Μία από τις μελανότερες και φρικιαστικότερες στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας είναι όσα διαδραματίστηκαν στη μεσσηνιακή κωμόπολη του Μελιγαλά τον Σεπτέμβριο του 1944. Μελετήσαμε πολλές και διαφορετικές πηγές για να γράψουμε το σημερινό άρθρο. Η κάθε πλευρά δίνει τις δικές της ερμηνείες και εξηγήσεις και διαφορετικούς αριθμούς θυμάτων. Θα προσπαθήσουμε να παραθέσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες απόψεις και από τις δύο πλευρές και πιστεύουμε ότι και αρκετοί αναγνώστες θα αναφέρουν και στοιχεία που γνωρίζουν οι ίδιοι.
Να ξεκαθαρίσουμε ότι το άρθρο αυτό είναι καθαρά ιστορικό, αναφέρεται σε ολέθριες, φονικές συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων πριν από 80 χρόνια, τις οποίες πλήρωσε πολύ ακριβά η χώρα. Για μας έχει μεγάλο ενδιαφέρον η παράθεση γεγονότων από το παρελθόν, όσο κι αν μας στεναχωρούν. Από τα λάθη του παρελθόντος πρέπει να διδασκόμαστε και βέβαια να μην τα επαναλαμβάνουμε.
Με τον Νόμο 260/1943 που εκδόθηκε στις 18 Ιουνίου 1943 ιδρύθηκαν από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη τα «Τάγματα Ασφαλείας» ή «Ράλληδες», με αντικομμουνιστική στόχευση. Η δράση τους εντάθηκε μετά τον Σεπτέμβριο του 1943 και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας.

Μία από τις περιοχές στις οποίες τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν μεγάλη αριθμητική δύναμη ήταν η Πελοπόννησος.
Η ηγεσία του ΚΚΕ, βλέποντας τον κίνδυνο για το «λαϊκό κίνημα», αποφάσισε να λάβει δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Ο Σιάντος, ως μόνο κατάλληλο για την επικράτηση του ΕΛΑΣ στον Μοριά, έκρινε τον Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος στις 4 Μαΐου 1944, συνοδευόμενος από πολυμελή σωματοφυλακή 60 ανδρών πέρασε από τη Στερεά Ελλάδα στην Πελοπόννησο. Τρεις μέρες αργότερα έφτασε στο «Στρατηγείο» της III «Μεραρχίας» στο όρος Χελμός (Αροάνια).
Στη σύσκεψη που ακολούθησε έλαβαν μέρος ο Καπετάνιος της «Μεραρχίας» «Παπούας» (Νίκος Διένης), ο Στρατιωτικός Διοικητής «Αλέξανδρος» (Δημήτριος Κασσάνδρας) και άλλοι αξιωματούχοι του ΕΛΑΣ. Ο Βελουχιώτης παρουσιάστηκε στη σύσκεψη ως υπέρτατος αρχηγός των πάντων, εξέφρασε την ανησυχία της ηγεσίας του ΚΚΕ για την πορεία του κινήματος στον Μοριά και τόνισε την ανάγκη να ληφθούν επιθετικές πρωτοβουλίες εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας. Παράλληλα, καθαίρεσε όλη την ηγεσία της «Μεραρχίας».
Η εκκένωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς ξεκίνησε από τα νησιά την 1η Σεπτεμβρίου 1944. Στην Πελοπόννησο, οι αποχωρούντες Ναζί συγκεντρώθηκαν σε προγεφύρωμα γύρω από την Κόρινθο, το οποίο διατηρήθηκε ως τις 3 Οκτωβρίου, ενώ μικρή δύναμη παρέμεινε στην Πάτρα έως τις 4 Οκτωβρίου 1944.
Στις 20 Μαΐου 1944 υπογράφηκε το «Εθνικό Συμβόλαιο» του Λιβάνου. Παρά τα όσα είχαν συμφωνηθεί, το ΕΑΜ δεν έστειλε στο Κάιρο αντιπροσώπους του για να αναλάβουν τα Υπουργεία που τους είχαν παραχωρηθεί. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου θορυβήθηκε και θεώρησε ότι το ΕΑΜ υπαναχώρησε. Με τη σύμφωνη γνώμη των Υπουργών του ζήτησε από τον Τσόρτσιλ να σταλούν συμμαχικές δυνάμεις στην Ελλάδα, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία μεταξύ του ΕΛΑΣ και των άλλων αντάρτικων οργανώσεων, αλλά και των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός δεν έδωσε σαφή απάντηση, αλλά σε συνεννόηση με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρούσβελτ, διέταξε τον αρχηγό των Συμμαχικών Δυνάμεων Μέσης Ανατολής, Στρατηγό Ουίλσον, να ετοιμάσει δύναμη 10.000 ανδρών η οποία θα αποβιβαζόταν στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Το σχέδιο «Μάνα» που καταρτίστηκε από τον Ουίλσον δεν εφαρμόστηκε τελικά, καθώς μόνο μια μικρή συμμαχική δύναμη αποβιβάστηκε στην Πάτρα στα τέλη Σεπτεμβρίου 1944. Εντελώς ξαφνικά, στις 2 Σεπτεμβρίου 1944, το ΕΑΜ απέσυρε τις αντιρρήσεις του και έστειλε τους αντιπροσώπους του στο Κάιρο, οι οποίοι και ανέλαβαν τα υπουργεία που τους είχαν παραχωρηθεί.
Στις 4/9/1944 το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό, το οποίο περιείχε αναφορά στα Τάγματα Ασφαλείας. Ας δούμε ένα σχετικό απόσπασμα: «…αλλά υπάρχουν και σκιαί. Υπάρχουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Έλληνες ετέθησαν εις την υπηρεσίαν των κατακτητών. Η ύπαρξις ενόπλων σωμάτων υπό οποιαδήποτε όνομα στην υπηρεσία του εχθρού αποτελεί έγκλημα κατά της πατρίδος. Παραγγέλομεν εις τους άνδρας των Τ.Α. όπως εγκαταλείψουν τις θέσεις των. Έπειτα από τον σχηματισμό της σημερινής Κυβερνήσεως, δεν υπάρχει πλέον, δια το μέλλον, ούτε καν απόφαση παραμονής των. Όσοι και μετά την σημερινήν εντολήν μας εξακολουθήσουν παραμένοντας εις την υπηρεσίαν του εχθρού οφείλουν να γνωρίζουν ότι θα υποστούν αμείλικτον τιμωρίαν».
Είναι φανερό ότι αν και στο διάγγελμα υπάρχει σαφής καταδίκη των Ταγμάτων Ασφαλείας, δεν υπήρχε σ’ αυτό καμία αναφορά στο τι πρέπει να κάνουν οι άνδρες τους μετά την αποχώρηση των Γερμανών, πού πρέπει να παραδώσουν τον οπλισμό τους, που τους είχε δοθεί από τη Βέρμαχτ και ποιος και με ποιον τρόπο θα εγγυηθεί την ασφάλειά τους. Η Ήπειρος, όπου δρούσε ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα και η Πελοπόννησος, όπου τα Τάγματα Ασφαλείας έχοντας και τη στήριξη του τοπικού πληθυσμού κατείχαν σχεδόν όλες τις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τους συγκοινωνιακούς κόμβους, ήταν οι μόνες περιοχές που δεν βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ.
ΟΙ ΣΦΟΔΡΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΑΣ ΚΑΙ ΤΑΓΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΣΕ ΠΥΡΓΟ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Μετά το διάγγελμα της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και της αποχώρησης των Γερμανών, τα Τ.Α. βρέθηκαν μετέωρα. Έτσι, η ηγεσία τους αποφάσισε να παραμείνουν στις θέσεις τους και να περιμένουν την άφιξη της Κυβέρνησης από το εξωτερικό. Όμως, η ηγεσία του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου απαίτησε την άμεση διάλυση των Ταγμάτων Ασφαλείας και την παράδοσή τους στον ΕΛΑΣ, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Μετά από αυτό, ο Άρης Βελουχιώτης, ως Γενικός Αρχηγός του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, κινητοποίησε όλες τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και των υπόλοιπων οργανώσεων του ΚΚΕ και άρχισε να επιτίθεται στα Τάγματα Ασφαλείας, στις πόλεις όπου αυτά ήταν εγκατεστημένα.
Οι πρώτες πόλεις που δέχθηκαν την επίθεση των ΕΛΑΣιτών ήταν ο Πύργος και η Καλαμάτα. Στον Πύργο, τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν εγκατασταθεί στις 20 Μαΐου 1944 με Διοικητή τον Ταγματάρχη Γεώργιο Κοκκώνη, ο οποίος είχε αξιόλογη δράση στο αλβανικό μέτωπο και ήταν ιδιαίτερα τολμηρός και ριψοκίνδυνος. Ήταν άκαμπτος και σκληρός απέναντι στο ΕΑΜ. Ο αμείλικτος Κοκκώνης κυνήγησε ανελέητα τους κομμουνιστές της Ηλείας. Συνέλαβε εκατοντάδες και διέταξε τη σύλληψη των πλέον επικίνδυνων από αυτούς. Η ζωή των κατοίκων της Ηλείας από τις συγκρούσεις Ελασιτών και Ταγματασφαλιτών είχε γίνει μαρτυρική.
Η δύναμη του Τάγματος ανερχόταν σε 600 περίπου άνδρες και ήταν εγκατεστημένη σε φυλάκια έτσι ώστε να καλύπτεται αμυντικά όλη η πόλη του Πύργου, μέσα στην οποία υπήρχε και δύναμη 100 χωροφυλάκων.
Η είδηση της αποχώρησης των Γερμανών στις 4 Σεπτεμβρίου έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό και στον Πύργο. Την επόμενη μέρα οργανώθηκε πανηγυρική εκδήλωση στην Πλατεία Δημαρχείου, όπου αναγνώστηκε διαταγή του Κοκκώνη με την οποία απαγόρευε κάθε συγκέντρωση έως την εγκατάσταση της Ελληνικής Κυβέρνησης στη χώρα. Οι Γερμανοί, πριν εγκαταλείψουν τον Πύργο ζήτησαν από τον Κοκκώνη να τους ακολουθήσει και να μετακινηθεί το Τάγμα στην Πάτρα. Το ίδιο πρότεινε και ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Κουρκουλάκος, επικεφαλής των Τ.Α. στη Βόρεια Πελοπόννησο, που πήγε μάλιστα στον Πύργο για να μεταπείσει τον Κοκκώνη, μάταια όμως.
Ο τελευταίος πίστευε ότι έπρεπε να παραμείνει στον Πύργο και ότι μπορούσε να συνεννοηθεί με την ηγεσία του ΕΑΜ. Απελευθέρωσε μάλιστα περίπου 800 έγκλειστους σε στρατόπεδα κομμουνιστές. Οι πρώτες διαπραγματεύσεις Τ.Α. και ΕΑΜ-ΕΛΑΣ απέβησαν άκαρπες, καθώς ο Κοκκώνης ζήτησε μέσω επιτροπής, να διατηρήσει την πόλη του Πύργου και την γύρω από αυτή περιοχή σε ακτίνα 5-6 χιλιομέτρων μέχρι την άφιξη της Κυβέρνησης. Η ηγεσία του ΕΑΜ δεν δέχτηκε την αξίωση αυτή και ζήτησε απευθείας συνάντηση με τον Κοκκώνη. Αυτή έγινε στις 6/9. Οι Ελασίτες απαίτησαν την άμεση διάλυση του Τάγματος και την παράδοση σ’ αυτούς του οπλισμού του.
Ο Κοκκώνης αρνήθηκε και αποφάσισε άμυνα μέχρι τέλους. Μετά την άρνηση αυτή, η ηγεσία του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου διέταξε άμεση επίθεση, που ξεκίνησε το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου. Τα φυλάκια των Τ.Α. έπεφταν στα χέρια του ΕΑΜ το ένα μετά το άλλο και οι άντρες τους σκοτώνονταν στις μάχες ή εκτελούνταν αργότερα. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν κι ο Κοκκώνης. Το απόγευμα της 9ης Σεπτεμβρίου η νέα ηγεσία του Τάγματος αντιλήφθηκε ότι είναι μάταιο να συνεχίσει τον αγώνα και εγκατέλειψε τον Πύργο, διαφεύγοντας προς την Πάτρα.
Οι ΕΛΑΣίτες και οι ακόλουθοί τους μπήκαν στον Πύργο και δολοφονούσαν όχι μόνο τα μέλη των Τ.Α., αλλά και πολίτες που πιθανόν να ήταν φιλικά διακείμενοι προς αυτά. Συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν επίσης επιφανείς κάτοικοι της πόλης (γιατροί, δικηγόροι κ.ά.), μόνο και μόνο επειδή ανήκαν στην αστική τάξη. Συνολικά εκτελέστηκαν 525 ιδιώτες και στρατιωτικοί. Άλλοι 180 παραπέμφθηκαν σε ανταρτοδικείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο, όμως με παρέμβαση του «Αρχηγείου» του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου διασώθηκαν (Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, φ. 915/Β/6, ΑΣ/ΔΙΣ, «Η απελευθέρωσις της Ελλάδος» σελ. 53-58 κ.ά.).
Στην πόλη της Καλαμάτας υπήρχαν 500 άνδρες Τάγματος Ασφαλείας με Διοικητή τον Επίλαρχο Χριστόπουλο και 150 Χωροφύλακες, με Διοικητή τον Ταγματάρχη Χωροφυλακής Ιωάννη Φραγκουδάκη. Την ανώτατη διοίκηση είχε ο Νομάρχης Δημήτριος Περρωτής. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, η κομμουνιστική ηγεσία ζήτησε από τον Περρωτή την παράδοση του οπλισμού του Τάγματος, τον περιορισμό των ανδρών του Τάγματος και των Χωροφυλάκων στο στρατόπεδο της πόλης και την παραπομπή όσων είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς σε ανταρτοδικείο.
Ο Περρωτής απέρριψε τους όρους αυτούς ως απαράδεκτους και αποφάσισε, σε συνεννόηση και με τους επικεφαλής των τμημάτων, αντίσταση σε περίπτωση επίθεσης των κομμουνιστών. Στην Καλαμάτα είχαν συγκεντρωθεί για να γλιτώσουν από το Εαμικό μένος ακόμα και λιποτάκτες του ΕΛΑΣ! Υπήρχαν επίσης άτομα που είχαν εκδηλώσει αντικομμουνιστικά αισθήματα, άνδρες από διαλυμένους σταθμούς Χωροφυλακής κ.ά.
Η κομμουνιστική ηγεσία από την άλλη πλευρά έδωσε μεγάλο βάρος στην ψυχολογική προετοιμασία των ανδρών της, για την επίτευξη του σκοπού της. Έτσι, στάλθηκε στην Καλαμάτα ο Νίκος Μπελογιάννης, έμπιστος του Σιάντου. Ευφυής, έμπειρος και δεινός ρήτορας, μπορούσε να εμπνεύσει τα στελέχη του ΚΚΕ και τους ΕΛΑΣίτες.
Όλος ο μηχανισμός του ΚΚΕ και τα ηγετικά στελέχη της περιοχής, προετοίμαζαν με εμπρηστικούς λόγους τους ΕΛΑΣίτες να δείξουν αυτοθυσία και αποφασιστικότητα στη διάρκεια της επικείμενης επίθεσης στην Καλαμάτα. Μεγάλος αριθμός έξαλλων χωρικών συγκεντρώθηκε έξω από την Καλαμάτα. Ήταν οπλισμένοι με ρόπαλα και τσεκούρια. Ο πληθυσμός της υπαίθρου της Μεσσηνίας λόγω της αποκήρυξης των Ταγμάτων Ασφαλείας από την Κυβέρνηση και τον χαρακτηρισμό τους ως «προδοτικά» και ως όργανα των Γερμανών είχε σφοδρό μένος εναντίον τους και ήταν φιλικά προσκείμενος προς το ΕΑΜ.
Ως τις απογευματινές ώρες της 7ης Σεπτεμβρίου οι κομμουνιστές είχαν συγκεντρώσει γύρω από την Καλαμάτα τις δυνάμεις τους υπό την ηγεσία των «Ωρίωνα» (Γιάννης Μιχαλόπουλος), «Σφακιανού» (Γιώργης Αρετάκης) και Γιάννη Καραμούζη. Οι υπερασπιστές της πόλης αμύνονταν από τη Διοίκηση Χωροφυλακής, το κάστρο, το Αστυνομικό Τμήμα, το Στρατόπεδο και το Δικαστικό Μέγαρο. Η τακτική αυτή ήταν λανθασμένη και αποδείχτηκε ότι δεν δυσκόλεψε καθόλου τις κομμουνιστικές δυνάμεις. Πράγματι, το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου 1944 ξεκίνησε η επίθεση των Ελασιτών που κατέλαβαν τα κτίρια που βρίσκονταν οι υπερασπιστές της Καλαμάτας, το ένα μετά το άλλο. Και όσοι βρίσκονταν στα διάφορα φυλάκια σκοτώθηκαν ή κάηκαν.
Στο κτίριο της Διοίκησης κατέφυγαν οι ελάχιστοι διασωθέντες, ανάμεσά τους ο Νομάρχης, ο Εισαγγελέας, η ηγεσία των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλοι. Μετά από σύσκεψη αποφάσισαν να κινηθούν προς τον Μελιγαλά για να ενωθούν με το εκεί Τάγμα Ασφαλείας. Στις 12 τα μεσάνυχτα ξεκίνησε η έξοδος, αφού κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό των Ελασιτών. Μαζί με όσους αναφέραμε, προς τον Μελιγαλά κατευθύνθηκαν και 1.000 περίπου πολίτες με τις οικογένειές τους. Στις 10 Σεπτεμβρίου η Καλαμάτα έπεσε στα χέρια του ΕΛΑΣ. Όσοι πολίτες θεωρούνταν αντικομμουνιστές συλλαμβάνονταν και παραδίνονταν στον δήμιο, ο οποίος τους έσφαζε.
Η μεγαλύτερη σφαγή έγινε στη συνοικία Ράχη, όπου σφαγιάστηκαν 200 άτομα. Μετά το αρχικό κύμα αυτοδικίας, η ηγεσία του ΕΛΑΣ αποφάσισε να τηρήσει τα προσχήματα και ξεκίνησε τη λειτουργία των ανταρτοδικείων. Συνολικά 450 Καλαματιανοί στρατιωτικοί ή ιδιώτες σφαγιάστηκαν ή εκτελέστηκαν στην Καλαμάτα, ανάμεσά τους ο Δήμαρχος της πόλης Ηλίας Καρατζάς.
*Η συνέχεια του άρθρου που αναδημοσιεύεται από το “Πρώτο Θέμα” σε επόμενη έκδοση του «Νέου Κόσμου».
