Ήταν Δεκέμβριος του 1951, σχεδόν εβδομήντα και τρία χρόνια πλέον πριν, όταν δημιουργήθηκε η Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως εξ Ευρώπης (Intergovernmental Committee for European Migration – ICEM), στην οποία μετείχαν ως ιδρυτικές χώρες -μεταξύ άλλων- η Ελλάδα και η Αυστραλία.
Πρόκειται για τη γνωστή -αν όχι περιβόητη- στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών πρώτης γενιάς ως ΔΕΜΕ, η οποία έμελλε να αλλάξει άρδην τις ζωές δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που άφησαν πίσω τους αγαπημένα πρόσωπα και τόπους. Οικογένειες χωρίστηκαν. Χωριά άδειασαν. Μάλιστα κάποιοι έμελλε να μην επιστρέψουν ποτέ ξανά στη γενέτειρά τους.
Πολλοί από τους μετανάστες αυτούς είχαν μαζί τους κάποια έστω υπάρχοντα σε ένα μπαούλο ή ήξεραν λίγες μόνο λέξεις στα Αγγλικά. Άλλοι κρατούσαν απλά μία βαλίτσα, και ας ήταν άδεια, από ντροπή, μη φανεί ότι δεν κατείχαν τίποτα παραπάνω εκτός από τα ρούχα που φορούσαν.
Όλοι τους όμως με παρόμοια συναισθήματα πίκρας για τον αποχωρισμό, συχνά με δάκρια στα μάτια, αγωνίας για το τι τους περιμένει.
Μεταπολεμικά χρόνια, πολύ δύσκολα για τη μητέρα Ελλάδα, που δεν μπορούσε να θρέψει τα τέκνα της, τα οποία αναγκάστηκαν να φύγουν στην ξενιτιά, στην αναζήτηση μίας καλύτερης μοίρας.

Από το 1952 και έπειτα (έως τις αρχές του ’80), σχεδόν ένας στους δύο πήρε το εισιτήριό του -κυριολεκτικά- για το ταξίδι αυτό στα πέρατα της Γης, αλλά και -μεταφορικά- για μία νέα ζωή από τη ΔΕΜΕ.
Οι περισσότεροι από τους συμπάροικους δεν ξεχνούν την ευκαιρία αυτή που τους δόθηκε (με το αζημίωτο πάντα) και βέβαια τις δυσκολίες που πέρασαν και τις θυσίες που χρειάστηκε να κάνουν, μέχρι εντέλει να ορθοποδήσουν στην Αυστραλία.
Υπάρχουν ωστόσο και κάποιοι που δεν ξέρουν τι ακριβώς ήταν αυτή η Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως εξ Ευρώπης που «μεσολάβησε» με την «ελκυστική της προσφορά» ώστε δεκάδες χιλιάδες Έλληνες να βρεθούν στην Αυστραλία (και δεκάδες χιλιάδες οικογένειες πίσω στην Ελλάδα να αποχαιρετούν με μαύρο δάκρυ τα παιδιά τους…).

Για να «φρεσκάρουν» τις μνήμες τους οι παλαιότεροι, λοιπόν, αλλά κυρίως να μαθαίνουν οι νεότερες γενιές πώς… βρέθηκαν με δύο πατρίδες, συζητήσαμε με τον Δρ Ιωάννη Λημνιό-Σεκέρη* για το ποια/τι ήταν εντέλει η ΔΕΜΕ.
Η Επιτροπή αυτή που έδωσε μεν μία ευκαιρία ζωής στους μετανάστες, αλλά επίσης απέφερε σημαντικά οικονομικά οφέλη για τις εταιρείες που ενεπλάκησαν στην «επιχείρηση» μετανάστευσης (migration industry) την εποχή εκείνη, με την Αυστραλία να αλλάζει πια άρδην τη στάση της ως προς την υποδοχή ανθρώπων από την Ελλάδα, σε σχέση με την προπολεμική, αλλά και τα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου (1945–1951).

ΤΙ ΗΤΑΝ Η ΔΕΜΕ
«Η ΔΕΜΕ», μας είπε ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης, «ήταν ένας διακυβερνητικος διεθνής οργανισμός ο οποίος ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1951, έπειτα από πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, σε συνέδριο που έγινε στις Βρυξέλλες. Αυτός ο Οργανισμός μετεξελίχθηκε στο σημερινό Διεθνή Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ/IOM)».
«Η Ελλάδα και η Αυστραλία ήταν μεταξύ των 16 ιδρυτικών κρατών μελών. Το επιχειρησιακό έργο της ΔΕΜΕ ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1952».
«Κάπως απλά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ΔΕΜΕ προσπάθησε να οργανώσει σε διεθνές επίπεδο τη μετανάστευση μεταξύ κρατών της Δύσης στην Ευρώπη, στα οποία παρουσιαζόταν υψηλά ποσοστά ανεργίας ή του λεγόμενου ‘υπερπληθυσμού’ (‘excess/surplus of population’), όπως ήταν η ορολογία της εποχής, βοηθώντας τους να εγκατασταθούν σε υπερπόντιες χώρες της Δύσης – χώρες οι οποίες αντιμετώπιζαν προβλήματα έλλειψης εργατικού δυναμικού ή και πληθυσμού».
«Μεταξύ αυτών των χωρών ήταν και η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία, η Αργεντινή, Βραζιλία, Βενεζουέλα, Νότια Αφρική, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ άλλων».
«Η μετανάστευση μέσω των προγραμμάτων της ΔΕΜΕ επιχορηγούνταν, καθώς κάποιο ποσοστό πλήρωνε η χώρα αποστολής μεταναστών (πχ η Ελλάδα), η χώρα υποδοχής μεταναστών (η Αυστραλία), όπως και η ΔΕΜΕ βάσει του προϋπολογισμού που της είχε διατεθεί από τις ΗΠΑ».
«Ένα μικρό ποσοστό όμως πληρωνόταν από τους ίδιους τους μετανάστες. Σε κάθε περίπτωση όμως, η μετανάστευση μέσω της ΔΕΜΕ ήταν συμφέρουσα για τους μετανάστες, τουλάχιστον σε οικονομικό επίπεδο, καθώς σε ενδεχόμενο της αυτόνομης μετανάστευσης τους, η οποία οργανωνόταν μέσω ενός ταξιδιωτικού πράκτορα, θα έπρεπε να επωμιστούν με όλες τις δαπάνες του ταξιδιού».



ΠΩΣ ΓΙΝΟΤΑΝ Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
«Αναφορικά με τη μετανάστευση μέσω της ΔΕΜΕ, το πρώτο βήμα ήταν η κατάθεση ενός αιτήματος από την μεριά των υποψήφιων μεταναστών στα γραφεία της ΔΕΜΕ», επισήμανε ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης.
‘Επειτα, «σειρά είχε η συλλογή των απαραίτητων εγγράφων, όπως πιστοποιητικό απορίας (μέσω της ΔΕΜΕ μπορούσαν να μεταναστεύσουν άτομα που δεν μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τη μετανάστευσή τους μόνοι τους), πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων (να θυμηθούμε ότι μιλάμε για μία εποχή εντός του Ψυχρού Πολέμου και καταστολής των κομμουνιστικών ιδεών), ακολουθούσαν οι ιατρικές εξετάσεις (μόνο όσοι ήταν αρτιμελείς και μπορούσαν να εργαστούν γινόντουσαν δεκτοί), και στη συνέχεια η συνέντευξη/παρουσίασή τους στις αντιπροσωπευτικές Αυστραλιανές Αρχές στην Αθήνα, όπου οι υποψήφιοι/υποψήφιες ‘αξιολογούνταν’ και γινόταν και η τελική τους επιλογή για μετανάστευση. Σε περίπτωση θετικής αξιολόγησης ακολουθούσε η έκδοση ταξιδιωτικών εγγράφων και η οργάνωση του μεταναστευτικού ταξιδιού».

«Η ΔΕΜΕ είχε διάφορα προγράμματα μετανάστευσης, τα οποία ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των χωρών υποδοχής μεταναστών. Για παράδειγμα, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής ήθελαν ημι-ειδικευμένους εργάτες. Για το λόγο αυτό η ΔΕΜΕ οργάνωνε μεταναστευτικά προγράμματα στην Ευρώπη, μέσω των οποίων οι υποψήφιοι μετανάστες λάμβαναν κάποια ολιγόμηνη τεχνική/επαγγελματική εκπαίδευση (vocational training) ως μηχανικοί, τορναδόροι, μεταξύ άλλων».
ΠΡΩΤΑ ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
«Το επίπεδο εξέλιξης της οικονομίας στην Αυστραλία, δεν αντιστοιχούσε με εκείνο των χωρών της Λατινικής Αμερικής, και για το λόγο αυτό οι άνδρες οι οποίοι μετανάστευαν από την Ελλάδα προς την Αυστραλία μέσω της ΔΕΜΕ, δεν λάμβαναν τεχνική/επαγγελματική εκπαίδευση καθώς η Αυστραλία ήθελε, τουλάχιστον κατά τη δεκαετία του 1950, ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Έτσι το πρόγραμμα της ΔΕΜΕ για το πρώτο μισό του ’50 βασίστηκε, στην πλειονότητά του, στη μετανάστευση άγαμων ανδρών εργατών», πρόσθεσε ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης.
«Αυτή η επιλογή έφερε κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και έπειτα, το πρόβλημα της ανισορροπίας των φύλων μεταξύ των νεοεισερχόμενων μεταναστών στην Αυστραλία, οι οποίοι έπειτα από κάποια χρόνια εργασίας στη χώρα, επιθυμούσαν πλέον να φτιάξουν οικογένεια και να ‘αποκατασταθούν’».

«Ωστόσο η πλειονότητα επιθυμούσε να παντρευτεί κάποια κοπέλα από την Ελλάδα. Όμως τόσες Ελληνίδες νέο-μετανάστριες δεν υπήρχαν, και όσες Ελληνίδες υπήρχαν από εγκατεστημένες οικογένειες Ελλήνων στην Αυστραλία πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σπάνια παντρεύονταν κάποιον νέο-μετανάστη».
«Συνεπώς εντάθηκαν τα αιτήματα Ελλήνων στην Αυστραλία για την έλευση γυναικών από την Ελλάδα, τόσο μέσω του Τύπου της εποχής, όσο και προς την Κυβέρνηση της Αυστραλίας, αλλά και της Ελλάδας. Στο αίτημα αυτό ανταποκρίθηκε η κυβέρνηση της Αυστραλίας, η οποία ακολουθούσε μία σταθερή πολιτική πληθυσμιακής αύξησης της χώρας, και αν οι ‘νεοφερμένοι’ Έλληνες ταξίδευαν στην Ελλάδα προς αναζήτηση νύφης, τότε μπορεί και να μην επέστρεφαν στην Αυστραλία. Αν όμως, δημιουργούσαν οικογένεια όσο βρίσκονταν στην Αυστραλία, τότε ο πληθυσμός αυτός θα ρίζωνε στην χώρα, όπως και ήταν ο στόχος».






ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΡΙΕΣ
«Σε αυτή την ανάγκη η ΔΕΜΕ ανταποκρίθηκε και οργάνωσε, από το 1956 και έπειτα, μεταναστευτικά προγράμματα για ανύπαντρες γυναίκες μέχρι 35 ετών, οι οποίες επρόκειτο να εργαστούν ως οικιακό προσωπικό (domestics) στην Αυστραλία», εξήγησε ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης.
«Συγκεκριμένα παρακολουθούσαν μία σχολή της ΔΕΜΕ, όπου διδασκόντουσαν τη χρήση σύγχρονων οικιακών συσκευών (πλυντήριο ρούχων, ηλεκτρική σκούπα κ.ά.), τρόπους υγιεινής και προσωπικής φροντίδας (περιποίηση σώματος, φροντίδα δέρματος, κ.ά.), καθώς επίσης λάμβαναν και μαθήματα Αγγλικών, προκειμένου να είναι έτοιμες για εργασία σε αστικά σπίτια στην Αυστραλία».
«Το πρόγραμμα οικιακού προσωπικού, κατ’ αρχήν απαντούσε στην έλλειψη προσωπικού για αυτή τη θέση εργασίας, όμως στην ουσία του εκπλήρωνε και την επιθυμία για σύναψη ενδοκοινοτικών γάμων από τη μεριά των Ελλήνων μεταναστών».
«Το 1959 μάλιστα, επισκέφθηκε την Ελλάδα και την Ιταλία ο Αυστραλός υπουργός Μετανάστευσης, A. R. Downer, προκειμένου να υποστηρίξει την μετανάστευση άγαμων γυναικών. O Downer ο οποίος με έναν, ας μου επιτραπεί, ‘μπακαλίστικο’, αλλά δηλωτικό τρόπο για τον σχηματισμό του μεταναστευτικού προγράμματος της χώρας, ανέφερε ‘We like the looks, and manners, of your girls and young women. Why not send us more of them? […] If you have some to spare, we shall welcome them with open arms’**».
«Στην πορεία των ετών, η ΔΕΜΕ βοηθούσε και τη μετανάστευση συγγενών ή μνηστών, ατόμων που είχαν μεταναστεύσει ήδη μέσω της ΔΕΜΕ από την Ελλάδα στην Αυστραλία (Nominated Dependents Scheme). Ένα πρόγραμμα το οποίο κατέληξε να είναι το κύριο μεταναστευτικό πρόγραμμα της ΔΕΜΕ από την Ελλάδα».



ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
«Ωστόσο» συνέχισε ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης «για όσους είχαν πρόσκληση από κάποιον στην Αυστραλία, όμως δεν ήταν επιλέξιμοι σε κάποιο πρόγραμμα μετανάστευσης της ΔΕΜΕ, αλλά δεν μπορούσαν και να ανταπεξέλθουν στην πληρωμή του ναύλου προς Αυστραλία, η ΔΕΜΕ συνεργαζόταν με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (ΠΣΕ), μέσω του οποίου δανειοδοτούσαν τη μετανάστευσή τους».
«Το εν λόγω πρόγραμμα ονομάστηκε Ανανεούμενο Κεφάλαιο (Revolving Fund), όπου μέσω ενός κοινού Ταμείου μεταξύ της ΔΕΜΕ και άλλων εθελοντικών οργανώσεων, όπως και το ΠΣΕ, χορηγούνταν δάνεια σε υποψήφιους μετανάστες, τα οποία καλούνταν να εξοφλήσουν σε δόσεις στην Αυστραλία, σε ένα διάστημα δύο ετών έπειτα από την εγκατάστασή τους στην Αυστραλία, με την πρώτη δόση να ξεκινά τρείς μήνες από την άφιξή τους».
«Βέβαια, δεν ήταν λίγοι όσοι δεν αποπλήρωσαν το δάνειό τους. Μάλιστα εκπρόσωποι της Ελληνικής Κοινότητα στην Αυστραλία, ανέφεραν στον Τύπο της εποχής ότι αυτή η πρακτική εκθέτει το ελληνικό όνομα. Σαφώς όμως δεν επρόκειτο για μία ελληνική πρακτική, ούτε μία πρακτική η οποία περιοριζόταν μόνο στη μετανάστευση προς την Αυστραλία».

ΠΟΣΟΙ ΗΡΘΑΝ ΜΕ ΤΗ ΔΕΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
«Τη δεκαετία του 1950, το σύνολο της μετανάστευσης από την Ελλάδα προς την Αυστραλία ανήλθε σε περίπου 58.000 άτομα», μας είπε ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης.
«Τη δεκαετία του 1960, είχαμε τον υπερδιπλασιασμό αυτής της μετανάστευσης ξεπερνώντας τις 118.000 άτομα – παρά την παράλληλη αύξηση της ενδοευρωπαϊκής μετανάστευσης, ιδίως προς τη Δυτική Γερμανία, αλλά και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στην Ελλάδα».
«Αυτή η τάση διακόπηκε για πολλούς λόγους τη δεκαετία του 1970, κατά την οποία μόλις σχεδόν 31.000 άτομα έφτασαν στην Αυστραλία. Οι λόγοι ανάσχεσης της μετανάστευσης προς την Αυστραλία ήταν η αλλαγή της πολιτικής της χώρας στα τέλη του 1973, με την διακοπή της πολιτικής της ‘Λευκής Αυστραλίας’, η οποία άνοιξε τα σύνορα της χώρας και σε πληθυσμούς οι οποίοι μέχρι τότε δεν ήταν ευπρόσδεκτοι, όπως οι Ασιάτες και οι Αφρικανοί. Αντιστοίχως η Αυστραλία αποχώρησε από τη ΔΕΜΕ το ίδιο έτος, ενώ οι οικονομικές κρίσεις στη δεκαετία 1970, ανέκοψαν τη μεταναστευτική ροή».
«Από τους 206.871 μετανάστες που έφτασαν συνολικά από την Ελλάδα στην Αυστραλία για το διάστημα 1951-1980, οι 119.064 ταξίδεψαν μέσω της ΔΕΜΕ, δηλαδή κάτι λίγο παραπάνω από 1:2».
ΟΙ ΔΑΠΑΝΕΣ
«Τα Κεντρικά γραφεία της ΔΕΜΕ βρίσκονταν στην Αθήνα», ανέφερε ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης. «Πολλοί ενδεχομένως να θυμούνται τις ουρές που δημιουργούνταν από υποψήφιους μετανάστες στην οδό Σοφοκλέους 1».
«Ωστόσο στην πορεία των ετών δημιουργήθηκαν γραφεία τόσο στην Θεσσαλονίκη, στα Ιωάννινα, στην Πάτρα, και αργότερα στο Ηράκλειο Κρήτης. Οι σχολές της ΔΕΜΕ για το οικιακό προσωπικό ήταν στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Πάτρα, Ρόδο και στη Λέσβο».
«Το ταξίδι των μεταναστών μέσω της ΔΕΜΕ επιχορηγούνταν τόσο από την Αυστραλιανή, όσο και από την Ελληνική Κυβέρνηση, οι οποίες το 1957 πλήρωναν ανά άτομο $85 και $35 αντιστοίχως. Μέχρι το 1954 ωστόσο τα έξοδα μετάβασης των μεταναστών ήταν τελείως δωρεάν. Έκτοτε συμμετείχαν και οι μετανάστες σε αυτές τις δαπάνες, ενώ υπήρχε η πρόβλεψη τα σχετικά ποσά να εξοφληθούν και έπειτα από 3 με 6 μήνες από την άφιξή τους στην Αυστραλία».
«Ενδεικτικά, το 1956 οι άνδρες 18-50 ετών πλήρωναν $20, $15 οι γυναίκες 18-50 ετών, και $5 όσοι ήταν άνω των 50 ετών ή μεταξύ 5-18 ετών. Ωστόσο το ανώτατο όριο για τις οικογένειες ήταν $45, και οι ηλικίες κάτω των 5 δεν πλήρωναν τίποτα».
Με τα χρόνια βέβαια οι τιμές των εισιτηρίων αυξήθηκαν.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
«Αν και με την μετανάστευση από την Κύπρο προς την Αυστραλία δεν έχω ασχοληθεί συστηματικά» δήλωσε ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης, «μπορώ να σας πω ότι η Κύπρος εντάχθηκε στη ΔΕΜΕ ως μέλος-παρατηρητής το 1969 και το 1974 ως πλήρες κράτος-μέλος του Οργανισμού (ΔΕΜΕ)».
«Ωστόσο, σύμφωνα με στατιστικές του Υπουργείου Μετανάστευσης της Αυστραλίας, τη δεκαετία του 1950 έφτασαν στη χώρα από την Κύπρο περίπου 6.100 ατομα, τη δεκαετία του 1960 περίπου 7.100, και μεταξύ 1970-1975 περίπου 5.900 – μία πολύ σημαντική αύξηση, η οποία σχετίζεται και με την τουρκική εισβολή στο νησί και τα γεγονότα που προηγήθηκαν. Μάλιστα το 1974/75, η ΔΕΜΕ είχε αναλάβει την μεταφορά προμηθειών αρωγής (relief products) στην Κύπρο, τις οποίες μετέφεραν Έλληνες πλοιοκτήτες δίχως κόστος».
ΟΙ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ
«Η σχέση της ΔΕΜΕ με τους ταξιδιωτικούς πράκτορες ή πράκτορες μετανάστευσης στην Ελλάδα, θα μπορούσαμε να πούμε ήταν συγκρουσιακή» πρόσθεσε ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης.
«Ο λόγος ήταν πως με την έλευση της ΔΕΜΕ, ‘χάθηκε’ μία σημαντική πηγή πελατών για τους πράκτορες. Έτσι ο ενιαίος φορέας εκπροσώπησης των πρακτορείων στην Ελλάδα, ανεπιτυχώς, ‘μαχόταν’ με πολιτικά και νομικά μέσα, αλλά και μέσω του Τύπου, για τον περιορισμό της δράσης της ΔΕΜΕ».
«Η ΔΕΜΕ ωστόσο ως διακυβερνητικός οργανισμός, λειτουργούσε και ως η εθνική μεταναστευτική υπηρεσία στην Ελλάδα, εν τη απουσία μίας κρατικής».
«Στο πλαίσιο αυτό όποτε ‘πράκτορες’ παρίσταναν τους αντιπρόσωπους της ΔΕΜΕ σε πόλεις ή χωριά της επαρχίας, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τους μετανάστες αντλώντας τους χρήματα, ή αν εντόπιζε στον Τύπο της εποχής παραπλανητικές διαφημίσεις ή πληροφορίες για τις χώρες υποδοχής μεταναστών, η ΔΕΜΕ ενημέρωνε τόσο το Υπουργείο Εσωτερικών, καθώς και τις κατά τόπους Νομαρχίες προκειμένου να προστατευτούν οι υποψήφιοι μετανάστες».

ΚΕΝΤΡΑ ΥΠΟΔΟΧΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
«Όταν έφθαναν στην Αυστραλία οι μετανάστες μέσω της ΔΕΜΕ, κατευθύνονταν στα Κέντρα Υποδοχής Μεταναστών της Αυστραλιανής Κυβέρνησης» επισήμανε ακόμα ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης.
«Πολλοί αναγνώστες θα θυμούνται ή θα έχουν ακούσει το Κέντρο της Bonegilla, το οποίο ήταν το μεγαλύτερο στη Βικτώρια, αλλά και στην Αυστραλία. Στη Bonegilla, όπως και σε άλλα Κέντρα οι μετανάστες περνούσαν τις πρώτες εβδομάδες της άφιξής τους, παρακολουθώντας μαθήματα Αγγλικών και μαθήματα σχετικά με τον τρόπο ζωής στη χώρα. Υποβάλλονταν ξανά σε ιατρικές εξετάσεις, περνούσαν από το Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας του Κέντρου όπου καταγράφονταν και δήλωναν τα προσόντα τους, ώστε αν ήταν δυνατόν, να βρεθεί εργασία βάσει των επιθυμιών και δεξιοτήτων τους».

«Να θυμίσω βέβαια, ότι οι μετανάστες μέσω ΔΕΜΕ, όπως και νωρίτερα οι πρόσφυγες μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Προσφύγων, υπέγραφαν διετές συμβόλαιο εργασίας βάσει του οποίου η Αυστραλιανή Κυβέρνηση μπορούσε να τους τοποθετήσει σε ό,τι εργασία επιθυμούσε. Σαφώς, αυτές οι εργασίες ήταν βαριές χειρωνακτικές εργασίες, τις οποίες δεν επέλεγε ο ήδη εγκατεστημένος πληθυσμός στη χώρα. Κατά την παραμονή τους στη Bonegilla και όσο έμεναν δίχως εργασία στην Bonegilla, λάμβαναν ένα μικρό επίδομα ανεργίας».
«Οι συνθήκες διαβίωσης στα Κέντρα, όπως στη Bonegilla, λάμβαναν συχνά σημαντική έκταση τόσο στον Αυστραλιανό και κοινοτικό Τύπο, όπως και στον Ελληνικό Τύπο, ιδίως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και αυξημένης ανεργίας, όπως το 1953 και 1956. Υπάρχουν αναφορές για ‘στρατόπεδα συγκεντρώσεως με σύρματα’, έλλειψη επαρκούς φαγητού, ιματισμού, ανθυγιεινούς όρους διαβίωσης, και μεταξύ άλλων πτώση του ηθικου των μεταναστών λόγω του εγκλεισμού τους. Ωστόσο ήταν αρκετοί και όσοι έμεναν για περίπου 3-4 εβδομάδες και έπειτα απορροφούνταν στην αγορά εργασίας της χώρας».

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΙΘΜΟΥΣ
«Είναι ενδιαφέρον ότι η ιστορία της ΔΕΜΕ, είναι μία ιστορία η οποία δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς, παρόλο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πληθυσμιακή αύξηση της Αυστραλίας, αλλά παράλληλα άλλαξε και τη ζωή πολλών μεταναστών, όπως και των οικογενειών τους που έμειναν πίσω», τόνισε ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης.
«Συγκεκριμένα, ακόμα και συγγενείς μου οι οποίοι ταξίδεψαν στην Αυστραλία ή στην Νότια Αφρική, δεν γνώριζαν τον τρόπο μετανάστευσής τους, και ήταν μεγάλη, αλλά και όμορφη, έκπληξη για εμένα να συναντήσω τους φακέλους τους στα αρχεία της ΔΕΜΕ».
«Η μετανάστευση όμως, δεν είναι πάντα μία ιστορία επιτυχίας», πρόσθεσε ο ίδιος. «Μπορεί έπειτα από χρόνια να γίνει, όμως η πορεία προς εκεί, για πολλούς παραμένει δύσκολη, ενίοτε και οδυνηρή».
«Θυμάμαι κάποιες επιστολές που έστελναν μετανάστες μέσω της ΔΕΜΕ λίγο μετά την άφιξή τους στην Αυστραλία, σε προσωπικό της ΔΕΜΕ στην Ελλάδα. Οι επιστολές τους δείχνουν όλες τις δυσκολίες, στερήσεις, φόβο, απογοητεύσεις και συναισθήματα νοσταλγίας τα οποία βίωναν κατά τα πρώτα στάδια της εγκατάστασής τους».



«Πτυχές τις οποίες δεν μπορούμε εύκολα να τις διακρίνουμε στην αλληλογραφία προς άτομα του οικογενειακού κύκλου, καθώς εκεί οι συνθήκες διαβίωσης των νέο-μεταναστών ωραιοποιούνταν, μιας και πολλοί δεν ήθελαν να ανησυχήσουν τους δικούς τους στην πατρίδα».
«Επιπλέον, έχει αξία να σκεφτούμε τη μετανάστευση με τους όρους και στο χρόνο τον οποίο συντελούνται. Τη δεκαετία του 1950, αλλά και τη δεκαετία του 1960, στην ελληνική κοινωνία και οικιακή οικονομία, η χρήση των σύγχρονων για την εποχή οικιακών συσκευών, η εσωτερική τουαλέτα ή ακόμα και τα αναψυκτικά δεν ήταν διαδεδομένα».
«Θυμάμαι, υπήρχαν αναφορές στα αρχεία της ΔΕΜΕ τα οποία ανέφεραν πως κοπέλες από την ελληνική ύπαιθρο οι οποίες παρακολουθούσαν τα μαθήματα οικοκυρικών της ΔΕΜΕ, βρέθηκαν να πλένονταν στο νερό που έτρεχε στις λεκάνες τουαλέτας, καθώς δεν είχαν δει ξανά κάτι αντίστοιχο».
«Από την άλλη, ένας νεαρός μετανάστης τη δεκαετία του 1960, ανέφερε με θαυμασμό ότι ήπιε την πρώτη του Coca-cola σε μία στάση του πλοίου στο Κολόμπο. Τόσο καθημερινά στην χρήση τους και τα δύο σήμερα, σωστά; Όμως δεν ήταν πάντα έτσι».

«ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ» ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
«Η ιστορία των πλοίων υπό ελληνική σημαία στη θαλάσσια γραμμή μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας ξεκινάει με την ΕΛΜΕΣ το 1947, η οποία ευκαιριακά υλοποιούσε ταξίδια προς λιμάνια της Αυστραλίας μέχρι το 1952 με το πλοίο ‘Κυρήνεια’, και στη συνέχεια από το 1954 μέχρι το 1956 και με το ‘Τασμάνια’», μας είπε ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης.
«Τέλει του 1959 όμως ο Α. Χανδρής εγκαθιδρύει την πρώτη τακτική επιβατική γραμμή, τη Γραμμή Ελλάδας-Αυστραλίας, η οποία θα παραμείνει μέχρι το 1977».
«Ωστόσο, πίσω από τη λειτουργία αυτών των επιβατηγών γραμμών, κρύβεται η επιδότησή τους από τον Διεθνή Οργανισμό Προσφύγων (ΔΟΠ/International Refugee Organisation, 1946-1951), και τη ΔΕΜΕ, που ενεργοποίησαν όχι μόνο τη γραμμή Ελλάδας-Αυστραλίας και τις αντίστοιχες οικονομίες, αλλά και τον ανταγωνισμό των ναυτιλιακών εταιριών».

«Για παράδειγμα, πριν την ίδρυση της εταιρίας του Χανδρή, είχε αρχικά ενδιαφερθεί ο Ι. Λάτσης, ο οποίος είχε ήδη από το 1956 ξεκινήσει τις συνεννοήσεις με την Ελληνική Κυβέρνηση και τη ΔΕΜΕ για την αγορά δύο πλοίων τα οποία θα τα έθετε στην γραμμή Πειραιά-Αυστραλίας».
«Ωστόσο καθυστερήσεις στην υλοποίηση των σχεδίων του, έδωσαν την ευκαιρία στον Χανδρή να εκμεταλλευτεί τη γραμμή και εν τέλει να συνδεθεί το όνομα του πρώτου πλοίου ‘Πατρίς’ με την ελληνική μεταπολεμική μετανάστευση στην Αυστραλία».
«Όμως και η λειτουργία της γραμμής του Χανδρή δεν υπήρξε ρόδινη. Εξ’ αρχής βίωσε τον ανταγωνισμό από τις Passenger και Cargo Conferences, οι οποίες με την καθέλκυση του ‘Πατρίς’, έθεσαν embargo στους πράκτορές τους στην Αυστραλία για την πώληση εισιτηρίων και φόρτωση εμπορευμάτων στο ‘Πατρίς’, προκειμένου να ωθήσουν τον Χανδρή να αποσυρθεί από την γραμμή».

«Ωστόσο απέτυχαν, και η έξοδος του Χανδρή από την επιβατική γραμμή Ελλάδας-Αυστραλίας τελέστηκε λόγω του ανταγωνισμού με το αεροπλάνο, αλλά και της μείωσης της ελληνικής μετανάστευσης προς την Αυστραλία τη δεκαετία του 1970».
«Όταν μιλάμε για τους μετανάστες μέσω της ΔΕΜΕ, τότε τον λόγο είχαν τα οικονομικά συμφέροντα. Η ΔΕΜΕ υπήρχε λόγω των κρατών-μελών της. Η Ελλάδα, όπως και η Ιταλία, πέρα από κράτη αποστολής μεταναστών, ήταν και παραδοσιακά ναυτιλιακά κράτη, με εμπορικές επιβατηγές γραμμές προς μεταναστευτικούς προορισμούς που εξυπηρετούσε η ΔΕΜΕ (Αυστραλία, Βόρεια Αμερική)».
«Συνεπώς, και οι δύο χώρες ήθελαν και πίεζαν τη ΔΕΜΕ, οι μετανάστες τους να ταξιδεύουν με πλοία υπό την σημαία τους, ώστε να υποστηρίξουν και τη βιωσιμότητα αυτών των γραμμών. Ωστόσο πλαισίωναν το επιχείρημά τους και με έναν ανθρωπιστικό λόγο υπέρ των μεταναστών, υποστηρίζοντας ότι το πλοίο δίνει στους μετανάστες την ευκαιρία να προετοιμαστούν ψυχολογικά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, να συνειδητοποιήσουν ότι επρόκειτο να εγκατασταθούν σε μία νέα χώρα, αλλά παράλληλα και να παρακολουθήσουν μαθήματα Αγγλικών, τα οποία προσφέρονταν εν πλω, τουλάχιστον για όσους μετανάστευαν μέσω της ΔΕΜΕ».

ΥΠΗΡΞΕ ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΛΛΑΔΑΣ – ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ;
«Η απάντηση είναι απλή, όχι», επισήμανε ο Δρ Λημνιός-Σεκέρης. «Το ερώτημα αυτό έχει λάβει σχεδόν ‘μυθικές’ διαστάσεις στην ιστοριογραφία, καθώς πολλοί μπερδεύουν την επικουρούμενη (assisted/subsidized) μετανάστευση μέσω της ΔΕΜΕ, με τις διακρατικές μεταναστευτικές συμφωνίες τις οποίες σύναπτε η Αυστραλία με χώρες της Ευρώπης, όπως την Ιταλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία, μεταξύ άλλων».
«Η Ελλάδα δεν σύναψε ποτέ διακρατική συμφωνία για τη μετανάστευση με την Αυστραλία, παρόλο που το 1952-1954 το επιδίωκε η ελληνική πλευρά. Ωστόσο για την Αυστραλία, όντας οι Έλληνες μία πληθυσμιακή ομάδα εκτός των προτεραιοτήτων της, δεν ένιωθε την ίδια ανάγκη για να ενισχύσει επιπλέον αυτή τη μεταναστευτική ροή – η μετανάστευση μέσω της ΔΕΜΕ ήταν αρκετή».
«Ωστόσο από το 1959 και εξής οπότε και η μετανάστευση από τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης μειώνεται, συγκριτικά, η Αυστραλία ανακίνησε το ενδεχόμενο υπογραφής μεταναστευτικής σύμβασης με την Ελλάδα. Όμως η Ελλάδα απέκρουε το ενδεχόμενο αυτό δεδομένου ότι θα έπρεπε να συμβάλλει εξ’ ίσου με την Αυστραλία στα έξοδα προετοιμασίας και μετακίνησης των μεταναστών, σε αντίθεση με την μετανάστευση μέσω της ΔΕΜΕ η οποία ήταν οικονομικά πιο συμφέρουσα».
«Εν τω μεταξύ, είχε ήδη ενισχυθεί και η ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση, η οποία θεωρούνταν ως πιο συμφέρουσα για την εθνική οικονομία. Η μόνη σύμβαση μεταναστευτικού περιεχομένου που υπογράφηκε μεταξύ των δύο χωρών είναι η Work and Holiday Visa του 2014, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2019».

ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Καταλήγοντας ο Δρ Ιωάννης Λημνιός-Σεκέρης τόνισε ότι «ο πλούτος της Αυστραλίας και της κάθε χώρας, είναι οι άνθρωποί της, οι εμπειρίες τους και τα ιστορικά κατάλοιπα που φέρει το ταξίδι τους και η εγκαστάστασή τους».
«Αναγνωρίζω ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην συλλογή και διατήρηση προφορικών μαρτυριών, όμως αυτή η προσπάθεια ποτέ δεν είναι αρκετή», συμπλήρωσε και υπογράμμισε ότι «έγγραφα, επιστολές με οικείους και υπηρεσίες, φωτογραφίες, αντικείμενα τα οποία κάθε μετανάστης μπορεί να έχει στο σπίτι του και ενδεχομένως να θεωρεί άνευ αξίας, μπορούν να δημιουργήσουν μία νέα σύνθεση της ιστορίας της ελληνικής μετανάστευσης στην Αυστραλία και αξίζει να διασωθούν».
Ως εκ τούτου, αν και εσείς έχετε διαφυλάξει σχετικό υλικό της μεταναστευτικής ιστορίας των δικών σας ανθρώπων παρακαλούμε πολύ, γράφοντας μερικές πληροφορίες σχετικά, να το προωθήσετε στον «Νέο Κόσμο» (στο email editor@neoskosmos.com.au) ή/και στον Δρ Λημνιό -Σεκέρη (limniosg@gmail.com).

*Η διδακτορική διατριβή του Δρ Ιωάννη Λημνιού-Σεκέρη διερευνά τη σχέση των διεθνών οργανισμών, των κρατών και των επιχειρήσεων, με τη διαχείριση της μεταπολεμικής μετανάστευσης από την Ευρώπη προς τις υπερπόντιες χώρες του Δυτικού Μπλοκ. Κεντρική ιδέα είναι πως η μεταναστευτική διαδικασία παράγει κέρδος το οποίο καρπώνονται όσοι μεσολαβούν στη διευκόλυνσή της. Υποστηρίζει δηλαδή, ότι η ίδια η μετανάστευση δημιουργεί και υποστηρίζεται από μία «επιχείρηση» μετανάστευσης (migration industry).
Εξετάζει λοιπόν ακριβώς τη δημιουργία και την οργάνωση της μεταναστευτικής υποδομής (migration infrastructure), δηλαδή τις υλικές προϋποθέσεις και τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η ανθρώπινη κινητικότητα εκτός των εθνικών συνόρων, αποτέλεσε αντικείμενο διακρατικής διαχείρισης με παράλληλο στόχο την ενίσχυση της επιχειρηματικής κερδοφορίας. Στο κέντρο της έρευνας είναι η Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως εξ Ευρώπης, τα κράτη-μέλη της, και οι ναυτιλιακές και οι αεροπορικές εταιρίες υπό την σημαία τους, οι οποίες συμμετείχαν στη μεταφορά μεταναστών και προσφύγων υπό την αιγίδα της ΔΕΜΕ μεταξύ 1951 και 1980.

Πώς του κέντρισε το ενδιαφέρον η ιστορία της μετανάστευσης; Ο ίδιος δήλωσε στον «Νέο Κόσμο»:
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Νέα Αλικαρνασσό, ένα προάστιο στο Ηράκλειο Κρήτης, το οποίο χτίστηκε έπειτα από την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, για να υποδεχθεί τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Μέσα σε αυτούς ήταν ως παιδιά και οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου, καθώς και οι γονείς τους».
«Αντιστοίχως τη δεκαετία του 1950 μέλη της οικογένειάς μου μετανάστευσαν στην Αυστραλία, την Αργεντινή, τη Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε) καθώς και τη Νότια Αφρική, αλλά και προς ενδοευρωπαϊκούς προορισμούς τη δεκαετία του 1960, όπως τη Δυτική Γερμανία».
«Συνεπώς η μετανάστευση, και η ‘προσφυγιά’ ήταν πάντα τμήμα των αφηγήσεων, αλλά και του τρόπου ζωής των μελών της οικογένειάς μου. Η ακαδημαϊκή μου ενασχόληση όμως με τη μελέτη της μετανάστευσης, ήρθε πολύ αργότερα».
«Όταν σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, είχα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο για την Ελληνική μετανάστευση. Τότε επέλεξα να ερευνήσω τη μετανάστευση Ελλήνων προς την Αυστραλία. Η έρευνα αυτή συνεχίστηκε και σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Tότε μελέτησα τη ΔΕΜΕ, και μάλιστα ανακάλυψα και κατανόησα ακόμα καλύτερα τμήματα της ιστορίας της οικογένειάς μου, η οποία για χρόνια ζει και δραστηριοποιείται στο Περθ της Δυτικής Αυστραλίας. Αργότερα διεύρυνα την έρευνά μου μέσω της συμμετοχής μου σε Ευρωπαϊκά ακαδημαϊκά ερευνητικά προγράμματα και σαφώς με την διδακτορική μου διατριβή».
**Στα Ελληνικά η φράση αυτή «ακούγεται» ακόμα χειρότερα: «Μας άρεσουν οι κοπέλες και οι νεαρές γυναίκες σας και οι τρόποι τους. Γιατί δεν μας στέλνετε περισσότερες; … Αν έχετε κάποιες παραπάνω, θα τις υποδεχθούμε με ανοιχτές αγκάλες». Πηγή: «Speech of the Honourable A.R. Downer, M.P., Australian Minister for Immigration in Athens, 18 May 1959», φάκελος 1959 1/1/2/2, Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείο Εξωτερικών, Αθήνα.




















Το «Πατρίς» απέπλευσε την 10ην νυκτερινήν της Κυριακής 14ης Δεκεμβρίου. Παρέλαβεν 980 επιβάτας εκ των οποίων 650 εταξίδευον υπό την αιγίδα της Διεθνούς Επιτροπής Μεταναστεύσεων. Τα αποσταλλόμενα τηλέγραφήματα από τον πλουν πληροφορούν περί του ομαλού ταξιδίου του, της αναπτυχθείσας ταχύτητος (20,5 μίλια) και των άριστων εντυπώσεων των επιβαινόντων. Τηλεγραφεί επιβάτης προς την οικογένειάν του: «Γλέντι τρικούβερτο ελληνικό αδιάκοπο κατά το ταξίδιον μας. Είμεθα όλοι ευχαριστημένοι από τα περιποιήσεις. Η θλίψης του χωρισμού περιορίζεται κάπως από το καλό μας ταξίδι και τας ανέσεις που παρέχει το σκάφος». Πιστεύομεν ακραδάντως ότι η προσπάθεια της Κόνφερανς να αποκλείση το εθνικόν μας υπερωκεάνιον από την εξ Αυστραλίας κίνησιν θα αποτύχη. Το «Πατρίς» θα γίνει δεκτον ενθουσιωδώς από το κοινόν της Αυστραλίας. Θα εξυπηρετήση ζωτικάς ανάγκας του εκεί ομογενούς στοιχείου. Τον χαιρετισμόν της γενετείρας ανά δίμηνον θα φέρη τις τα ξενιτευμένα τέκνα της.
Στην παραπάνω φωτογραφία, στη σελίδα 137, ο Πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής μετά του κ. Αντ. Χανδρή επί της γέφυρας του «Πατρίς». Πηγή: Supplied/Ναυτικά Χρονικά – Ψηφιακό Αρχείο


Το δύο αυτά εθνικά πλοία – τα εκλεκτότερα της γραμμής – συνδέουν σήμερον δια τακτικών μηνιαίων δρομολογίων την μητέρα Ελλάδα με τα ξενητεμένα εις Αυστραλίαν παιδά της. Αυτό το οποίον μέχρι πρότινος εθεωρείτο όνειρον, έγινε τώρα απτή πραγματικότης… Πηγή: Supplied/Ναυτικά Χρονικά – Ψηφιακό Αρχείο