«Των πόνων πωλούσιν ημίν πάντα ταγάθ’ οι θεοί»,
(Με αντίτιμο τον κόπο και τον πόνο μας πωλούν οι θεοί τα αγαθά)
Επίχαρμος, αρχαίος Έλληνας ποιητής από την Κω
Η ζωή μόνο εύκολη δεν είναι. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές που δείχνει και το πιο σκληρό της πρόσωπο.
Κάτι που γνωρίζουν από πρώτο χέρι οι συμπάροικοι -άντρες και γυναίκες- ειδικά αυτοί που μεγάλωσαν στα πολύ δύσκολα χρόνια της Ελλάδας, μέσα στη Κατοχή και τον Εμφύλιο.
Δεκαετίες πριν, οδηγούμενοι κυρίως από την ανάγκη, άφησαν πίσω τόπους γνώριμους και ανθρώπους αγαπημένους και βρέθηκαν στην άλλη άκρη του Κόσμου.
Έγιναν μετανάστες, πολλοί δίχως καν να γνωρίζουν, όχι μόνο τη Γλώσσα, αλλά και πού… πέφτει η Αυστραλία στον χάρτη.
Σε κάποιες περιπτώσεις λύγισαν εμπρός στις δυσκολίες και τις αναποδιές. Ωστόσο, εντέλει, βρήκαν τη δύναμη και το κουράγιο, τη σωματική και την ψυχική αντοχή να σταθούν πάλι όρθιοι και να προχωρήσουν.
Σκληρή η ζωή, αλλά αυτοί αποδείχθηκαν ακόμη πιο σκληροί, δεν το έβαλαν κάτω.
Σύμμαχός τους η ελπίδα να θέσουν τις βάσεις για ένα καλύτερο μέλλον, για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Εφόδιά τους η θέληση, το μεράκι, η ευστροφία, η τόλμη, το φιλότιμο, η πίστη, αλλά και πολλές φορές ο «Νέος Κόσμος».
Οι περιπέτειες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν, είτε μόνοι και μόνες, είτε έχοντας τον/την σύντροφο στο πλευρό τους, και οι θυσίες που απαιτήθηκε να κάνουν ήταν πολλές.
Πήγαν κόντρα στις αντιξοότητες και τις πιθανότητες, μόχθησαν και τα κατάφεραν. Όχι μόνο να προκόψουν και να δώσουν στα παιδιά τους ευκαιρίες που οι ίδιοι δεν είχαν, αλλά να αποκτήσουν τελικά μία δεύτερη πατρίδα (αν και, τις περισσότερες φορές, η καρδιά και το μυαλό τους παρέμειναν αφιερωμένα στην πρώτη…).
Οι ιστορίες μετανάστευσης συμπάροικων μας είναι πάμπολλες. Αλλά με αφορμή την Ημέρα της Μητέρας, την Κυριακή, 12 Μαΐου και για το επόμενο διάστημα «δίνουμε τον λόγο» κυρίως στις μητέρες μας, τις γιαγιάδες μας, τις προγιαγιάδες μας, σε γυναίκες που στάθηκαν στυλοβάτες στις οικογένειές τους, στην παροικία μας και εντέλει στην αυστραλιανή κοινωνία*.
Παρακάτω, το γεμάτο περιπέτειες «ταξίδι ζωής» της κυρίας Νικολέτας -Νίκης- Παναγιωτίδη (Nicky Panagiotidis).
ΤΟ ΤΑΒΑΝΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ
Ο συγγραφέας και φιλόσοφος Νίκος Καζαντζάκης ανέφερε ότι «ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος».
Και οι «ανηφοριές» που συνάντησε στη ζωή της (και) η κα Παναγιωτίδη δεν ήταν λίγες.
Η πιο πρόσφατη μόλις μερικές βδομάδες πριν. Καθώς μάλιστα οι τραυματιοφορείς την έβαζαν στο ασθενοφόρο για να τη μεταφέρουν -με το ζόρι- στο νοσοκομείο, εκείνη γύρισε προς την εγγονή της, Nicole, και της είπε ότι «θα χρειαστεί κάτι χειρότερο από αυτό για να με σκοτώσει».
Η μόνη της έγνοια ήταν «αν είναι καλά το παιδί».
Τι είχε συμβεί; Το ταβάνι στο καθιστικό του σπιτιού της κατέρρευσε πλακώνοντας την ίδια και τον μόλις 2 ετών δισέγγονο της. Η προγιαγιά παρά τα 89 της χρόνια κατάφερε να αντιδράσει αστραπιαία και να επέμβει σωτήρια: με το σώμα της «σκέπασε» και προστάτευσε τον μικρό Harvey.
Την περιπέτεια αυτή τη δημοσιεύσαμε πρόσφατα στον «Νέο Κόσμο» έχοντας συνομιλήσει τηλεφωνικά με την εγγονή της -και μητέρα του Harvey- Nicole. Δε θα μπορούσαμε όμως να μη συναντήσουμε την κα Νικολέτα, να μάθουμε και για το δικό της ταξίδι… ζωής.
Το ραντεβού «έκλεισε» για μία Πέμπτη μεσημέρι. Μας υποδέχθηκε η ίδια στο σπίτι της, στο Ascot Vale, όπου ζει 50 χρόνια. Ανοιξε την πόρτα με το χαμόγελο στα χείλη.
Καθίσαμε στο τραπέζι του καθιστικού. Τίποτε δε θύμιζε το κακό που είχε συμβεί. Τα πάντα καθαρά και περιποιημένα. Αλλά οροφή δεν υπήρχε. Μόνο μαύρα πλαστικά καλύμματα να κρύβουν το εσωτερικό της στέγης, εν αναμονή των αποφάσεων της ασφαλιστικής εταιρείας.
Η κα Νικολέτα μας αφηγήθηκε το πως οι γυψοσανίδες «προσγειώθηκαν» στο κεφάλι και την πλάτη της. Η μόνη προειδοποίηση, είπε, ένας δυνατός θόρυβος σαν κάτι να «έσκασε» από επάνω της. «Μπαμ! Σαν βόμβα. Μονοκόμματο έπεσε…».
Μας έδειξε πώς κατάφερε να προστατεύσει τον Harvey. «Αν ήταν μία σπιθαμή πιο πέρα θα μου τον σκότωνε. Ήταν κοντά μου και όταν άκουσα τον θόρυβο, γρήγορα τον σκέπασα με το σώμα μου… Το παιδί έκλαιγε. ‘Μη φοβάσαι’, του έλεγα. Μας έπνιξε η σκόνη…», σημείωσε και συνέχισε την αφήγησή της για το πώς απεγκλωβίστηκε από τα συντρίμμια, κρατώντας τον δισέγγονό της στα χέρια, και έφτασε στην κουζίνα, δίπλα.
Πήρε το τηλέφωνο και ειδοποίησε την κόρη της για το τι είχε συμβεί. Έπειτα, πήρε τον Harvey και περίμενε τους διασώστες, στους οποίους άνοιξε η ίδια την πόρτα του σπιτιού. Στην κουζίνα εκεί, μας είπε, είχε και ένα μεγάλο εικόνισμα της Παναγίας, που όπως πιστεύει έκανε το θαύμα της και τους προστάτευσε. «Αυτή μας εγλίτωσε…».
ΟΙ… ΑΝΗΦΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Η εξιστόρηση των πρόσφατων γεγονότων, ήταν έντονη μεν, αλλά μέσα σε 10 λεπτά είχε ολοκληρωθεί. «Πού βρήκατε το σθένος, μετά από όλα αυτά, να πείτε στην εγγονή σας ότι θα χρειαστεί κάτι χειρότερο από αυτό για να σας σκοτώσει;», ρωτήσαμε την κα Νικολέτα. Τα μάτια της έλαμψαν, σα να πέρασε, μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου, όλη της η ζωή εμπρός από τα μάτια της.
Ξεκίνησε την αφήγηση. Άλλοτε με δάκρια, άλλοτε με χαμόγελο. Πολλές οι «ανηφοριές», αλλά και τα ευχάριστα γεγονότα. Μετά από σχεδόν 2,5 ώρες μας έπεισε ότι όντως, το ταβάνι που έπεσε επάνω της… ήταν για εκείνη «απλά» μία ακόμα περιπέτεια.
Μας μίλησε για τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, με την πείνα να θερίζει, όταν ήταν μικρό παιδί. Τον Εμφύλιο, κατά τον οποίο σκότωσαν τον μεγάλο αδερφό της, παλικάρι, στα 21-22 του χρόνια και πώς το τραγικό αυτό γεγονός «μαράζωσε» όλη την οικογένεια. Τη σκληρή δουλειά στο σπίτι και τα χωράφια, που της στέρησε και μία ολοκληρωμένη σχολική μόρφωση. Έναν γάμο, που τελέστηκε μόλις μία εβδομάδα μετά από το προξενιό, ο οποίος μάλιστα παρολίγο να μη γίνει, λόγω διαφωνίας για την προίκα («πάλι καλά που δεν έκαψα το νυφικό…», ανέφερε χαρακτηριστικά).
Μας είπε επίσης για την εσωτερική, αρχικά, μετανάστευση, στην Αθήνα, από το χωριό της, το Λιβαδάκι (Αρκαδίας του Δήμου Γορτυνίας) στην Πελοπόννησο και έπειτα στο εξωτερικό. Πρώτα στη Γερμανία και στη συνέχεια στην Αυστραλία, χωρίς να ξέρουν άλλη Γλώσσα με τον σύζυγό της πέρα από τα Ελληνικά.
Τα τρία της παιδιά είναι γεννημένα μάλιστα το καθένα σε διαφορετική χώρα: η κόρη, η Αναστασία, στην Ελλάδα, ο ένας ο γιος, ο Γιώργος, στη Γερμανία και ο μικρότερος, ο Βασίλης, στην Αυστραλία.
Η Αναστασία, μας είπε η κα Νικολέτα, λίγο έλειψε μάλιστα να πεθάνει, όταν ούτε δύο μηνών βρέφος ακόμη, δεν την εγχείριζαν οι γιατροί στην Αθήνα για ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που είχε.
Επίσης, κάποια χρόνια αργότερα το ζευγάρι Γερμανών το οποίο φιλοξενούσε τη μικρή στο σπίτι τους -επειδή δεν άφηναν τους γονείς της να την έχουν μαζί τους στο εργοστάσιο- προσπάθησε να την υιοθετήσει…
Αλλά και στο ταξίδι με το «Πατρίς» για την Αυστραλία, η μικρή Αναστασία ήταν για κάποιες ώρες αγνοούμενη και εικαζόταν ότι είχε πέσει στη θάλασσα. «Περιπέτειες σε όλη μου τη ζωή», σχολίασε, χαμογελώντας, η κυρία Αναστασία Πολύμου (Julia Polimos), μητέρα και γιαγιά πλέον η ίδια, η οποία δίνει εδώ και 15 χρόνια μάχη με τη νόσο του Πάρκινσον, με την οποία διαγνώστηκε στα 47 της.
Όσο για τη ζωή της οικογένειας μετά την άφιξη στην Αυστραλία… «τα γνωστά» και σε πολλούς ακόμα συμπάροικους που έφτασαν δίχως να γνωρίζουν γρι Αγγλικά. Δουλειά, δυσκολίες, αλλά και τον «Νέο Κόσμο» βοηθό. «Σπίτια αγοράσαμε μέσα από τις αγγελίες του ‘Νέου Κόσμου’, δουλειές βρήκαμε μέσα στην εφημερίδα…», θυμάται η κα Νικολέτα.
Υπογράμμισε ότι όλα αυτά τα χρόνια, παρά τις αναποδιές που συνάντησε, δεν το έβαλε κάτω. Και δεν έχει σκοπό να το κάνει για πολύ καιρό ακόμα. Ακόμα και… ταβάνια να πέφτουν επάνω της. Αρκεί τα τρία παιδιά της, τα οκτώ εγγόνια και τα τρία δισέγγονα της «να είναι καλά».
«Αν σταματήσω να είμαι δραστήρια, αν κάθομαι όλη μέρα στον καναπέ ‘τελείωσα’» μας είπε. «Βαδίζει» στα 90 της χρόνια, αλλά για την ίδια είναι απλά ένας «αριθμός» όσο παραμένει υγιής, ακμαία, και με γερή μνήμη. «Η γιαγιά μου πέθανε στα 105 της, δεν είχε τίποτα μέχρι τότε», ανέφερε με νόημα.
Πλέον απολαμβάνει να προσέχει τα παιδιών των εγγονιών της, όπως και τα παιδιά των παιδιών της πριν χρόνια, να περιποιείται τον κήπο της (ειδικά τις ντομάτες, τα κολοκύθια και τη λεμονιά της) ενώ και για το Πάσχα έκανε η ίδια τις ετοιμασίες για το οικογενειακό τραπέζι, με σπεσιαλιτέ το αρνάκι στη σούβλα.
Όπως μας εκμυστηρεύτηκε, τα εφόδιά της για το… ταξίδι της ζωής της, ήταν οι αξίες που πήρε νωρίς από την οικογένειά της, η θέλησή της να πάει μπροστά, αλλά και η πίστη της, στην Παναγία, τον Χριστό, τον Θεό, που της έδωσαν το κουράγιο, όταν το χρειάστηκε στις πολύ δύσκολες στιγμές.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
«Γεννήθηκα το 1935, 28 Απρίλη. Στο σπίτι στο χωριό, στο χώμα κάτω, στο παραγώνι (το σημείο όπου άναβαν τη φωτιά στα σπίτια να ζεσταθούν). Γονείς μου ήταν η Παναγιώτα Μίχα και ο Γεώργιος Ρουμελιώτης. Από τότε που μπορώ να θυμηθώ βοηθούσαμε στις δουλειές, στο σπίτι και στα χωράφια. Μικρά παιδιά κουβαλούσαμε νερό από μακριά, στην πλάτη μας…Τη χρονιά που γεννήθηκα πέρασε και πρώτη φορά το λεωφορείο από το χωριό», μας είπε η κα Νικολέτα.
Είχε δύο αδέρφια, μεγαλύτερα σε ηλικία. Τον Ιωάννη -Γιαννάκο τον φώναζαν χαϊδευτικά- γεννημένο το 1925 και τον Αργύρη, το 1929. «Και μετά ήμουνα εγώ», πρόσθεσε. «Κανένας τους δεν είναι εν ζωή σήμερα».
Στην Κατοχή ήταν «πολυ, πολύ δύσκολα τα χρόνια», μας είπε. «Πείνα! Φάγαμε πολύ λούπινο … το βράζανε και το έβαζαν σε σακιά στο ποτάμι, 8-10 μέρες, να ξεπικρίσει. Το στεγνώνανε στον ήλιο, το πηγαίνανε στον μύλο και το κάνανε αλεύρι …Ο πατέρα μου πούλησε στην Κατοχή μία μεγάλη ελιά που είχαμε στον κήπο μας και κατέβαζε 250 οκάδες ελιές το χρόνο, για να πάρει μία οκά αλεύρι … μπομπότα, καλαμποκίσια. Την ανακάτευαν με λίγες σταφίδες … για να έχουμε κάτι να φάμε. Ερχόταν οι ξένοι και μάζευαν τις ελιές από το σπίτι μας … Μετά την Κατοχή την πήρε την ελιά πίσω».
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΡΦΟΣ
Ακολούθησε ο Εμφύλιος. «Ο Ιωάννης ήθελε να πάει χωροφύλακας για να ξεφύγει από την πείνα και τη φτώχεια. Έφυγε μεσάνυχτα, θυμάμαι από το σπίτι, μαζί με έναν ακόμα χωριανό να πάνε στη Χωροφυλακή που είχε ένα κτήριο, σε κοντινό χωριό», συνέχισε η κα Νικολέτα.
«Από εκεί πήγανε στη Λαμία για την εκπαίδευση. Μετά από έναν χρόνο περίπου, όταν ορκιστήκανε χωροφύλακες, μας επισκέφτηκε. Νομίζω κοντά στο Πάσχα ήταν. Εγώ τότε ήμουν 11-12 χρόνων. Ντρεπόμουν να τον δω. Παλικάρι, ωραίος, με τη στολή του. Κάθισε κάποιες μέρες. Ο πατέρας μου, ο συγχωρεμένος, του έλεγε ‘κάτσε παιδί μου, μην πας πίσω…’».
Ο μεγάλος της αδερφός έφυγε και εστάλη στη Βαμβακού Λακωνίας «να πολεμήσει τους αντάρτες». Δεν είχα νέα του έκτοτε. Λίγες ημέρες μετά, στις 9 Μαΐου γινόταν πανηγύρι στο χωριό τους, για τον Άγιο Νικόλαο (εν Βουνένοις).
Η μητέρα, η Παναγιώτα, έστειλε τη μικρή Νικολέτα, να βάλει στην εκκλησία μία «ζώνη», τάμα για την προστασία του αδερφού της. «Ήταν ένα κουβάρι, σα σπάγγος, με κερί. Έδινες λεφτά το έπαιρνες και το έβαζες γύρω γύρω», μας εξήγησε.
«Πήγα εγώ και ήταν κάτι ξαδέρφες μου στην εκκλησία. Δε με είχαν δει, και τις άκουσα που συζητούσαν ότι ‘σκοτώθηκε ο Γιαννάκος, της θείας μας της Παναγιώτας’… Το έβαλα στα πόδια. Μου φώναζαν ‘μην πας και πεις τίποτα στης μάνας σου’. Ήταν άρρωστη τότε. Έφτασα πίσω στο σπίτι τρέχοντας. Δεν είπα τίποτα. Άλλαξα ρούχα. Έβγαλα ένα εορταστικό φόρεμα, κόκκινο που φορούσα και έβαλα ένα παλιό. ‘Γιατί έβγαλες το φόρεμά σου; είναι η γιορτή σου σήμερα’ με ρώτησε η μάνα μου. ‘Έχω να κάνω δουλειές της απάντησα’ δίχως να πω τίποτα άλλο. Λίγο αργότερα, συγγενείς και χωριανοί ήρθαν στο σπίτι. Μαζευτήκανε πολλοί και ανακοίνωσαν τα δυσάρεστα νέα. ‘Σκοτώθηκε ο Γιαννάκος μας…’».
56 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Η κα Νικολέτα, με δάκρια στα μάτια, θυμάται τους γονείς της, εναγωνίως, να αναζητούν την τοποθεσία που είχαν θάψει το παιδί τους, να πάνε να το θρηνήσουν και να το μεταφέρουν ίσως στον τόπο τους, αλλά δε στάθηκε δυνατό τότε να εντοπίσουν τη σορό του.
Περίπου 56 χρόνια μετά, όπως μας αφηγήθηκε, «στις 7 Ιανουαρίου του 2004 με πήραν τα ανήψια μου ότι είχε πάθει εγκεφαλικό ο αδερφός μου, ο Αργύρης».
«’Δε σου λέμε να έρθεις, απλά σε ενημερώνουμε’, μου είπαν. Μπήκα στο αεροπλάνο την επόμενη … Με πήρε ο ανηψιός μου και πήγαμε στο νοσοκομείο στην Αθήνα. Με είδε ο αδερφός μου και χάρηκε λέγοντάς μου να πάμε στο χωριό … Οι γιατροί μας είπαν ότι δεν έχει πολλή ζωή και να τον πάμε πιο κοντά στον τόπο μας. Δεν άντεξε περισσότερο από 1-1,5 μήνα. Πέθανε, στα χέρια μου βγήκε η ψυχούλα του», ανέφερε συγκινημένη.
Όταν ήταν στην Ελλάδα, δίπλα στον ετοιμοθάνατο αδερφό της, ο ανηψιός της, Γιώργος, της είπε: «’Θεία, βρήκα τον θείο τον Γιάννη. Είναι εδώ κοντά’ μου λέει. ‘Πέρασα από έναν δρόμο, Τρίπολης-Σπάρτης, είχε ένα μαρμάρινο μνημείο, με 29 ονόματα επάνω. Είναι και το δικό του όνομα’. Όλα τα παιδιά μαζί σε έναν τάφο».
«Πήγα εκεί στο μνημείο. Με πήγε ο ανηψιός μου. Το έχω στην ψυχή μου βάρος, δεν ξέρω αν έχω τόσα λεφτά να τον βγάλω. Να βρω τα κοκκαλά του. Να κάνω τεστ DNA… Είναι τραγικό, κλαίω κάθε μέρα για τον αδερφό μου. Εμείς ζήσαμε, παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, εκείνος ο αδερφούλης μου, 21-22 χρονών παλικάρι σκοτώθηκε».
Στην ιστοσελίδα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αποστράτων Σωμάτων Ασφαλείας αναφέρεται: «Ο Ρουμελιώτης Ιωάννης του Γεωργίου, έφονεύθη τήν 27-4-1948 μαχόμενος κατά τών συμμοριτών είς Βαμβακού Λακωνίας».
ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ
Στις 7 Ιουλίου 1957 είχε φύγει από τη ζωή ο πατέρας τους, ο Γιώργος Ρουμελιώτης. «Αρρώστησε, είχε αίμα στα νεφρά, αλλά δεν ήθελε να πάει στον γιατρό. Η ζωή της οικογένειάς μας δεν ήταν ποτέ η ίδια μετά τον χαμό του αδερφού μου. Σα να είχε παραιτηθεί και ο μπαμπάς μου…Χαμένα όλα και όλοι μας», ανέφερε η κα Νικολέτα.
Πριν πεθάνει με φώναξε κοντά του. Ήμουν 22 χρόνων κοπέλα. «’Νίκη μου, δεν πρόλαβα να σε παντρέψω’, μου λέει. ‘Και θέλω να με σεβαστείς. Τώρα που θα πεθάνω, να είσαι καλή κοπέλα’. Μου το είπε μεσημέρι, το βράδυ άφησε την τελευταία του πνοή».
«Μετά από τρία χρόνια, εγώ φόραγα ακόμα τα μαύρα. Δεν πήγαινα πουθενά, δε με άφηναν η μάνα μου και ο αδερφός μου. Στο σπίτι βοηθούσα με το νοικοκυριό και στα χωράφια … Ήρθε η ώρα να παντρευτώ. Μου κάνανε προξενιό. Ήταν του Προφήτη Ηλία, 20 Ιουλίου. Μου λέει η μητέρα μου, ‘θα πας στην εκκλησία και στο πανηγύρι στη χώρα … να τα βγάλεις τα μαύρα’».
«Πήγα με τη νύφη μου, τη Σοφία, τη γυναίκα του αδερφού μου του Αργύρη (είχαν παντρευτεί το 1955). Μέναμε μαζί ακόμα. Είχαν έρθει κάτι παιδιά από την Αθήνα και χόρευαν έξω από την εκκλησία … και ο γαμπρός, που μου έκαναν προξενιό, χόρευε μπροστά. Ζούσε στην Αθήνα, αλλά ήταν από της νύφης μου το χωριό. ‘Αυτό το παιδί είναι για εσένα μου λέει, κοίταξε το’, λέει η νύφη μου. Ντράπηκα, κοκκίνησα, κρυβόμουν, μη με δει».
«Στην επιστροφή η νύφη μου που ήθελε να πάμε στο δικό της χωριό (και του γαμπρού), όπου οι γονείς της είχαν κανονίσει τη γνωριμία … αλλά γύρισα με τα ξαδέρφια μου στο δικό μας χωριό».
«Την άλλη μέρα, ήθελα να πάω στο κεφαλοχώρι, στα Τρόπαια, εκεί κοντά, να πάρω τη σύνταξη της μάνας μου και να ψωνίσουμε. Πήγαμε παρέα με τη νύφη μου, με το λεωφορείο. Ο πεθερός μου βάφτιζε ένα παιδάκι εκεί κοντά. Η νύφη μου τους είχε ειδοποιήσει ότι θα περάσουμε, να με δουν. ‘Εδώ που θα σταματήσει το λεωφορείο, θα σε δει το παιδί’ μου είπε εμένα … κρυβόμουν κάτω από τα καθίσματα, να μη με δει… Επιστρέψαμε στο χωριό».
«Ήταν Παρασκευή. Την Κυριακή ο γαμπρός με την οικογένειά του ήρθαν στο σπίτι μας. Είχαν μιλήσει ήδη με τη μάνα μου και τον αδερφό μου, αλλά εμένα δε μου είχαν πει τίποτα. Σφάξαμε έναν πετεινό, μαγειρέψαμε, ήρθε ο γαμπρός, ο πεθερός, τα πεθερικά του αδερφού μου. Φάγαμε. ‘Για εσάς ήρθαμε, κοιταχτείτε, πείτε τα…’ ανέφερε ο πεθερός μου. Εγώ άκουσα ότι θα μείνουμε στην Αθήνα. Μόλις άκουσα Αθήνα, το αποφάσισα!».
«Η μητέρα μου ρώτησε, ‘τι απαίτηση έχετε για προίκα;’. ‘Τίποτα’ απάντησε ο πεθερός. ‘Τη Νίκη, και τίποτα άλλο. Τα παιδιά θα πάνε να ζήσουν στην Αθήνα, δε χρειάζεται να πάρουν τίποτα από εδώ’. Μάζευαν τότε καζάνια, πυροστιές, τα κουζινικά όλα, μέχρι και τις γλάστρες για το νέο νοικοκυριό στο χωριό».
ΣΕ ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ Ο ΓΑΜΟΣ
Ο πεθερός όμως είχε και κάτι ακόμα να πει. «’Σκέφτηκα, να δώσουμε λόγο, να κάνουμε αρραβώνες, να πάει ο Παναγιώτης στην Αθήνα, να γυρίζει, είναι έξοδα. Ας κάνουμε τον γάμο να τελειώνουμε’», μας είπε η κα Νικολέτα. «Ήταν Κυριακή, ζήτησε να γίνει ο γάμος την επόμενη Κυριακή (31 Ιουλίου του 1960). Σε μία εβδομάδα η γνωριμία και η παντρειά».
«Ίσα που πρόλαβε ο γαμπρός να πάει στην Αθήνα να πάρει κάποια πράγματα. Την Παρασκευή επέστρεψε. Ήρθε στο σπίτι μας το βράδυ ώστε το Σάββατο το πρωί, μία ημέρα πριν το γάμο, να πάμε στη χώρα να ψωνίσουμε τα απαραίτητα. Καθόμασταν με το λαμπόγυαλο (βάζαμε και μία φουρκέτα πάνω, μη σπάσει τάχα) … Πού ηλεκτρικό εκείνα τα χρόνια. Όταν τον πήγα εκεί που θα κοιμόταν, έτρεμα, από την ντροπή μου. Πέρα δώθε πήγαινε το λαμπόγυαλο. Από τη μέρα στην άλλη, που δε γνωριζόμασταν… αχ, Παναγιά μου!».
«Την επόμενη μας άφησαν να φύγουμε πιο πρωί για τα Τρόπαια, με το πρώτο λεωφορείο για να μιλήσουμε. Αλλά εμείς πού να μιλήσουμε. Ντρεπόμασταν και ο ένας και ο άλλος…».
Ο κ. Παναγιώτης ακούει την ιστορία. Συμφωνεί και αναπολεί και εκείνος τα νιάτα τους.
Η κα Νικολέτα συνέχισε: «Φτάσαμε και περιμέναμε να ανοίξουν τα μαγαζιά. Καθίσαμε στη δροσιά, κάτω από μία ελιά. Πήγε να με φιλήσει. Αρνήθηκα. Του λέω ‘κοίταξε δε θα με φιλήσεις τώρα. Μετά από την εκκλησία θα είμαι εγώ δικια σου και εσυ δικός μου. Προτού την εκκλησία δεν έχει τίποτα’. Γιατί είχα ειδωμένα στο χωριό μου, πολλά παράξενα πράγματα…».
Την Κυριακή ήρθαν οι συγγενείς του γαμπρού από το χωριό του και ο κουμπάρος ώστε να γίνει ο γάμος. Ήταν προγραμματισμένος για τις 12 το μεσημέρι. «Αλλά στο μεταξύ, μία γειτόνισσα, άρχισε να βάζει λόγια στον πεθερό μου, τον Βασίλη, ‘πού θα δώκεις το παιδί σου; δεν της δίνουνε τίποτα για προίκα’. Προσπάθησαν να μας τα χαλάσουνε. Είχαμε την περιουσία, τα χωράφια, να μοιράσουμε με τον αδερφό μου, αλλά λεφτά δεν είχαμε».
«Μπαίνει μέσα ο πεθερός μου και του λέει του αδερφού μου ‘εγώ σήμερα θέλω 60.000’. Μία δραχμή δεν είχαμε… ‘Πάμε να φύγουμε’ λέει στον γαμπρό. Ο Παναγιώτης αρνήθηκε. ‘Εγώ δε φεύγω, τι φταίει κοπέλα και εγώ, να μας κάνεις ρεζίλι. Εσύ τα κανόνισες’. Ο πεθερός πήρε τον κουμπάρο και τους συγγενείς και έφυγαν», συνέχισε την εξιστόρηση η κα Νικολέτα.
Ο γαμπρός καβάλησε και αυτός το άλογο. Πήγε να προλάβει τον κουμπάρο τουλάχιστον, για να γίνει ο γάμος, αλλά η κα Νικολέτα δεν το κατάλαβε. Νόμιζε ότι έφυγε και αυτός. «Ξεντύνομαι από νύφη, βγάζω το φόρεμα, παρολίγο να το βάλω φωτιά να το κάψω. Ο πατέρας μου, μου είχε πει να είμαι καλή κοπέλα … και τι μου έκαναν εμένα από το χωριό μου, τη γειτονιά μας…».
«Το παιδί γύρισε πίσω, με τον κουμπάρο… ‘Εγώ δε φταίω, εγώ δε θέλω τίποτα. Θέλω την κοπέλα να την πάρω και να φύγουμε στην Αθήνα’, είπε. Εγώ ήμουν φοβισμένη. Δεν ήξερα και στην Αθήνα τι γίνεται. Πού μένει; Εξετάσανε αν ήταν παντρεμένος… Ήμουν 25, τα έβαζα όλα στο μυαλό μου. Δεν μπορούσα να πάρω την απόφαση. ‘Έλα εδώ να σε ορκίσω’ του είπα. ‘Δε θα μου πεις ποτέ για τα λεφτά που είπε ο πατέρας σου. Τα χωράφια έχουμε. Αυτά θα μοιραστούμε μία μέρα’. Ορκίστηκε, φόρεσα ξανά το νυφικό και πήγαμε στην εκκλησία. Ο γάμος έγινε εντέλει στις 7, αργά το απόγευμα. Ευτυχώς ήταν καλοκαίρι και δεν είχε νυχτώσει. Ο παπάς, περίμενε, αλλά έκανε άλλο γάμο στο μεταξύ».
«Πήγαμε στο χωριό του γαμπρού. Ο πεθερός μου, μας περίμενε. Καβάλησε το άλογο όταν μας είδε να πλησιάζουμε και ήρθε να μας χαιρετήσει. Μιλήσαμε και τα βρήκαμε. Παρά τη μεγάλη περιπέτεια, δεν κρατήσαμε κακία μεταξύ μας…».
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
«Μετά από τρεις μέρες φύγαμε εντέλει για την Αθήνα. Ήταν καλοκαίρι και είχε πολλή ζέστη. Μέναμε στο Κολωνάκι, Μαρασλή 57, κοντά στο Νοκοσομείο Ευαγγελισμός. Αναπτυσσόταν τότε η πόλη, γρήγορα. Ο σύζυγος δούλευε σε ένα εστιατόριο στην πλατεία Κλαυθμώνος και τα Σαββατοκύριακα στη Δροσιά, έξω από την Αθήνα. Έμενε με έναν φίλο του, τον Γιάννη, αλλά όταν πήγα και εγώ, αυτός έφυγε και μείναμε οι δύο μας … Όταν έμεινα έγκυος στην Αναστασία μετακομίσαμε στην πλατεία Ψυρρή κοντά. Μετά πήγαμε στο Μπουρνάζι στο Περιστέρι, όπου αλλάξαμε δύο σπίτια».
Ανακαλεί δε στη μνήμη της ότι στο πρώτο σπίτι που είχαν μείνει στο Περιστέρι, κατά τη διάρκεια μίας πλημμύρας, έχασε τη ζωή της η σπιτονοικυρά. «Ευτυχώς είχαμε μετακομίσει ένα μήνα πριν. Τη γλιτώσαμε!».
Ήταν περίοδος εκλογών, σύμφωνα με την κα Νικολέτα και πιθανότητα επρόκειτο για τη φονική πλημμύρα της 6ης Νοεμβρίου 1961 λίγα 24ωρα από την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή τότε, καθώς η συμπάροικος θυμάται ότι είχαν πάει στο χωριό να ψηφίσουν.
Η ζωή δε ήταν εύκολη. «Τα λεφτά λίγα. Δεν φτάνανε. Δούλευε μόνο ο σύζυγος … το 1961, 10 Ιουνίου, γεννήθηκε και η κόρη μας, η Αναστασία στο Νοσοκομείο Έλενα».
Τις ημέρες που το παιδί «σαράντιζε» ο σύζυγος είχε καλέσει κόσμο στο σπίτι. Αλλά η μικρή Αναστασία αρρώστησε.
«Έκλαιγε το παιδί. Το θήλαζα έπινε το γάλα, αλλά έκανε εμετό. Ήταν Κυριακή. Ξημέρωσε η Δευτέρα και την πήγα στο γιατρό, παθολόγο. Έκανε κάποιες εξετάσεις και μου έδωσε κάτι σταγόνες να του δίνω. Για 15 μέρες. Δεν έπαιρνε φαγητό, έχανε βάρος. Μία γειτόνισσα με συμβούλεψε να το πάω σε παιδίατρο. Έκανε εμετό η μικρή με το που μπήκαμε μέσα. ‘Φύγε για το Νοσοκομείο Παίδων’, μου είπε. Πήρα ταξί, πήγα στο ΙΚΑ στο Περιστέρι και από εκεί να σε στείλουν. Απ’ εκεί με ασθενοφόρο μας πήραν. Του έδιναν τις σταγόνες που μου είχε δώσει και ο πρώτος γιατρός. Πήγαινα το πρωί, καθόμουν εκεί την ημέρα, τη θήλαζα και έφευγα το βράδυ. Έπινε το παιδί γάλα, το έβγαζε. Μετά από λίγες μέρες δεν είχε καν δύναμη να θηλάσει … δε έκαναν την εγχείρηση που χρειαζόταν. Πήγα στο σπίτι ένα βράδυ και είπα του άντρα μου ‘θα το χάσουμε το παιδί…’».
«’Μην κλαίτε, είσαστε ακόμη νέοι θα κάνετε και άλλα παιδιά’, μας έλεγαν κάποιοι συγγενείς. Ο Παναγιώτης πήγε και είπε στο αφεντικό του τι συνέβαινε με την κόρη μας. Έβαλε μέσο αυτός κάποιον που ήξερε και ευτυχώς έκαναν την επέμβαση αμέσως. Έγινε καλά και την πήρα στο σπίτι περίπου 10 μέρες μετά. Μέσα σε ένα μήνα -αφηγείται με χαμόγελο η κα Νικολέτα-το παιδί μου πήρε τα κανονικά κιλά».
«Έχω ακόμη τα σημάδια, στην κοιλιακή χώρα, στα χέρια και στο πόδι», παρενέβη στην αφήγηση της μητέρας της, η κα Πολύμου. Η διάγνωση, μας είπε, ήταν ‘πυλωρική στένωση’ (pyloric stenosis).
ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
«Ήταν το 1962, όταν εκεί που καθόμουν έξω από το σπίτι μας, στο Μπουρνάζι, με το κοριτσάκι μου στην αγκαλιά, βλέπω μία γειτόνισσα που κρατούσε το εγγονάκι της. Ρώτησα τι κάνει και πώς τα πάνε οι γονείς του παιδιού. ‘Έχουν πάει στη Γερμανία, μετανάστες, να δουλέψουν’ μου απάντησε. ‘Είναι ένα γραφείο και έκαναν αίτηση. Όταν πήγαν είχαν δουλειά έτοιμη στο εργοστάσιο, διαμονή έτοιμη … Μας στέλνουν λεφτά και εμείς προσέχουμε το παιδί’».
Το ίδιο βράδυ, η κα Νικολέτα ανέφερε στον σύζυγό της τη συζήτηση. «Εκείνος την επόμενη κιόλας, πήγε και βρήκε που ήταν το γραφείο … Είχαμε λίγα λεφτά στην άκρη. Τα πήρε και πήγε να βγάλει τα διαβατήρια … Μας ειδοποίησαν λίγο καιρό μετά ότι στις 15 Οκτωβρίου αναχωρούμε, αλλά δεν μας άφηναν να πάρουμε μαζί την κόρη μας. Έγραψα, τηλεγράφημα, στον αδερφό μου που είχε μείνει στο χωριό και δέχθηκε να την κρατήσουν εκεί, με τη μητέρα μας. Η Αναστασία μας ήταν μικρό παιδάκι ακόμα, 1-1,5 χρονών».
Η συμπάροικος θυμάται ότι με πλοίο από τον Πειραιά, πέρασαν τον Ισθμό, έπιασαν λιμάνι στην Πάτρα, «ανέβηκαν» στην Ηγουμενίτσα, μετά στην Κέρκυρα και απ’ εκεί στην Ιταλία. Στο Πρίντιζι, όπου, όπως θυμάται ο κ. Παναγιώτης, έπαιζαν τραγούδια του Καζαντζίδη όταν έφτασαν.
«Μας είχαν δώσει τα απαραίτητα έγγραφα, τα οποία δείχναμε όταν φτάσαμε. Μόνο Ελληνικά ξέραμε. Μπήκαμε στο τρένο, βγήκαμε στο Μόναχο. Ήρθαν και μας ‘περιλάβανε’ δύο Γερμανοί, ζήτησαν τα διαβατήριά μας και μας συνόδεψαν μέχρι τον προορισμό μας, το εργοστάσιο, στο Ζέεζελχαστ, κοντά στο Ανόβερο», συνέχισε η κα Νικολέτα.
«Δεν είχαν περάσει ούτε 20 χρόνια από την Κατοχή. Στα χωριά έλεγαν τότε ότι ‘θα πάτε εκεί και θα σας κάνουν σαπούνια’ και ένα σωρό άλλα. Ωστόσο οι Γερμανοί ήταν καλοί, φιλόξενοι, εξυπηρετικοί και τα πάντα ήταν πεντακάθαρα. Είχαν νόμους, όχι αστεία».
«Τρεις μέρες διήρκεσε ταξίδι. Κατεβήκαμε στον σταθμό. Ήρθε ο διερμηνέας που ήταν Έλληνας και μας πήγε στο εργοστάσιο. Δίπλα ήταν οι εγκαταστάσεις διαμονής, τα δωμάτια που μέναμε και εστιατόριο. Μας έδωσε όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμασταν και μας είπε ‘φάτε, κάντε το μπάνιο σας, ξεκουραστείτε και αύριο έχει δουλειά’».
«Ένα δωματιάκι είχαμε ως αντρόγυνο. Όλοι Έλληνες ήταν εκεί, αλλά μόνο άντρες. Ήταν χυτήριο. Οι γυναίκες ήταν σε άλλα εργοστάσια. Η μόνη σύζυγος ήμουν εγώ και εργαζόμουν στο εστιατόριο. Ήταν μία άλλη μαγείρισσα πριν από εμένα, αλλά έμεινε έγκυος. Μαγείρευα για 40-50 άτομα κάθε μέρα».
«Τα είχαμε όλα εκεί μέχρι και τηλεόραση. Τα βλέπαμε βέβαια στα Γερμανικά, αλλά είδαμε και τον πρώτο Τζέιμς Μποντ, τον Σον Κόνερι. Σιγά σιγά μάθαμε και λίγο τη Γλώσσα».
«Στο μεταξύ είχαν πάει γραμμή τηλεφώνου στο χωριό μας, στο καφενείο και έτσι επικοινωνούσαμε. Πέρναμε να μάθουμε για το παιδί. Τα Χριστούγεννα στολίσαμε και για πρώτη φορά δέντρο. Ήταν πολύ ωραία. Αλλά έκανε κρύο, βαρύς ο χειμώνας εκεί. Με τον πρώτο μισθό, ήταν 30 μάρκα την εβδομάδα ο καθένας μας, αγοράσαμε παλτά».
«Μετά από έξι μήνες, το 1963, πήγε ο άντρας μου πίσω να πάρει την Αναστασία. Δεν είπε τίποτα στα αφεντικά. Τον έψαχναν. Ήρθε ο διευθυντής του εργοστασίου με τον διερμηνέα και με ρώτησαν τι είχε γίνει. ‘Είναι άρρωστη μικρή μας και πάει να την πάρει’ τους είπα. ‘Nein Kind hier’ (όχι παιδί εδώ) ήταν η απάντηση».
«Στείλανε τηλεγράφημα, αλλά εκείνος έκανε ότι δεν το έλαβε ποτέ. Έδωσε λεφτά να το στείλουν πίσω. Προχώρησε με το παιδί στην Αθήνα. Ήξερα ότι την τάδε μέρα θα έφευγαν με το τρένο. Ηταν τότε που στα Σκόπια, έγινε σεισμός και στον σιδηροδρομικό σταθμό έπεσε το υπόστεγο επάνω στο τρένο. Κάποιοι σκοτώθηκαν. Το έμαθαν στη Γερμανία και έλεγαν ‘πάει ο άντρας της Νίκης και το παιδί’».
«Πήρα τηλέφωνο στο χωριό κλαίγοντας. Αλλά μου είπαν να μη στεναχωριέμαι καθώς επειδή είχαν ένα πρόβλημα με τα χαρτιά του παιδιού δεν είχαν πάρει το συγκεκριμένο τρένο».
Πατέρας και παιδί έφτασαν στη Γερμανία. «Εκεί που μέναμε δίπλα στο εργοστάσιο ήρθε ο Γερμανός με τον διερμηνέα και ζήτησε το παιδί να πάει σε ξενοδοχείο. Αρνηθήκαμε. ‘Εμείς θα φύγουμε’ είπαμε. Τελικά ο διερμηνέας έτρεχε να βρει παιδικούς σταθμούς, αλλά εμείς θέλαμε κάποιον να έχει το παιδί το βράδυ. Την ημέρα μπορούσα να το έχω μαζί στο εστιατόριο, στη μεγάλη αίθουσα όπου τρώγαμε».
«Ο διερμηνέας βρήκε εντέλει ένα ανδρόγυνο Γερμανών, που ήθελαν να υιοθετήσουν ένα παιδί. Την Έλλη και τον Κούχκτη. Εκείς ήμασταν σαφείς ότι θέλουμε απλά να φυλάνε την μικρή μας και να τους πληρώνουμε γι’ αυτό. Πηγαίναμε το βράδυ όταν τελειώναμε τη δουλειά. Ο Κούχκτη είχε χάσει τα δάχτυλα των ποδιών του στον πόλεμο, λόγω του κρύου, 20 χρόνια πριν. Ίσως και στην Ελλάδα βρέθηκε να προσέχει το παιδί Ελλήνων μεταναστών στο σπίτι του»
«Έμενα στο σπίτι τους, κοιμόμουν μαζί τους. Μίλαγα Γερμανικά μόνο. Το μόνο που θυμάμαι σήμερα είναι να μετράω» σχολίασε η κα Αναστασία.
«Ήθελαν να το κρατήσουν. Θα μας το πέρνανε το παιδί. Πήγαν χαρτιά στον άντρα μου να υπογράψει» παρενέβη η κα Νικολέτα.
Θυμάται ότι μετά από δύο χρόνια σχεδόν άλλαξαν εργοστάσιο. Πήγαν στο Bad Harzburg. Πήραν μαζί και την κόρη τους, ενώ εκεί στις 6 Μαρτίου 1965, γεννήθηκε και το δεύτερο παιδί τους, ο Γιώργος. Στη Γερμανία είχε πάει και ο αδερφός της, ο Αργύρης να εργαστεί και για ένα διάστημα πήραν και τη μητέρα τους, την Παναγιώτα.
Έφυγαν από τη Γερμανία, προσωρινά, για έξι μήνες με προορισμό την Ελλάδα, αλλά δεν έμελλε να επιστρέψουν. «Εγώ ήθελα στη Γερμανία. Μ’ άρεσε εμένα δεν ήθελα να φύγω», λέει η κα Νικολέτα. Σκέφτηκαν αρχικά να πάνε στον Καναδά, αλλά από το γραφείο μετανάστευσης είπαν στον σύζυγό της πως «έχει πολύ κρύο και έχεις δύο παιδιά. Αν θες να πας για την Αυστραλία…».
ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
«Ήταν με τη ΔΕΜΕ. Τα περισσότερα χαρτιά μας ήταν έτοιμα. Ήταν Οκτώβριος του 1967 όταν αναχωρήσαμε με το ‘Πατρίς’ από τον Πειραιά. Φτάσαμε στις 11 Νοεμβρίου. Κάναμε σχεδόν 40 μέρες ταξίδι, καθώς το Σουέζ ήταν κλειστό. Ήμασταν εγώ, ο σύζυγος, και τα δύο παιδιά. Έξι χρόνων τότε η Αναστασία και δύο ετών ο Γιώργος».
Ο γύρος της Αφρικής δεν ήταν η μόνη περιπέτεια. Η κα Νικολέτα θυμάται ότι «επάνω στο πλοίο μάζευαν τα παιδιά για δραστηριότητες κάποιες ώρες και αργότερα το απόγευμα τα πέρναμε. Πάμε να πάρουμε το παιδί. Δεν ήταν εκεί. Τώρα; Άντε βρες το».
«Νόμιζα ότι έπεσε από το καράβι. Το χάσαμε. Είχε πάει 22:00 το βράδυ. Πέντε ώρες την ψάχναμε με τον Παναγιώτη. Μαλώσαμε … Πήγαμε στον καπετάνιο. Έβγαλε ανακοίνωση, αν το παιδί βρίσκεται σε κάποια καμπίνα να το βγάλουν έξω. Η Αναστασία είχε ακολουθήσει ένα άλλο παιδί με το οποίο έπαιζε μαζί στην καμπίνα τους. Η μητέρα του παιδιού δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε μέχρι την ώρα που άκουσε την ανακοίνωση. Έβγαλαν την Αναστασια από την καμπίνα, αλλά δεν τη συνόδεψαν εκεί που ήμασταν».
«Περπάταγα μόνη μου. Δεν ήξερα που να πάω», ανέφερε η κα Πολύμου.
«Τη βρήκαν να περιφέρεται και μας την έφεραν» πρόσθεσε η κα Νικολέτα.
Θυμήθηκαν επίσης ότι πέρασαν «μία μεγάλη φουρτούνα και είχε σπάσει το φινιστρίνι στην καμπίνα και έμπαινε νερό μέσα. Ευτυχώς, το έφτιαξαν αμέσως».
Σε γενικές γραμμές στο ταξίδι πέρασαν όμορφα. «Είχε καλά φαγητά, γλεντούσαμε, κάναμε κάποια μαθήματα Αγγλικών. Το ‘sorry’ μάθαμε επάνω στο καράβι, αν σκουντήξεις κάποιον».
Από τη Γερμανία, με τα «γερά σπίτια», έφτασαν στο Port Melbourne, που εκείνη την εποχή οι κατοικίες είχαν λαμαρίνες.
«Τα χάσαμε… αλλά δεν είδαμε πολλά. Βγήκαμε νύχτα και μας πήγαν κατευθείαν στο τρένο. Φτάσαμε στη Μπονεγκίλα. Εκεί να δεις … πολλές μύγες, βαράγαμε με τα φύλλα να τις διώξουμε για να πάμε να φάμε. Μικρές μύγες που κολλάγανε επάνω σου. Έχασα και τη βέρα μου εκεί στη Μπονεγκίλα. Είχα αδυνατίσει και μου έπεσε. Εκεί έμεινε».
«Σχεδόν καλοκαίρι. Την ημέρα είχε κοντά στους 40 βαθμούς, αλλά το βράδυ πολύ κρύο. Εμείς θέλαμε να φύγουμε για τη Μελβούρνη. Είχε ξαδέρφια εδώ ο άντρας μου. Έμεναν στο Hawthorn. Είχαν έρθει να μας υποδεχτούν στο καράβι, αλλά εμάς μας είχαν βάλει ήδη στο τρένο».
«Μετά από 11 ημέρες στη Μπονεγκίλα μας έφεραν εδώ στο Maribyrnong. ‘Τρέξε να βρεις τα ξαδέρφια σου’, είπα στον Παναγιώτη. Είχε τη διεύθυνση. Περπάτησε, πήρε το τραμ. Έφτασε έως το The Royal Melbourne Hospital περίπου. Εκεί βρήκε έναν Γερμανό. Συνεννοήθηκαν στα Γερμανικά. Του λέει αυτός ‘Έλα να σε πάω με το αυτοκίνητο’. Είχε μία Μερσεντές.Τον πήγε στα ξαδέρφια του στο Hawthorn και εντέλει ήρθαν και μας πήραν…».
«Μείναμε στο σπίτι τους. Κανονίσαμε πόσα λεφτά θα τους δίνουμε. Τότε ο Παναγιώτης έπαιρνε 36 δολάρια την εβδομάδα. Βρήκε αμέσως δουλειά, με τον ξάδερφό του, στο εργοστάσιο της Vulcan, στις σόμπες, στο Dandenong».
«Εγώ ξεκίνησα τη δουλειά με τον καινούργιο χρόνο, μετά τις γιορτές, το 1968, σε ένα καθαριστήριο. Έβαζα σεντόνια στη μηχανή και τα σιδέρωνε. Αλλά με έπιασε έντονος πόνος στα νεφρά μου. Μετά από ένα μήνα σταμάτησα. Έκανα μία επέμβαση για την αφαίρεση πέτρας. Όταν εργάστηκα ξανά έπιασα τη ραπτομηχανή».
«Βρήκα μία Γερμανίδα ‘μπόσενα’ και συνεννοήθηκα με αυτή στα Γερμανικά. Έφτιαχνα κορσέδες, στο Hawthorn και έπαιρνα 24 δολάρια την εβδομάδα. Ο ‘μπόσης’ ήταν Εβραίος».
«Στους 11 μήνες που ήμασταν εδώ αγοράσαμε σπίτι με 500 δολάρια ‘ντεπόζιτο’ στο Φλέμινγκτον. Εξοφλήσαμε δίνοντας στον ιδιοκτήτη 15 δολάρια την εβδομάδα. Ήταν στα τέλη του 1968 … Το γάλα, τα αυγά, το ψωμί μας τα έφερναν έξω από το σπίτι. Αφήναμε τα λεφτά και δεν τα έπαιρνε κανείς. Ήταν ωραία χρόνια. Πήραμε σπίτι γρήγορα. Το φτιάξαμε και μετά από δύο χρόνια περίπου το πουλήσαμε».
«Εγχείριση στα νεφρά έκανα ακόμα μία, το 1971. Ένα χρόνο μετά περίπου ήταν που πήραμε ένα μαγαζί που βρήκαμε στον ‘Νέο Κόσμο’. Μέναμε από πάνω. Ήταν ένα καφέ/εστιατόριο στο Moonee Pods. Αλλά μας κλέψανε 6-7 φορές και προκάλεσαν ζημιές. Στους 18 μήνες το πουλήσαμε».
Η Αναστασία θυμάται όταν ήταν 12-13 χρόνων, την ώρα του μεσημεριανού, να φεύγει από το σχολείο και να παίρνει το τραμ για να πάει στο μαγαζί να βοηθήσει, τόσο στη συνεννόηση με τους πελάτες (οι γονείς της δε μιλούσαν τα Αγγλικά), αλλά και να φτιάξει καφέδες, μπέργκερς.
Το 1974 αγόρασαν το σπίτι στο Ascot Vale, όπου η κα Νικολέτα ζει μέχρι σήμερα. «Και αυτό στον ‘Νέο Κόσμο’ το βρήκαμε. Έκανε 28.000 δολάρια τότε και δώσαμε ‘ντεπόζιτο’ 3.000 δολάρια. Λίγο καιρό μετά πήραμε ένα ακόμα σπίτι στο Footscray, και αυτό το είδαμε στον ‘Νέο Κόσμο».
«Είχα κάνει τα κουμάντα μου», λέει η κα Νικολέτα. «Δούλευα δε σταμάτησα καθόλου, αλλά όποτε χρειάστηκε και στήριξη από το κράτος την είχα. Αλλά και από την τράπεζα, γιατί πλήρωνα πάντα στην ώρα μου και περισσότερα από όσα ήταν η δόση».
Το 1976 γεννήθηκε και ο μικρότερος της οικογένειας, ο Βασίλης, ενώ το 1984 οι δρόμοι της με τον συζυγό της χώρισαν. Αλλά μέχρι και σήμερα διατηρούν πολύ καλές σχέσεις, όπως ανέφεραν και οι δύο.
«Μετά τον χωρισμό έκανα κάποιες δουλειές και στο σπίτι με δική μου μηχανή που αγόρασα. Στρατιωτικά παντελόνια, σεντόνια, τσέπες πέρναγα … Είχα δάνεια να πληρώσω και να βάλω φαγητό στο τραπέζι», είπε η κα Νικολέτα.
Όσο για τη σχέση της με τη θρησκεία; «Εκκλησία πήγαινα κάθε Κυριακή, πάντα είχα τη θρησκεία στη ζωή μου. Με αυτό ζω, με την πίστη. Εκτός από το εικόνισμα της Παναγίας στην κουζίνα, έχω και άλλα στο σπίτι. Έχω τον Χριστό στο δωμάτιό του, αλλά και τους Αγίους Ραφαήλ, Νικόλαο και Ειρήνη, που είχα κάνει τάμα και έχω πάει και να προσκυνήσω στη Λέσβο».
Ήταν το 1986 όταν επέστρεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα μετά τη μετανάστευση στην Αυστραλία. Είχαν περάσει 19 χρόνια. Η μητέρα της, η Παναγιώτα ήταν άρρωστη. «Με τον μικρό μου γιο, τον Βασίλη, 10 χρόνων τότε ταξιδέψαμε με την ‘Ολυμπιακή’. Ήταν και η πρώτη φορά που έμπαινα σε αεροπλάνο. Μ’ άρεσε …».
«Όταν ήμουν μικρή, στο χωριό μας, βλέπαμε τα αεροπλάνα να περνάνε ψηλά και μας φαινόταν σα σταυρουδάκια … Τα έφερε έτσι η ζωή και σε καράβια μπήκαμε και σε τρένα μπήκαμε και σε αεροπλάνα μπήκαμε. Μεταναστεύσαμε και ταξιδέψαμε με κάθε δυνατό τρόπο».
Πολλές οι… ανηφοριές που συνάντησε στη ζωή της η κα Νικολέτα. Αλλά, εντέλει, για να θυμηθούμε και τον Νίκο Καζαντζάκη, «πήρε το σωστό δρόμο;».
Η ίδια απαντά: «Είμαι ευχαριστημένη … Παρ’ όλα όσα πέρασα. Πίστεψέ το, γιατί ο Θεός με έκανε έτσι … Μου έδωσε πολλές δοκιμασίες, αλλά Μου έδωσε και την υγειά μου, τη δύναμη να τις ξεπεράσω. Αλλά όπως έλεγαν και οι παλιοί: ‘Σείσου να σε σείσω!’ Τα κατάφερα και είμαι ικανοποιημένη με τη ζωή μου».
*Παρακαλούμε, αν θέλετε, να μας στείλετε προς δημοσίευση στο email: editor@neoskosmos.com.au τις δικές σας ιστορίες μετανάστευσης/ζωής, με έμφαση στον ρόλο των μητέρων, των γιαγιάδων και προγιαγιάδων που βοήθησαν -και συνεχίζουν να βοηθούν- τις οικογένειές τους, συνέβαλαν -και συνεχίζουν να συμβάλλουν- στην ιστορία της παροικία μας.