ποτέ δεν το γνωρίζουμε… αντίο όνειρα και προσδοκίες…
Τα όνειρα μας αλλάζουν ρότα ξαφνικά και βρισκόμαστε…σε ξένους ουρανούς.
Νοέμβριος 1960 παιδί ακόμα στο πλευρό των γονέων μου, βρέθηκα στην ξένη γη, κύριο μέλημα των γονέων μου ήταν η διατήρηση των χρηστών ιδανικών της γενιάς μας. Την απάντηση την έδωσε ο πολυαγαπημένος μοναδικός μου αδελφός – που για δική του χάρη οι γονείς μου έγιναν μετανάστες και ξενητεύτηκαν – μας περίμενε με λαχτάρα να έρθουμε κοντά του να έχει τους γονείς και την μικρή αδελφούλα μαζί του.
«Η ελληνική εκκλησία είναι πολύ κοντά εκεί που μένουμε, είναι αφιερωμένη στον Απόστολο Ανδρέα», μας είπε, «είναι τόσο κοντά μας που πηγαίνουμε περπατώντας στην εκκλησία».
Και έφθασε η Μεγάλη Παρασκευή του πρώτου Πάσχα του 1961 στην αλλότρια χώρα… Από το πρωί οι γυναίκες της ενορίας μας άρχισαν τον στολισμό του Επιταφίου, τα άνθη όμως ήταν λιγοστά, δεν θα έφταναν, μια παρέα νεαρών κοριτσιών παιδιά ακόμα με κοντά καλτσάκια 14–15 χρόνων –ανάμεσα τους κι εγώ– προσφερθήκαμε να πάρουμε γύρω τις γειτονιές να βρούμε άνθη!
Κρατώντας το πανέρι, πήραμε βόλτα μέσα στους άφτιαχτους χωμάτινους δρόμους της νεοκατοικημένης περιοχής –τα χρόνια εκείνα επιτρεπόταν το χτίσιμο των σπιτιών σε άφτιαχτους ακόμη δρόμους– όπου βλέπαμε ανθισμένη αυλή στεκόμασταν και θαρρετά χτυπούσαμε την πόρτα με την ελπίδα… Δεν είχε σημασία αν ήταν Έλληνες, ή άλλη φυλή, εμείς θεωρούσαμε ιερό σκοπό το αίτημα μας!
Και ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά σε μια ανθισμένη αυλή, γεμάτη πανέμορφα χρωματιστά χρυσάνθεμα, σταματήσαμε και τα καμαρώναμε με προσδοκίες…ώσπου η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και φάνηκε ένας άνδρας.
Εμείς με μισοσπασμένα αγγλικά καταφέραμε να του δώσαμε να καταλάβει ότι θέλαμε λουλούδια για την εκκλησία.
Φιλότιμος και ευγενικός έτρεξε μέσα στην αποθήκη και γύρισε με ένα ψαλίδι του κήπου και άρχισε την μεγάλη -αναίμακτη- θυσία έκοβε χρυσάνθεμα και γέμιζε το πανέρι μας και ξαφνικά… ακούστηκαν αγριοφωνάρες από το παράθυρο της κουζίνας, ήταν η γυναίκα του, η οποία μη ξέροντας τι γίνονταν… βλέποντας τον σύζυγό της να θυσιάζει τα λουλούδια της, προς χάριν των κοριτσιών…εκνευρίστηκε φοβερά… και άρχισε να μαλώνει τον σύζυγό της στην μαλτέζικη γλώσσα τους.
Τελικά, εκείνος σταμάτησε να κόβει και γυρνώντας στην γυναίκα του, κοίταξε στον ουρανό και φώναξε στα αγγλικά να ακουστεί:
«There is only one God».
Η γυναίκα του κατάλαβε τον σκοπό αυτής της λεηλασίας και αλλάζοντας τόνο στην φωνή της με γλυκό ύφος ήρθε κοντά μας κόβοντας ό,τι είχε απομείνει. Σε λίγο, γεμάτες χαρά, με το πανέρι γεμάτο ζηλευτά άνθη προσφορά των Καθολικών συνανθρώπων μας στολίστηκε ο Επιτάφιος!
…Πέρασαν χρόνια και καιροί από τότε, οι γειτονιές της περιοχής έχουν αλλάξει όψη, σύγχρονα κτίρια, μοντέρνα πάρκα, όμορφοι δρόμοι κοσμούν και καλλωπίζουν την περιοχή.
Όμως το σπίτι εκείνο, ακόμη στέκει ίδιο όπως τότε την Μεγάλη Παρασκευή του 1961.
Και όποτε τύχει και περάσω από εκεί, ζωντανεύουν οι αναμνήσεις, ξαναζώντας την άδολη αθώα εκείνη εποχή των εφηβικών μου χρόνων, αλλά και την αδελφοσύνη που ενώνει τις ψυχές και τις καρδιές των ανθρώπων.