OΤΑΝ μπαινοβγαίνεις στα νοσοκομεία βλέπεις πολλά. Κι εγώ, 6,5 χρόνια τώρα που έχω κάνει το Peter MacCallum δεύτερο σπίτι μου, έχω δει πάρα πολλά. Τα περισσότερα είναι από εκείνα που κανείς δεν θέλει να τα βλέπει.

Μικρά παιδάκια δίχως μαλλάκια με βλέμμα νωθρό από την ταλαιπωρία της ασθένειας, νεαρά αγόρια και κορίτσια που έρχονται με τις παρέες τους για θεραπεία, ηλικιωμένους στη δύση της ζωής τους με τα εύθραυστα χέρια τους σημαδεμένα από τα τρυπήματα της «σωτήριας» βελόνας, ζευγάρια όπως εγώ κι ο άντρας μου που χαμογελούν ο ένας στον άλλον με μάτια θλιμμένα…

«Όταν με πνίγουν οι εικόνες αυτές, απλά στρέφω το κεφάλι προς το παράθυρο και τους ξαναβλέπω κάπου αλλού». Φωτογραφία: Μαρία Καμπύλη

Όταν με πνίγουν οι εικόνες αυτές, απλά στρέφω το κεφάλι προς το παράθυρο και τους ξαναβλέπω όλους κάπου αλλού. Εκεί ακριβώς που θα έπρεπε να είναι. Βλέπω τα παιδάκια με χρυσά μαλλάκια στα λεία κεφαλάκια τους να τρέχουν ανέμελα σε κάποιο πάρκο, γεμάτα ενέργεια και ζωντάνια και με τη σπίθα της ζωής να λάμπει στο βλέμμα τους. Βλέπω τις κοπέλες και τους νεαρούς να χορεύουν ξέφρενα σε κάποιο κλαμπ, να φωνάζουν «cheers mate» τσουγκρίζοντας τα ποτήρια με τα ποτά της αρεσκείας τους και όχι με τα θεραπευτικά «κοκτέιλ» που τους “κερνάνε” οι γιατροί. Βλέπω τα ζευγάρια, αγκαλιασμένα να περπατάνε σε μια παραλία ή να απολαμβάνουν τον καφέ τους στο ηλιοβασίλεμα κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον με αγάπη, στοργή κι ελπίδα για το αύριο…

Πριν από μερικούς μήνες, σε μια από τις τρισεβδομαδιαίες επισκέψεις μου στο νοσοκομείο για θεραπεία είδα κάτι που με άγγιξε βαθιά. Είδα να μπαίνουν στο δωμάτιο δυο γυναίκες. Η μια ήταν γύρω στα 35 κι η άλλη αρκετά μεγαλύτερη. Σκέφτηκα πως ήταν μάνα με κόρη. Στην αρχή πίστεψα το αναμενόμενο, ότι δηλαδή η κόρη συνόδευε την άρρωστη μητέρα της. Γρήγορα, όμως, διαψεύστηκα οικτρά. Ήταν η μάνα που συνόδευε το παιδί της σε ένα μέρος που καμιά μάνα δεν θα έπρεπε να βλέπει το σπλάχνο της.

Η καρδιά μου πάγωσε κι ένα δάκρυ στάθηκε στα μάτια μου αναποφάσιστο. Να κυλήσει ή να μείνει μετέωρο, όπως και τα βήματα της κοπέλας που μόλις και μετά βίας κατάφερνε να συρθεί υποβασταζόμενη από τη μητέρα της που πάσχιζε να την οδηγήσει στην πολυθρόνα της σωτηρίας.

Με τι στοργή και τρυφερότητα την κρατούσε στα χέρια της την ώρα που τη βοηθούσε να καθίσει. Με τι λατρεία την κοιτούσε στα μάτια και το στόμα αγωνιώντας να αντιληφθεί τι της έλεγε και να προλάβει να κάνει ό,τι μπορούσε για να μην υποφέρει το κορίτσι της και να το κάνει να νοιώσει άνετα.

“Τις πήγα, λοιπόν, στο παιδικό δωμάτιο της κόρης που τώρα ήταν πολύ μικρούλα. Είναι βράδυ και είναι ξαπλωμένη στο κρεβατάκι της έτοιμη για να κοιμηθεί. Φωτογραφία: Μαρία Καμπύλη

Όπως κάθε μάνα…

Όταν η κοπέλα φάνηκε τακτοποιημένη, τότε και η μητέρα έσυρε την καρέκλα των συνοδών δίπλα στην πολυθρόνα, έτσι ώστε να μπορεί να ακούει το ψέλλισμα της κόρης της και να μπορεί να της χαϊδεύει στοργικά πότε το χέρι και πότε το πρόσωπο…

Ύστερα, έσκυψε κι έβγαλε από την τσάντα της ένα βιβλίο. Το άνοιξε όπου ήταν ο σελιδοδείκτης κι άρχισε να διαβάζει σιγανά, για να μην ενοχλεί τους άλλους ασθενείς. Η κοπέλα έκλεισε τα κουρασμένα της μάτια, χαμογέλασε αχνά κι άρπαξε το χέρι της μητέρας της, σα να ήταν σανίδα σωτηρίας. Ίσως και να ήταν. Ίσως το μητρικό χέρι να την κρατούσε γαντζωμένη στη ζωή.

Η μητέρα σταμάτησε το διάβασμα, ανασηκώθηκε και φίλησε την κόρη της στο μέτωπο και κάτι της ψιθύρισε στο αυτί. Ύστερα, ξανακάθισε και με απόλυτα φυσικό ύφος συνέχισε να διαβάζει. Ύστερα από λίγο, η κοπέλα αποκοιμήθηκε. Τότε, η μαμά της έβαλε πίσω το σελιδοδείκτη, έκλεισε το βιβλίο κι έβγαλε τα γυαλιά της. Αθόρυβα, πήρε ένα χαρτομάντιλο από την τσέπη της κι έκανε μια κίνηση σα να σκούπισε τα μάτια της. Έμεινε εκεί στη θέση της, ακούνητη, να κοιτά την κόρη της. Μπορούσα να διακρίνω την λατρεία στο βλέμμα της κι ας μην το έβλεπα.

Ήταν η στιγμή για μένα να γυρίσω το κεφάλι μου προς το παράθυρο και να πάρω τις δυο γυναίκες μακριά από αυτό το καταθλιπτικό δωμάτιο. Δεν ήταν η θέση τους εκεί. Τις πήγα, λοιπόν, στο παιδικό δωμάτιο της κόρης που τώρα ήταν πολύ μικρούλα. Είναι βράδυ και είναι ξαπλωμένη στο κρεβατάκι της έτοιμη για να κοιμηθεί. Στο πλάι της, κάθεται η μητέρα της – κι αυτή πιο νέα – και της διαβάζει ένα παραμύθι.

Είναι η «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», εκεί που βασιλεύει το παράδοξο κι ο φόβος και από την οποία – ευτυχώς – μπορείς να φεύγεις και να έρχεσαι, όποτε θέλεις. Ακούω το μικρό κορίτσι, καθώς χάνεται στην αγκαλιά του Μορφέα, να λέει στη μητέρα του:

«Μαμά, φοβάμαι πως μπορεί να μην σε ξαναδώ.»

«Αγαπημένη μου κορούλα, στους κήπους της μνήμης, στο παλάτι των ονείρων, εκεί θα βρισκόμαστε.»

«Μα το όνειρο δεν είναι πραγματικότητα, μαμά.»

«Και ποιος μπορεί να πει τι είναι τι, κόρη μου;»

Ξαφνικά, η κοπέλα ξύπνησε και οι τρεις μαζί επιστρέψαμε με πάταγο στο καταθλιπτικό δωμάτιο. Εκείνη στην πολυθρόνα 112 κι εγώ στην 114 με τον ρυθμικό ήχο των μηχανημάτων να μαρτυρά πως είμαστε ακόμη ζωντανές και πως γυρίσαμε σώες κι αβλαβείς από τη χώρα των θαυμάτων.

Με μια καλά προβαρισμένη ψυχραιμία, η μητέρα σηκώθηκε από την καρέκλα της κι άρχισε να τακτοποιεί το μαξιλάρι της κόρης της. Εκείνη την κοιτάζει και πίσω από το χαραγμένο από την αρρώστια πρόσωπό της, μπορώ να διακρίνω την ανάγκη ενός μικρού παιδιού να αισθανθεί την ασφάλεια και την παρηγοριά που μόνο η παρουσία της μάνας μπορεί να του προσφέρει.

«Όλα θα πάνε καλά, παιδί μου, στο υπόσχομαι», άκουσα τη μητέρα να της λέει. Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι καταφατικά κι αποκοιμήθηκε ξανά.

Τις κοίταζα και τώρα δεν ήθελα να τις πάρω από εκεί. Το δωμάτιο δεν ήταν πια καταθλιπτικό. Ήταν γεμάτο από το φως της μητρικής αγάπης που σκόρπιζε παντού την ελπίδα, την πίστη για το θαύμα.

Σκέφτηκα τη μαμά μου, έκλεισα τα μάτια μου για να αισθανθώ την παρουσία της και να γευτώ τη μυρωδιά της. Ήταν εκείνη τη στιγμή που το αναποφάσιστο δάκρυ που ακόμα στεκόταν μετέωρο στα ματόκλαδά μου, επιτέλους κύλησε. Τότε, αποκοιμήθηκα κι εγώ.