Ουκ ολίγοι συμπάροικοι θεωρούν ότι έχουν «βρει μπελά» με το διαδίκτυο και σε κάποιες περιπτώσεις δεν έχουν άδικο.
Οι νέες τεχνολογίες μας διευκολύνουν βέβαια σε ένα σωρό τομείς της καθημερινότητάς μας, όπως στην επικοινωνία με αγαπημένους που είναι μακριά, είτε εντός αυστραλιανών συνόρων, είτε έως την Ελλάδα ή αλλού στον Κόσμο.
Ωστόσο, για κάποιους ηλικιωμένους, συσκευές όπως τα «έξυπνα τηλέφωνα» και τα τάμπλετ -μεταξύ άλλων- θεωρούνται «ζόρικες» στον χειρισμό τους.
Και, δυστυχώς το διαδίκτυο εγκυμονεί και πολλούς κινδύνους, για όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Δεν είναι μόνο οι διαδικτυακές απάτες, οι οποίες συνεχώς «εκσυγχρονίζονται», αλλά και οι αμφιλεγόμενες «πολιτικές απορρήτου» (privacy policies) στις οποίες συμφωνούμε «τυφλά» σχεδόν, καθώς σχεδόν κανείς δε διαβάζει (ή πιο καλά δεν έχει το χρόνο να τις διαβάσει).
Όχι τυχαία, η Επιτροπή Ανταγωνισμού και Καταναλωτή (ACCC), στη νέα ενδιάμεση έκθεση της σχετικά με την έρευνα για τις υπηρεσίες ψηφιακών πλατφορμών, προειδοποιεί ότι πολλοί καταναλωτές στην Αυστραλία αγνοούν την έκταση των προσωπικών δεδομένων (personal data) που συλλέγονται γι’ αυτούς σε καθημερινή βάση.
Κατά την ACCC ο μέσος χρήστης θα χρειαζόταν σχεδόν 46 ώρες το μήνα για να διαβάσει πλήρως κάθε πολιτική απορρήτου που θα συναντούσε σε μία ιστοσελίδα/πλατφόρμα.
Κατά μέσο όρο, μια τυπική πολιτική απορρήτου περιέχει 6.876 λέξεις, για την ανάγνωση της οποίας απαιτούνται περίπου 29 λεπτά.
Ως εκ τούτου, επισήμανε η ACCC οι καταναλωτές δεν ασχολούνται με τις πολιτικές απορρήτου και «σε κάθε περίπτωση, συνήθως δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αποδεχθούν τους όρους και τις προϋποθέσεις … για να έχουν πρόσβαση σε ένα προϊόν ή μια υπηρεσία».
«Αυτό εγείρει το ερώτημα κατά πόσον αυτό μπορεί να θεωρηθεί συγκατάθεση μετά από ενημέρωση».
«Περαιτέρω, οι πολιτικές απορρήτου περιέχουν ευρείς όρους και προϋποθέσεις που διευκολύνουν την ανταλλαγή δεδομένων των καταναλωτών με τρίτους».
«Καθώς τα μέρη αυτά συχνά δεν προσδιορίζονται, οι καταναλωτές δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν με ποιον έχουν κοινοποιηθεί οι πληροφορίες τους».
Η διφορούμενη γλώσσα και η διατύπωση «πάρε-δώσε ή άφησέ το» των όρων προστασίας της ιδιωτικής ζωής καθιστούσε επίσης δύσκολο για τους καταναλωτές να κατανοήσουν σε τι συμφωνούσαν όταν επρόκειτο για τα δεδομένα τους, υπογραμμίζει η ACCC.
Αυτό περιελάμβανε την παροχή προσωπικών στοιχείων σε εταιρείες δεδομένων και επιχειρήσεις.
Στην περίπτωση αυτή, η έρευνα επικεντρώθηκε σε επιχειρήσεις που δεν είχαν άμεση σχέση με τον πελάτη.
Η αναπληρώτρια πρόεδρος της ACCC, Catriona Lowe, δήλωσε ότι η σημασία των δεδομένων ως «κρίσιμου αγαθού» πρόκειται να αυξηθεί με την άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης.
«Σε πολλές περιπτώσεις, οι εταιρείες δεδομένων δεν έχουν άμεση σχέση με τους καταναλωτές των οποίων τα δεδομένα ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν», είπε.
«Πολλοί καταναλωτές μπορεί να μηνγνωρίζουν το εύρος των δεδομένων που συλλέγονται και στη συνέχεια μοιράζονται ή μεταπωλούνται σε εταιρείες δεδομένων ή σε άλλα μη αναγνωρισμένα τρίτα μέρη».
«Καθώς οι καταναλωτές καλούνται όλο και περισσότερο να παρέχουν προσωπικές πληροφορίες ή άλλα δεδομένα για τον εαυτό τους προκειμένου να έχουν πρόσβαση σε σημαντικές υπηρεσίες, όπως η υποβολή αίτησης για ενοικίαση ακινήτου ή η λήψη ασφαλιστικής προσφοράς, ανησυχούμε πολύ για το γεγονός ότι οι καταναλωτές ενδέχεται να μην είναι σε θέση να ασκήσουν επιλογή ή ουσιαστικό έλεγχο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα δεδομένα τους μοιράζονται και χρησιμοποιούνται».
Σύμφωνα με την έκθεση, «ευάλωτα άτομα» μπορεί επίσης να κινδυνεύουν περισσότερο να αποτελέσουν στόχο όταν αναγνωρίζονται μέσω των δεδομένων τους.
Οι εταιρείες δεδομένων τοποθέτησαν τους καταναλωτές σε «τμήματα» προκειμένου να κατηγοριοποιήσουν και να εντοπίσουν πιθανούς πελάτες.
«Αυτά τα τμήματα ομαδοποιούν ανθρώπους με βάση κοινά χαρακτηριστικά, όπως ‘νοικοκυριά με μικρά παιδιά’ ή ‘όσοι είναι πιθανό να αγοράσουν ένα οικονομικό πακέτο διακοπών’», αναφέρει η έκθεση.
«Αυτά μπορεί να είναι για αθώους σκοπούς, όπως ένα τμήμα ‘ιδιοκτήτη σκύλου’ που χρησιμοποιείται για την παροχή στοχευμένης διαφήμισης για εκπτωτικές τροφές για κατοικίδια ζώα».
«Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν τμήματα καταναλωτών για τη στόχευση ευάλωτων ομάδων με δυνητικά επιβλαβείς τρόπους.
«Για παράδειγμα, ένα τμήμα που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους ως ‘συχνούς παίκτες’ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την προβολή διαφημίσεων τυχερών παιχνιδιών σε άτομα που έχουν εθισμό στα τυχερά παιχνίδια».
«Ακόμα και αν δεν υπάρχουν τέτοια ‘ευαίσθητα τμήματα’, μπορεί να υπάρχουν τρόποι να συνδυαστούν άλλα σημεία δεδομένων για να επιτευχθούν παρόμοια αποτελέσματα».
«Για παράδειγμα, ο συνδυασμός δεδομένων τοποθεσίας για τους επισκέπτες μιας συγκεκριμένης διεύθυνσης με δεδομένα που δείχνουν ότι η διεύθυνση είναι τόπος λατρείας θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως υποκατάστατο για ένα τμήμα που πιθανόν να περιλαμβάνει άτομα συγκεκριμένης πίστης».
Η έρευνα για τις υπηρεσίες ψηφιακών πλατφορμών – συμπεριλαμβανομένων των μηχανών αναζήτησης, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των ιδιωτικών μηνυμάτων, των ηλεκτρονικών αγορών και άλλων – έγινε πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2020, ενώ η τελική έκθεση της ACCC αναμένεται να παραδοθεί τον Μάρτιο του 2025.