SUSAN BESSELL-BROWN
Το 2016 ο αδελφός μου Guy και η σύζυγός του Nicola, ο σύντροφός μου Ross Hall και εγώ, επισκεφτήκαμε το Ρέθυμνο της Κρήτης όπου ο αποθανών πατέρας μας, Ian Bessell-Browne, πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης το 1941.
Οργανώσαμε μια τελετή στο Στρατιωτικό Μουσείο στο Χρωμοναστήρι Ρεθύμνου για να ευχαριστήσουμε τους Κρητικούς για την θέρμη και την καλοσύνη τους προς τους Αυστραλούς, Βρετανούς και Νεοζηλανδούς στρατιώτες που είχαν έρθει εκεί για να πολεμήσουν ενάντια στην Γερμανική εισβολή.
Ο Διευθυντής του Μουσείου, Αντισυνταγματάρχης Εμμανουήλ Μιχελάκης, προσκάλεσε διάφορους ανθρώπους να παρευρεθούν στην τελετή.
Ανάμεσά τους ήταν και ο κ. Βασίλης Παπαδόπουλος. Μετά την τελετή προσκαλέσαμε μερικούς από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου και του κ. Βασίλη για να γευματίσουμε και εκεί ήταν που μοιράστηκε την ιστορία του μέσω διερμηνέων.
Μας είπε πως δεν είχε ποτέ αφηγηθεί την ιστορία του πρωτύτερα εκτός Κρήτης, και μου ζήτησε να του υποσχεθώ πως θα την δημοσιοποιήσω.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Βασίλης Παπαδόπουλος ήταν 7,5 χρονών το 1941. Το 2016 που τον συναντήσαμε, ήταν ένας από τους 5 επιζήσαντες των εκτελέσεων από τους Ναζί εκείνη την περίοδο και ζούσε ακόμη στο Ρέθυμνο κοντά στην τοποθεσία «Περιβόλια», όπου οι άμαχοι Κρητικοί εκτελέστηκαν από τους Ναζί.
Αυτή ήταν η πρώτη εκτέλεση αμάχου πληθυσμού (γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι) κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έλαβε χώρα στις 23 και 24 Μαΐου του 1941. Φωτογραφικές αποδείξεις από την εν λόγω εκτέλεση στο Ρέθυμνο, δεν υπήρξαν, σε αντίθεση με μια πιο γνωστή εκτέλεση αμάχων που έλαβε χώρα κοντά στα Χανιά της Κρήτης λίγο καιρό αργότερα στις 02 Ιουνίου (Κοντομαρί Χανίων), είναι αυτή που έχει καταγραφεί στα επίσημα αρχεία. Ένας γερμανός φωτογράφος (Franz Peter Weixler), κράτησε κρυφά μερικές από τις φωτογραφίες της εκτέλεσης στα Χανιά και κάποιες από αυτές μπορεί να τις δει ο επισκέπτης, στο Στρατιωτικό Μουσείο Χρωμοναστηρίου στο Ρέθυμνο.
Μετά την γερμανική κατοχή, ο κ. Βασίλης για να επιβιώσει, συνήθιζε να πουλάει λαχανικά με μία άμαξα που την έσερνε ένα γαϊδούρι και το Χρωμοναστήρι (η τοποθεσία του Στρατιωτικού Μουσείου Ρεθύμνου το οποίο άνοιξε σε μία πανέμορφη ανακαινισμένη βίλα το 2010) ήταν ένα από τα πρώτα χωριά που εργάστηκε.
Τώρα, ο ηλικιωμένος πλέον Βασίλης, δείχνοντάς μας αγάπη και στοργή, επαναλαμβάνει συνεχώς ότι είναι ζωντανός, όπως και οι άλλοι 4 επιζώντες της εκτέλεσης, εξαιτίας του Αυστραλιανού πυροβολικού. Εξακολουθεί μάλιστα να κάνει μνεία στον πατέρα μας, Ταγματάρχη Ian Bessell-Browne ως τον άνθρωπο που έδωσε την διαταγή για την ρίψη πυρών κατά των Γερμανών. Αυτό, μάλιστα, επιβεβαιώνεται και από τα αρχεία. Ως διοικητής της 6ης Πυροβολαρχίας, η οποία βρισκόταν 700-800 μέτρα μακριά από την περιοχή της εκτέλεσης, πρέπει να ήταν πράγματι ο πατέρας μας που έδωσε την διαταγή για την ρίψη πυρών προκειμένου να σώσει τους περίπου 40 αθώους άμαχους από την εκτέλεση.
Την 20η Μαΐου, αφού ο γερμανικός βομβαρδισμός είχε ξεκινήσει από νωρίς το πρωί, η οικογένεια του κ. Βασίλη έτρεξε για να σωθεί μακριά από το σπίτι και κρύφτηκε σε μια σπηλιά κάτω από μία γέφυρα – γονείς και παιδιά. Έβλεπαν τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές να πέφτουν από τον ουρανό και ένας μάλιστα προσγειώθηκε αρκετά κοντά τους. Οι Αυστραλοί δεν βρίσκονταν εκεί κοντά τη στιγμή εκείνη μιας και τους εξέπληξε το σημείο προσγείωσης των αλεξιπτωτιστών. O κ. Βασίλης, είδε τον αλεξιπτωτιστή να καταναλώνει ένα ποτό το όποιο αρχικά θεώρησε πως επρόκειτο για κάποιου είδους ναρκωτική ουσία την οποία χρησιμοποιούσαν για να είναι ατρόμητοι στην μάχη. Ο Γερμανός, έκοψε το αλεξίπτωτο απελευθερώνοντας τον από το δέντρο και κατευθύνθηκε προς την οικογένεια που κρυβόταν στην σπηλιά. Τους πλησίασε, και σημαδεύοντας τους με το πολυβόλο τους ρώτησε αν κρύβονταν Άγγλοι στρατιώτες εκεί μέσα. Αφού έλεγξε ότι δεν υπήρχε κανείς πέραν της οικογένειας, έφυγε.
Οι Γερμανοί τις πρώτες ημέρες της μάχης, αιχμαλώτιζαν όσους έβρισκαν στην περιοχή και τους έκλειναν μέσα σε δύο μεγάλα σπίτια. Αυτοί ήταν γύρω στους 150 κάτοικους που τους προετοίμαζαν για εκτέλεση – κυρίως γυναίκες, ευπαθείς ομάδες και παιδιά. Τους είχαν κλείσει για δύο ημέρες προκειμένου να τους χρησιμοποιήσουν σαν αντίποινα επειδή είχαν μεγάλες απώλειες τις πρώτες ημέρες της μάχης. Στις 23 Μαΐου το πρωί, πήραν από το ένα σπίτι περίπου καμιά 30αριά άνδρες και αφού τους εκτέλεσαν ως αντίποινα, τους πέταξαν σε ένα πηγάδι. Ενώ η μάχη συνεχιζόταν, την επόμενη ημέρα, στις 24 Μαΐου, πήραν πάλι καμιά 25αριά άνδρες και τους εκτέλεσαν εκεί που σήμερα είναι το Ηρώο Πεσόντων ενώ στο τέλος τους έβαλαν και φωτιά.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (24 Μαΐου) συγκέντρωσαν περίπου 40 γυναικόπαιδα μαζί με άνδρες στο σημείο (ανάμεσά τους και η οικογένεια του κ. Βασίλη). Όταν ξεκίνησαν από το σπίτι που τους είχαν αιχμαλωτίσει, άρχισαν να τους χτυπάνε αναγκάζοντας τους να κατευθυνθούν προς την θάλασσα. Ένα ηλικιωμένο άρρωστο ζευγάρι τους είπε ότι αδυνατούσε να προχωρήσει περαιτέρω και εκτελέστηκε επί τόπου. Αργά το απόγευμα ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής-διαβιβαστής έφτασε με γραπτή διαταγή από τον διοικητή τους, να εκτελέσουν τον συγκεντρωμένο άμαχο πληθυσμό.
Οι Γερμανοί, οδήγησαν τα γυναικόπαιδα στη παραλία, προς την αμμουδιά. Ο πατέρας του κ. Βασίλη έσκαψε γρήγορα μία τρύπα στην άμμο και έβαλε μέσα τον Βασίλη με τον αδερφό του με ένα μικρό ανάχωμα άμμου γύρω τους για να τους προστατεύει από τα πυρά. Οι γονείς στάθηκαν μπροστά στην τρύπα ανάμεσα στα παιδιά και στα όπλα προκειμένου να τα προστατεύσουν, βάζοντας τα σώματά τους απευθείας μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Οι Γερμανοί άνοιξαν πυρ και πρόλαβαν να ρίξουν μια ριπή στην οποία τραυματίστηκε σοβαρά η μητέρα του κ. Βασίλη, ενώ τραυματίστηκαν θανάσιμα η θεία του και η γιαγιά του.
Στη συνέχεια, συνέβη μία έκρηξη στην περιοχή, από οβίδα πυροβόλου που βλήθηκε από το Αυστραλιανό πυροβολικό που βρισκόταν σε ένα λόφο ψηλότερα και παρατηρούσε τους Γερμανούς να εκτελούν αμάχους. Από την έκρηξη, οι Γερμανοί έφυγαν πανικόβλητοι αφήνοντας νεκρούς και πληγωμένους στο σημείο της εκτέλεσης.
Ο Βασίλης παρακολούθησε την εκτέλεση της μητέρας του, της γιαγιάς του και της θείας του και δύο άλλων γυναικών. Αρκετοί τραυματίστηκαν βαριά κι εκείνος δεν μπορούσε να τους πλησιάσει. Κανείς δεν κινήθηκε όλο το βράδυ από φόβο μήπως οι Γερμανοί επιστρέψουν. Η μητέρα του φώναζε για βοήθεια και νερό εκείνος όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Τελικά πλησίασε και φίλησε την μητέρα του για τελευταία φορά, ανήμπορος να την βοηθήσει. Οι νεκροί, οι τραυματίες και οι διασωθέντες, παρέμειναν στην άμμο έτσι μέχρι την άλλη ήμερα το πρωί, όταν κάποιοι κατάφεραν να διαφύγουν με μεγάλη δυσκολία. Από εκείνη την ημέρα, ο κ. Βασίλης δεν ξαναείδε την μητέρα του, την θεία του και την γιαγιά του. Ο ίδιος, ο αδερφός του και ο πατέρας του σώθηκαν από θαύμα, χάρις στην επέμβαση του Αυστραλιανού πυροβολικού.
Σε μία άλλη περίσταση ο κ. Βασίλης, μας εκμυστηρεύτηκε, ότι οι Γερμανοί εκτέλεσαν δύο Αυστραλούς στρατιώτες. Σιγουρεύτηκαν μάλιστα ότι άνοιξαν τρύπες από σφαίρες στα κράνη τους για να το κάνουν να δείχνει ότι σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Στις προηγούμενες εκτελέσεις αμάχων, οι Ναζί πετούσαν τα πτώματα των δολοφονηθέντων μέσα σε ένα πηγάδι και μόλις αυτό γέμισε τα έκαψαν.
Η οικογένεια του κ. Βασίλη έχασε και το σπίτι της από βομβαρδισμό. Εκείνος και ο αδερφός του έμειναν άστεγοι και ορφανοί. Μετά τη μάχη της Κρήτης και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, συγγενικές οικογένειες βοήθησαν τον κ. Βασίλη και τον αδερφό του να ανακάμψουν.
*Ο Βασίλης Παπαδόπουλος πέθανε στις 30.12.2022 σε ηλικία 88 ετών.
*Η ιστορία του Βασίλη Παπαδόπουλου πρωτοδημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα “Battle of Crete Memorial Committee WA” https://battleofcrete.org.au/vassilis-papadopouloss-story/