ΟΤΑΝ πια όλα τελείωσαν και επέστρεψε στο νησί του, τη Σάμο, ο Μητροπολίτης Χριστόφορος περνούσε τις μέρες του γράφοντας τις αναμνήσεις του και λέγοντας σε όλους όσους ήθελαν να ακούσουν, ιστορίες για την παραμονή του σε μια παραμυθένια χώρα στα πέρατα της γης. Τα ηλικιωμένα μέλη της Σαμιακής Κοινότητας στη Μελβούρνη, αναπολώντας τα παιδικά τους χρόνια, εγείρουν αναμνήσεις ενός χαρισματικού και ευγενικού κληρικού που τους συνάρπαζε με τις διηγήσεις του για μία παράξενη χώρα όπου οι εποχές αντιστρέφονταν και παντού δέσποζαν περίεργα και θαυμαστά ζώα. Οι ζωηρές περιγραφές του της εξωτικής αυστραλιανής υπαίθρου στάθηκαν αφορμή για την απόφαση του παππού μου να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, λίγα μόλις χρόνια πριν από το θάνατο του Μητροπολίτη.

Πριν έναν αιώνα, το 1924, ο πρώην Μητροπολίτης Σερρών, Χριστόφορος Κνήτης, πρωτοπάτησε το πόδι του στην Αυστραλία, ως απεσταλμένος του Οικουμενικού Πατριαρχείου για να ηγηθεί της αναδυόμενης Εκκλησίας στους Αντίποδες. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι άσκησε μια άνευ προηγουμένου γοητεία στα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης της εποχής. Η άφιξή του στο Fremantle της Δυτικής Αυστραλίας στις 9 Ιουλίου 1924 αναφέρθηκε από διάφορα ειδησεογραφικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των επαρχιακών. Έτσι η Sun News-Pictorial της Μελβούρνης τον περιέγραψε ως έναν «ψηλό, επιβλητικό πρόσωπο, με γενναιόδωρη και καλοπροαίρετη φυσιογνωμία». Η εφημερίδα Tweed Daily της Murwillumbah της Νέας Νότιας Ουαλίας, ενημέρωσε τους αναγνώστες της στις 11 Ιουλίου 1924 ότι «είναι ο πρώτος υψηλόβαθμος αξιωματούχος της δικής του εκκλησίας, που εγκαταστείται στην Αυστραλία, φέροντας μαζί του συστατική επιστολή του Πατριάρχη για τον Γενικό Κυβερνήτη».

Εκ των προτέρων, έχαιρε της εκτιμήσεως όλων σχεδόν των Αυστραλιανών μέσων ενημέρωσης. Πολλά ήταν τα ειδησεογραφικά δημοσιεύματα που αναφέρονταν στην πορεία του στα αστικά κέντρα της αχανής ηπείρου και στην ενθουσιώδη υποδοχή του από διάφορες ελληνικές παροικίες σε στάσεις κατά μήκος της διαδρομής. Πολλά επίσης που σχολίαζαν με θαυμασμό τη μόρφωσή του, την πολυμάθειά του και τις πολιτικές του διασυνδέσεις. Η Brisbane Courier τόνισε ότι: «Ο Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος έχει μια γοητευτική προσωπικότητα, είναι, μεταξύ άλλων, απόφοιτος της Οξφόρδης και ο λόγος του αντανακλά την οπτική ενός νου που έχει διευρυνθεί από τον πολιτισμό και τη γνωριμία του με πολλές κουλτούρες».

Η Herald, στη Μελβούρνη, στις 9 Σεπτεμβρίου 1924, ενημέρωσε τους αναγνώστες της ότι «ήταν φοιτητής για τέσσερα χρόνια στο Πανεπιστήμιο St. Andrew’s, στη Σκωτία, και πέρασε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου πήρε το πτυχίο Φιλολογίας. Η διατριβή του με τίτλο «Χειροτονία και Γάμος στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία» απέσπασε θερμό έπαινο από τους καθηγητές της Οξφόρδης, ιδιαίτερα από τον διάσημο Άγγλο κριτικό, καθηγητή Μπράιτμαν, ο οποίος δημοσίευσε ολόκληρη τη διατριβή στο επίσημο θεολογικό όργανο της Οξφόρδης».

Πράγματι, ήταν ο πρώτος Έλληνας θεολόγος που αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης μετά από τον Μητροφάνη Κριτόπουλο το 1630 και μετά την αποφοίτησή του συμμετείχε ενεργά στις συνομιλίες μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της βρετανικής και αμερικανικής πρεσβείας για την αποκατάσταση των Ελλήνων της Καππαδοκίας. Διηύθυνε επίσης αποστολές διαμαρτυρίας για την κακομεταχείριση των Ορθοδόξων Χριστιανών από τους Οθωμανούς στη Σερβία και τη Ρουμανία, διορίστηκε σε διπλωματική αποστολή στο Λονδίνο το 1919 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και οργάνωσε επιτυχώς το πρόγραμμα ανακούφισης και μετεγκατάστασης προσφύγων στις κατεστραμμένες από τον πόλεμο Σέρρες, όπου διορίστηκε επίσκοπος. Όλα αυτά αναφέρθηκαν από τον αυστραλιανό Τύπο, με έκδηλη εκτίμηση για τα κατορθώματά του.

Πολιτισμένος, κόσμιος και ελάχιστα ανατολίτικος, ο Μητροπολίτης Χριστόφορος ήταν κατά κόρον «σεβάσμιος και καλλιεργημένος κληρικός», όπως τον επαίνεσαν οι Daily News της Πέρθης την ημέρα της άφιξής του, αποτελώντας στη συνέχεια το πρώτο τεκμήριο της γοητείας που ασκούν στα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης, τα ορθόδοξα άμφια, μέχρι και τις μέρες μας: «Ο διακεκριμένος επισκέπτης βγήκε στη στεριά αποτελώντας μια επιβλητική φιγούρα με τα εντυπωσιακά καλύμματα κεφαλής και τη «ρόμπα» τoυ υψηλού του αξιώματος».

H Herald, στη Μελβούρνη, αντίθετα, γοητεύτηκε από το εγκόλπιό του, παρατηρώντας: «Φορούσε ένα μεγάλο χρυσαφένιο σύμβολο του εκκλησιαστικού του αξιώματος, μήκους περίπου τεσσάρων ιντσών, το οποίο άστραφτε με σμαράγδια και ρουμπίνια. Αυτό κρεμόταν από το λαιμό του με μια μακριά αλυσίδα που έφτανε ακριβώς κάτω από το στήθος του. Έμοιαζε με τα στολίδια που φορούν οι δήμαρχοι στα περιδέραια τους». Στις 23 Σεπτεμβρίου, η Herald θα αναφέρει ότι ένας διαρρήκτης είχε εισβάλει στον ναό του Ευαγγελισμού, «προφανώς υπό την εντύπωση ότι το “στέμμα” με τα ρουμπίνια και τα σμαράγδια, το οποίο φορούσε ο Αρχιεπίσκοπος Κνήτης… φυλασσόταν μέσα στην εκκλησία».

Όσο επιβλητικός κι αν ήταν, παρέμενε ωστόσο εξωτική φιγούρα για τον τοπικό Τύπο. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1924, η Sun News-Pictorial της Μελβούρνης, σε ένα άρθρο με τίτλο: «Όταν ο Έλληνας συναντά τον Έλληνα, ακόμη και ένας Επίσκοπος πρέπει να υποστεί ασπασμούς» παρατήρησε:

«Όταν κατέβηκε από το τρένο, οι συμπατριώτες του εμφύτευσαν ηχηρά φιλιά στα γενειοφόρα του μάγουλα. Δύο, τρεις αχθοφόροι τον κοίταξαν έκπληκτοι. Ήταν απλώς ο ελληνικός τρόπος καλωσορίσματος. Για τους θεατές ήταν όλα α λα ελληνικά».

Από την αρχή, ο Αρχιεπίσκοπος γνωστοποίησε ότι έτρεφε μεγάλα σχέδια για την Αυστραλία, με την Herald να αναφέρει την εξής δήλωσή του: «Ο κόσμος είναι τόσο ευγενικός μαζί μου από τότε που έφτασα… Νιώθω ότι είμαι ένα είδος πρεσβευτή. Θα ταξιδέψω σε όλη την Αυστραλία, ιδρύοντας εκκλησίες που θα έχουν τριπλό σκοπό: θρησκευτικό, εκπαιδευτικό και φιλανθρωπικό. Αυτές κάνουν γνωστή την Αυστραλία στη χώρα μου».

Παρά την φιλική του υποδοχή, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόφορος ήταν ευαίσθητος στις προκαταλήψεις που διατηρούσε η κυρίαρχη φυλετική ομάδα προς τον λαό του. Είχε λύση και για αυτό, ενημερώνοντας την Herald, σύμφωνα με άρθρο με τίτλο «Φάρμες για Έλληνες:» «Έχω ακούσει να λένε ότι οι Έλληνες μαζεύονται στις πόλεις σας και δεν βγαίνουν να δουλέψουν τη γη. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά υπάρχει δικαιολογία. Οι συμπατριώτες μου, κατά κανόνα, δεν μιλούν αγγλικά. Προσκολλιούνται κατά την άφιξή τους σε άλλους συμπατριώτες ή στους δικούς τους συγγενείς. Αλλά ήδη βλέπω μια διέξοδο, σύμφωνα με την οποία ο Έλληνας θα γίνει παραγωγός σε αυτήν την υπέροχη γη σας… Το συντομότερο δυνατό, ελπίζω να δημιουργήσω σε όλη την Αυστραλασία εκπαιδευτικές φάρμες υπό την εποπτεία Ελλήνων που μιλούν αγγλικά και γνωρίζουν τους τρόπους σας. Σε αυτά τα αγροκτήματα οι νεοαφιχθέντες Έλληνες μπορούν να σταλούν και θα λάβουν την απαραίτητη εκπαίδευση ώστε να καλλιεργήσουν τη γη και να ενισχύσουν την ευημερία της μεγάλης αυτής χώρας που τους έχει δεχτεί τόσο ευγενικά». Τα αγροκτήματα αυτά δεν προέκυψαν ποτέ.

Αν και αρχικά έγινε δεκτός με μεγάλη θέρμη από τους Έλληνες της Μελβούρνης, δεν άργησε να διέλθει σε κρίση η σχέση μεταξύ του Αρχιεπισκόπου και ορισμένων παραγόντων της Ελληνικής παροικίας. Ο ιστορικός Hugh Gilchrist επισημαίνει ως παράγοντα τον ανταγωνισμό μεταξύ των ήδη εγκατεστημένων Ιθακησίων και των σχετικά νεοαφιχθέντων Σαμίων. Ένας άλλος παράγοντας θα ήταν σίγουρα η αδυναμία της τοπικής ελληνικής αστικής τάξης που απασχολούσε τους ομοεθνείς της Έλληνες σε συνθήκες μισθωτής σκλαβιάς, να αποδεχθεί την ηγεσία ενός νέου παράγοντα στη διαχείριση των κοινοτικών τους υποθέσεων. Εφαλτήριο για το πρώτο επεισόδιο σύγκρουσης αποτέλεσε η Θεία Λειτουργία στον ναό του Ευαγγελισμού: Όταν ο Αρχιεπίσκοπος διόρθωσε διακριτικά τον ιερέα της ενορίας Ειρηναίο Κασιμάτη ο οποίος ανέγνωσε λάθος ευαγγέλιο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, ο ιερέας του άρπαξε το Ευαγγέλιο από τα χέρια και σύμφωνα με μάρτυρες το έσκισε, φωνάζοντας: «Δεν είμαι από την Άγκυρα εγώ – είμαι από τα Επτάνησα». Ο Κασιμάτης θα προχωρήσει στη συνέχεια στην απόκτηση της ελληνικής κοινοτικής εφημερίδας «Εθνική Σάλπιγξ», από όπου θα εξασκεί δριμύτατη κριτική κατά του Αρχιεπισκόπου και θα τον κατηγορεί για διάφορα αδικήματα.

Δεν άργησε να καταλήξει το θέμα στα Δικαστήρια. Τα μέλη της Ελληνικής Κοινότητας, Παναγιώτης Λεκατσάς και Κωνσταντίνος Μαυροκέφαλος, άσκησαν αγωγή κατά της Ελληνικής Κοινότητας της Βικτώριας στο Ανώτατο Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι ο διορισμός του Αρχιεπισκόπου ήταν άκυρος καθώς οι Έλληνες της Μελβούρνης αναγνώριζαν μόνο την «ελεύθερη» Εκκλησία της Ελλάδας ως πνευματική ηγεσία και όχι το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η υπόθεση αναφέρθηκε ευρέως και εκτενώς στα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε μορφή σήριαλ προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού, με άρθρα που έφεραν τίτλους όπως «Greeks At Law» (The Argus 31 Μαρτίου 1925) ενώ ενέπλεξε μερικούς από τους πιο εξέχοντες νομικούς της Αυστραλίας, όπως ο Sir Owen Dixon, νομικός σύμβουλος της Κοινότητας και του Αρχιεπισκόπου, μετέπειτα αρχιδικαστής της Αυστραλίας και ο Sir John Latham, δικηγόρος των εναγόντων. Ο δικαστής Leo Cussen, προέτρεψε τους αντιμαχόμενους συμπατριώτες να διευθετήσουν τις διαφορές τους, σημειώνοντας: «όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένης της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, αναγνωρίζουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη ως αδιαμφισβήτητος επικεφαλής της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας».

Ίσως η πιο καυστική και χυδαία περιγραφή της υπόθεσης ήταν αυτή που δημοσιεύτηκε στο Labour Call, στις 9 Απριλίου 1925, το επίσημο όργανο του Πολιτικού Εργατικού Συμβουλίου της Βικτώριας, όπου αξιοσημείωτος είναι ο εξευτελισμός των διαδίκων, ο απροκάλυπτα ρατσιστικός και υβριστικός τόνος και η γελοιοποίηση του Αρχιεπισκόπου: «Υπάρχει μια διαμάχη στην ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης, η οποία απειλεί να γίνει τόσο ενδιαφέρουσα όσο μια πάλη στο Στάδιο… Τα εμπλεκόμενα μέλη είναι ο Αρχιεπίσκοπος Κνήτης, ένας νεοαφιχθείς, ο οποίος έγινε δεκτός με τιμές αρχηγού κράτους, πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στον Γενικό Κυβερνήτη, και έφαγε παγωτό και μπανάνες και η παλιά εδραιωμένη ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης. Φαίνεται ότι, πριν από την άφιξη του άνδρα με το τσίκνισμα στο όνομά του από την Τουρκία (όχι πολύ υγιεινή χώρα για Έλληνα επίσκοπο), τη θρησκευτική ευημερία των εμπόρων παγωτού και μπανάνας φρόντιζε ένας κύριος με το απλό, παιδιαρίστικο όνομα του Ειρηναίου Κασιμάτη, που είχε διοριστεί από την Ιερά Σύνοδο—(σιγά τα αυγά!) Μία από τις πρώτες ενέργειες του νέου αρχιεπισκόπου ήταν η απομάκρυνση του κ. Ειρηναίου Κασιμάτη, με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσε να συλλαβίσει το όνομα του, και να τον αντικαταστήσει με άλλον αιδεσιμότατο με το καταστροφικό όνομα του Χριστόφορου Δημόπουλου. Αυτό το πρόσωπο δεν ήταν αποδεκτό από τους αρχαίους Έλληνες της Μελβούρνης, έτσι οι κύριοι Panayottu Lucas και Constanine Black ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης και τώρα δεν φαίνεται καθόλου σίγουρο ότι ο κύριος που έφτασε με τόση τελετή και παγωτό είναι πράγματι αρχιεπίσκοπος και υπάρχουν σκοτεινές φήμες ότι οι δύο επαναστάτες με τα προαναφερθέντα σύντομα ονόματα πρόκειται να αποδείξουν ότι είναι απλώς ο κύριος Κνήτης, ή και σκέτος Κνήτης, χωρίς το «κύριος». Από την άλλη, μια σειρά από πρόσφατες αφίξεις, με επικεφαλής τους κ.κ. Πεστίφερ Στινκοπόλης και Αθανάσιο Κρεδοφόρο είναι έτοιμοι να υποστηρίξουν τον αρχιεπίσκοπο και δεν πάει να καεί η Ιερά Σύνοδος ή οποιοιδήποτε άλλοι».

Επιδιώκοντας να κάνει μετατροπές στο Σύνταγμά της η Κοινότητα Σίδνεϊ ώστε να υπαχθεί από την Εκκλησία της Ελλάδος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο Αρχιεπίσκοπος Κνήτης προκάλεσε άθελά του άλλο σχίσμα, με την εφημερίδα Sydney Sun της 18ης Ιουλίου 1926 να δημοσιεύει χαιρέκακα σε άρθρο της με τίτλο «Greek Cleavage» (Ελληνικό Σχίσμα) μια φωτογραφία του Αρχιεπισκόπου και του ποιμνίου του μπροστά από την αίθουσα εκδηλώσεων της Αγγλικανικής εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ, στο Surry Hills, όπου αναγκάστηκε να τελέσει τη λειτουργία αφού κλειδώθηκε έξω από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας.

Τα χειρότερα έπονταν. Οι συκοφαντίες του Κασιμάτη, ο οποίος δημοσίευε στην Εθνική Σάλπιγγα συχνά κατηγορίες κατά του Αρχιεπισκόπου για ομοφυλοφιλικές πράξεις και ανάρμοστη συμπεριφορά, με αναφορές σε δήθεν περιστατικά στα λουτρά της Κωνσταντινούπολης και στους κήπους του Ζαππείου, άρχισαν να απασχολούν τα αυστραλιανά μέσα ενημέρωσης. Τέσσερις ομογενείς του Σύδνεϋ άρχισαν να κατηγορούν δημόσια τον Αρχιεπίσκοπο ότι συνευρέθη με βρετανό ναύτη από το HMAS Adelaide. Στις 26 Ιανουαρίου 1926, ο Αρχιεπίσκοπος κίνησε ποινική δίωξη για συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον των τεσσάρων ομογενών και το θέμα παρακολουθήθηκε εκ νέου από τα αυστραλιανά ΜΜΕ, τα οποία ανέφεραν λεπτομερώς την υπόθεση, χρησιμοποιώντας εντυπωσιακούς τίτλους όπως «Η σύγκρουση των Ελλήνων. Ισχυρισμοί για σκευωρία» (Truth, Σίδνεϊ, Φεβρουάριος 1926).

Η ίδια εφημερίδα στις 14 Φεβρουαρίου 1926 δημοσίευσε μια φωτογραφία του Αρχιεπισκόπου που προσπαθεί να κρύψει το πρόσωπό του από την κάμερα, και θεωρώντας τη δικαστική υπόθεση, μια αντανάκλαση της ξεπεσμένης κατάστασης του ελληνικού λαού στο σύνολό του, σχολίασε με καθαρά οριενταλιστικό ύφος στο άρθρο: «Η Ξεθωριασμένη Δόξα της πάλαι ποτέ Ελλάδος»: «Η αρχαία Ελλάδα, φημισμένη στο τραγούδι και την ιστορία ως η γενέτειρα του πολιτισμού, γνώριζε επίσης και τις ταραγμένες εποχές των εσωτερικών αντιπαραθέσεων. Αλλά οι διαφορές των πολιτών έγιναν τότε σε μεγάλη κλίμακα και αφορούσαν όχι λιγότερο επιφανείς προσωπικότητες από τον Περικλή, και τέτοιους γίγαντες του παρελθόντος. ΑΛΛΑ η δόξα που ήταν η Ελλάδα δεν υπάρχει πια! Μόνο άθλιες διαμάχες και αντεγκλήσεις απομένουν για να χαρακτηρίσουν τα κουρελιασμένα απομεινάρια μιας κάποτε υπέροχης φυλής. Η σύγκρουση μεταξύ του Αυστραλού ηγέτη της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και ορισμένων από το ποίμνιό του, η οποία έλαβε χώρα στο Αστυνομικό Δικαστήριο την περασμένη εβδομάδα δείχνει ότι ορισμένοι, τουλάχιστον, από τους Έλληνες επιζώντες έχουν απομακρυνθεί κατά πολύ από τα πρότυπα του υπέροχου παρελθόντος τους».

Η ταπείνωση του δύσμοιρου Αρχιεπισκόπου, ολοκληρώθηκε μόνο εν μέρει όταν έχασε τη δίκη, διότι με τη σειρά τους οι τέσσερις κατήγοροι του αμέσως κίνησαν αγωγές συκοφαντικής δυσφήμισης εναντίον του, στις οποίες ήταν επιτυχείς. Ο Αρχιεπίσκοπος υποχρεώθηκε να τους καταβάλλει το ποσόν των 500 λίρων. Αμέσως μετά, τον Απρίλιο του 1926, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βασίλειος ανακοίνωσε την ανάκληση του Αρχιεπισκόπου Χριστοφόρου, η οποία ανάκληση ακυρώθηκε τον Αύγουστο, μετά από δηλώσεις συμπαράστασης από ντόπιους Έλληνες και την παρέμβαση του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στο Σύδνεϋ, Λεωνίδα Χρυσανθόπουλου. Εν τω μεταξύ, η εκκλησία του Σύδνεϋ ήταν ακόμα διχασμένη και σε αναβρασμό. Αν και ο Αρχιεπίσκοπος είχε προχωρήσει στην ανέγερση του ναού της Αγίας Σοφίας, που χαρακτηρίστηκε ως «ο πρώτος ελληνορθόδοξος καθεδρικός ναός στο νότιο ημισφαίριο», τον Σεπτέμβριο του 1927, ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Ανδρέας Μιχαλακόπουλος ζήτησε την άμεση απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου, «για λόγους εθνικής και εκκλησιαστικής αξιοπρέπειας, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται την κατάργηση της Αρχιεπισκοπής στην Αυστραλία».

Λίγο αργότερα, στις 15 Δεκεμβρίου 1927, ο Αρχιεπίσκοπος έπεσε θύμα ατυχήματος όταν μια μοτοσυκλέτα συγκρούστηκε μαζί του και το κρανίο του υπέστη κάταγμα. Εν αγνοία του, την ίδια μέρα, επιτροπή επισκόπων που διορίστηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη ανέφερε ότι ενώ δεν βρέθηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον του, θα ήταν καλύτερο για την Εκκλησία στην Αυστραλία να μετατεθεί ο Αρχιεπίσκοπος σε άλλη θέση.

Διορισμένος τιτουλάριος Μητροπολίτης Βιζύης στην Ανατολική Θράκη, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόφορος υπηρέτησε με αυτή την ιδιότητα μόνο για ένα χρόνο, και παρευρέθηκε στη στέψη του αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασσιέ στην Αντίς Αμπάμπα το 1929 για να αποσυρθεί στη Σάμο λίγο αργότερα. Παρά τις οδυνηρές εμπειρίες του στα χέρια των Ελλήνων της Αυστραλίας, διατήρησε μια διαρκή αγάπη για τη χώρα, και συνέχεια αλλά ανεπιτυχώς ζητούσε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη την επιστροφή του.

Καθώς συμπληρώνεται φέτος, ένας αιώνας από την άφιξη του πρώτου Ελληνορθόδοξου Μητροπολίτη στην Αυστραλία, αξίζει να αναλογιστούμε τον τρόπο υποδοχής του και την τελική του μοίρα, καθώς και τις συγκρούσεις τάξεων, επιρροής, ιδεολογίας, διακυβέρνησης, ηγεσίας και οράματος, που διαμόρφωσαν τελικά τις ελληνικές κοινότητες της Αυστραλίας.