ΓΕΝΙΚΩΣ και ειδικώς ειπείν, εγώ στη ζωή μου «ανθίζω» αργά. Είμαι αυτό που λένε στ’ Αγγλικά late bloomer! Αργά έκανα την πρώτη μου σχέση, αργά παντρεύτηκα, αργά έγινα πατέρας, αργά χώρισα, αργά αγόρασα το πρώτο μου αυτοκίνητο, ή ο πρώτο μου σπίτι.

Εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα, αποτελεί η υποστήριξή μου για τον Ολυμπιακό.

Θυμάμαι τον εαυτό μου να λέει είμαι Ολυμπιακός και να διαβάζει το «ΦΩΣ» ως μικρό παιδί, πριν ακόμα ο Νίκος Γουλανδρής φέρει στον Πειραιά τον Υβ Τριαντάφυλλο και το Ρομαίν Αργυρούδη.

Γεννημένος και μεγαλωμένος σ’ ένα κεφαλοχώρι του Νομού Κοζάνης, την Εράτυρα, όπου οι περισσότεροι υποστήριζαν τον ΠΑΟΚ, τον Άρη, ή ακόμα και τον Ηρακλή, εγώ ως πιτσιρικάς, ακόμα και με κίνδυνο να φάω ξύλο, τριγυρνούσα στους δρόμους φωνάζοντας δυνατά, «ΠΑΟΚ, Άρης, Ηρακλής, τύφλα να ‘χουν και οι τρεις! Μόνο του Ολυμπιακού η ομάδα, είναι πρώτη στην Ελλάδα!».

Προβόκαρα με το παραπάνω σύνθημα και τολμούσα να είμαι Ολυμπιακός, σε ένα κεφαλοχώρι της Δυτικής Μακεδονίας, την εποχή που ο Γιώργος Παντελάκης είχε ήδη δημιουργήσει τον μεγάλο ΠΑΟΚ με τους Γιώργο Κούδα, Σταύρο Σαράφη, Τερζανίδη, Παρίδη, Αρίσταρχο Φουντουκίδη, Γιάννη Γούναρη, Γιώργο Αναστασιάδη, Στέφα ως τερματοφύλακα, πριν να ‘ρθει ο Φορτούλα, κ.ά.

Τον Ολυμπιακό τον υποστήριζαν εκείνη την εποχή ορισμένα μεγαλύτερα παιδιά της γειτονιάς και του χωριού, που υπήρξαν μεγάλοι μπαλαδόροι και βασικά στελέχη της ομάδας μας, του Ερατυραϊκού. Ο Νίκος ο Κατσαούνης, μαθηματικός και δήμαρχος αργότερα, ο μεγάλος τεχνήτης «Κρόιφ», ο Θόδωρος ο Βεντούλης, δηλαδή, που ήθελε να του κάνει μεταγραφή η Α.Ε. Λάρισας λίγο πριν τη δημιουργία της μεγάλης ομάδας του Γκμοχ, αλλά δεν τον άφησε να φύγει από το χωριό ο πατέρας του, ο Νότης ο Καρπούζας! Ο Νότης! Αυτός ο φοβερός διοικητικός υπάλληλος της Κοινότητας και του Δήμου μας. Το άτομο που έπαιζε τη γραφειοκρατία και τη διαχείριση στα δάχτυλά του! Ο Νότης ήταν, που σε χρόνο-ρεκόρ πιστοποίησε για την ομάδα μπάσκετ του ΠΑΟΚ τους προγόνους του Μπάνε Πρέλιεβιτς, που ήταν από τη γειτονιά μου.

Από το συγγενικό μου περιβάλλον Ολυμπιακός ήταν και ο μεγάλος μου εξάδερφος ο Μιχάλης ο Μπαρτσίδης, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Πουλαντζά, για σειρά ετών.

Ολυμπιακός, συν τοις άλλοις, ίσως να έγινα και λόγω επιρροής του συγχωρεμένου του Νίκου του Ντερβένη, που ζούσε στο λεκανοπέδιο και όταν ερχόταν το καλοκαίρι στο χωριό για διακοπές, φορούσε φανέλες του Ολυμπιακού ή καμπαρντίνες και μας έλεγε ιστορίες για την ομάδα, για τους φιλάθλους της, για τον Γουλανδρή, για την Αθήνα και τον Πειραιά.

Άκουγα όλες τις περιγραφές των αγώνων της ομάδας με τον Αντώνη Πυλιαρό στο ραδιόφωνο. Θυμάμαι λες και τον είδα χτες, αν και πέρασαν πενήντα χρόνια από τότε, πως τη βραδιά που ο Ολυμπιακός κέρδισε το Φωστήρα με 11-0, ο Γιάννης Διακογιάννης άρχιζε την Αθλητική Κυριακή λέγοντας «Σκορ-μαμούθ στην Α’ Εθνική. Ολυμπιακός-Φωστήρας 13-0!». Κατάλαβε αμέσως το λάθος του όμως, και το διόρθωσε!

Το απόγευμα που κερδίσαμε στην Πάτρα την Άντερλεχτ με 3-0, με τα γκολ του Γαλάκου και τα μύρια όσα μας έκανε ο σφαγέας Ούγγρος διαιτητής Παλοτάι, έτσι ώστε να αποκλειστούμε από το Κύπελλο Πρωταθλητριών, εγώ τρωγόμουν με τα ρούχα μου. Ήμουν καλός μαθητής, μας υποχρέωναν να πηγαίνουμε στο κατηχητικό, είχα κατηχητικό στον Αϊ Γιώργη της πλατείας εκείνο το απόγευμα. Σήκωνα το χέρι και ζητούσα συνέχεια να πάω στην τουαλέτα εκείνο το απόγευμα, έτσι ώστε να μπορώ να ακούω από τα τρανζίστορ της πλατείας την εξέλιξη του αγώνα!

Ως παιδί, αγόραζα και διάβαζα σχεδόν κάθε μέρα την εφημερίδα μας, το «ΦΩΣ» (της Δευτέρας και των Σπορ), που έφτανε στην Εράτυρα και στο καφενείο του Μπέη με το μεσημεριανό λεωφορείο από την Κοζάνη. Εγώ διάβαζα το «ΦΩΣ» κι ένας συγχωρεμένος θείος μου νόμιζε πως διάβαζα «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ», λόγω του κόκκινου χρώματος της εφημερίδας!

«Να τον προσέχεις τον Κωστάκη, θα χαρακτηριστεί, οι άλλοι είναι φοιτητές, αυτός είναι μικρός ακόμα», είπε ένα απόγευμα στη μάνα μου ο θείος μου ο Γιάννης, μια και ο πατέρας ήταν ήδη στην Αυστραλία.

Τον Ολυμπιακό τον είδα για πρώτη φορά να παίζει μπάλα από κοντά, στο κατάμεστο γήπεδο της Καστοριάς. Με Σαργκάνη τερματοφύλακα και Μάικ Γαλάκο στην επίθεση. Αρχές του 1980 πρέπει να ήταν. Το παιχνίδι έληξε ισόπαλο.

Στα χρόνια της Αθήνας, την ομάδα την έβλεπα να παίζει στο ΟΑΚΑ, στα μεγάλα ντέρμπι, με Τζιοβάνι και Ριβάλντο στη σύνθεσή της. Στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης«, όμως, το έχω απωθημένο, τον Ολυμπιακό τον είδα να παίζει μόνο μια φορά, εκεί. Αγώνας του Champions League ήταν και είχε κερδίσει την Άρσεναλ του Αρσεν Βεγκέρ με 1-0, αν θυμάμαι σωστά.

Τον Πειραιά και τον κόσμο του, πριν τον γνωρίσω μέσα από τις βόλτες με τη βέσπα και το αυτοκίνητο του φίλου μου του Τάκη, ιταλοσπουδαγμένου, αθλητή του Ολυμπιακού στα νιάτα του και δημοτικού σύμβουλου του μεγάλου λιμανιού, τότε, τον είχα πρωτογνωρίσει από το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι». Δώρο της Τζένης, που πρόσφατα έβγαλε τη δική της εντυπωσιακή συλλογή διηγημάτων με το ΘΕΜΕΛΙΟ ήταν. Ζούσα ακόμα στην Αυστραλία, τότε.

Προφήτης Ηλίας, Παλιά Κοκκινιά, Δραπετσώνα, Χατζηκυριάκειο, Πασαλιμάνι, Ρέντη, ο τερματικός του ηλεκτρικού, τα καράβια που έπαιρνα για Αίγινα, Σαντορίνη και Κρήτη, οι ψαροταβέρνες του Πειραιά,, τα παιδικά μου χρόνια στην Εράτυρα, όλα αυτά, έντονα και δυνατά, τριγυρνούσαν συνεχώς στο μυαλό μου προχτές, καθώς περίμενα μέσα στα άγρια ξημερώματα της Μελβούρνης, να τελειώσει ο αγώνας με την Άστον Βίλα και να περάσει ο Ολυμπιακός στον τελικό της Αθήνας για το Conference Cup, με αντίπαλο τη Φιορεντίνα.

Βίωμα και θύμησες τον παιδικών μου χρόνων, ο Ολυμπιακός. Πολιτισμική και ταυτοτική σταθερά ζωής για μένα, αυτή η ομάδα.