Για τη «δελεαστική προσφορά» της ΔΕΜΕ έγραψε τον Νοέμβριο του 2012 η συνάδελφός μας, Κλαίρη Γαζή, σε σχέση και με το μεγάλο αφιέρωμα-ντοκουμέντο, που η ίδια είχε επιμεληθεί έναν χρόνο πριν, υπό τον τίτλο: «Τα πλοία της Γραμμής – Προορισμός Αυστραλία», με μνήμες πολλών συμπάροικων από τα καράβια που τους έφεραν στην Αυστραλία, αλλά και «πράγματα και καταστάσεις» από την περιπέτεια της μετανάστευσης (είτε μέσω της ΔΕΜΕ, είτε όχι).
«Πώς μπορεί αυτό το κύμα της νιότης, που με μια βαλίτσα στο χέρι, οι παππούδες, οι γονείς μας και πολλοί από εμάς, να ξεχάσουμε το δάκρυ, την πίκρα και τον πόνο της σκληρής ώρας του αποχωρισμού και της πρώτης επαφής με την Αυστραλία;», ανέφερε η κα Γαζή.
«Από την άλλη, ποιος μπορεί να ξεχάσει την πρώτη δουλειά, την πρώτη κατάθεση στην τράπεζα και την ικανοποίηση, όταν κατάφερε και έστειλε εκείνο το μικρό βοήθημα στους γέροντες γονείς του στο χωριό που το περίμεναν με αγωνία;».
«Και μετά ήλθαν και άλλες χαρές. Η οικογένεια, το πρώτο σπίτι, το ελληνικό σχολείο, η αδελφότητα, η εκκλησία και άλλα πολλά, που μας καθιέρωσαν σιγά-σιγά ως μέλη του πολυπολιτισμικού μωσαϊκού της αυστραλιανής κοινωνίας».
Ακολουθούν ορισμένες μόνο από τις ιστορίες μετανάστευσης συμπάροικων που δημοσιεύτηκαν τότε (2011) στον «Νέο Κόσμο».

Ανέφερε ο Παναγιώτης Λάμπρου, ο οποίος ταξίδεψε με το «Πατρίς», το 1965: «…Έτσι το ‘πακέτο’ των … επιβατών, παλικάρια των 24 και 29 Μαΐων, που συνοδευόμασταν από υπάλληλο της ΔΕΜΕ, παραδόθηκε στον αντιπρόσωπο της εταιρείας (G.M.H.). Η απόφαση ήταν φυσικά δική μας. Όμως με δουλειά στο χέρι και σίγουρη στέγη, η ζωή μας άρχισε να παίρνει νόημα».
Κατά το ταξίδι «ένας συμπατριώτης ήταν σε κατάσταση πανικού … του δώσαμε κουράγιο μέχρι που το καράβι πλεύρισε στο Fremantle … Εργάστηκε μαζί μας τρεις μήνες. Μάζεψε τα απαραίτητα χρήματα και πλήρωσε το εισιτήριο που τον μετέφερε πίσω στην πατρίδα …Τον μακαρίζω! Εμείς μείναμε και ριζώσαμε στην πλανεύτρα ξενιτιά. Τα όνειρά μας γέρασαν και έσβησαν μαζί με τις ελπίδες της επιστροφής. Η επιθυμία της νιότης μου να γυρίσω στη μανούλα μου, όπως είχα υποσχεθεί, ήταν πύργος κτισμένος στην άμμο…».
Ο Κώστας Κολοκυθάς, επιβιβάστηκε στο «Ελληνίς», το 1963: «Το ‘Ελληνίς’ σήκωσε άγκυρα από τον Πειραιά στις 29 Δεκεμβρίου 1963. Ήταν το παρθενικό ταξίδι στους Αντίποδες. Δεν μπορώ να προσδιορίσω αριθμό επιβατών. Οι περισσότεροι ήταν μέσω της ΔΕΜΕ. Υπήρχαν όμως και οικογένειες … Ανάμεσα στους επιβάτες, δύο νέοι, που ερχόντουσαν με πρόσκληση για να έλθουν εις γάμου κοινωνίας με τους… αγαπημένους τους. Γνωρίστηκαν μεταξύ τους λιγάκι περισσότερο. Από ό,τι φάνηκε ξέχασαν τις υποσχέσεις και τον προορισμό τους…».

Η Κούλα Αλτινίδη, ταξίδεψε με το «Πατρίς», το 1963: «Ταξίδεψα με το ‘Πατρίς’. Αν μπορούσε αυτό το ευλογημένο πλοίο να μιλήσει θα μας έλεγε πολλά. Κουβάλησε τόσους νέους και νέες στην ξενιτιά. Εκεί δημιουργήθηκαν τόσες συμπάθειες και γεννήθηκαν άλλοι τόσοι έρωτες… το ‘Πατρίς’ κουβάλησε τα όνειρα και τις ελπίδες μας στην άγνωστη Αυστραλία».
Η Αιμιλία Κεραμιδά, με το «Begonia», το 1957, με τις νύφες: «21 Μαΐου σάλπαρε από τον Πειραιά … Τότε, η Αυστραλία φάνταζε η καλύτερη επιλογή, ενάντια στην κρίση που περνούσε η Ελλάδα … Έπειτα η προσφορά της ΔΕΜΕ με την καταβολή του εισιτηρίου και η συμφωνία για τη μετέπειτα αποπληρωμή με δόσεις ήταν δελεαστική. Οπότε χωρίς να το πολυσκεφτώ βρέθηκα συνεπιβάτης με άλλες 900 νύφες…».
Ο Νίκος Κεφαλληνός, με το «Fairsea», το 1954: «Το 1953 … γύρω στα 20 μου, θυμάμαι, γίνονταν πολλές συζητήσεις για μετανάστευση σε άλλους τόπους. Τότε λέγονταν και άλλα τόσα ακούγονταν πολλά από τους υπαλλήλους της ΔΕΜΕ, που έρχονταν στη Ζάκυνθο για να πείσουν τα νιάτα να πάρουν τη μεγάλη απόφαση…».

Ο Κωνσταντίνος Σαλαμουράς, με το «Κυρήνεια», το 1956: «Στις 7 Μαΐου του 1956, Δευτέρα της Λαμπρής, ο πατέρας μου Γιώργος μου έδωσε … την ευχή του να φύγω μέσω της ΔΕΜΕ για Αυστραλία. Στο τραπέζι του αποχαιρετισμού το ξημερώσαμε γλεντώντας με γραμμόφωνο, ένα κλαρίνο ξύλινο φτιαγμένο από εμένα και μία κιθάρα χειροποίητη που έπαιζε ένα ξάδελφος. Την επόμενη φορτώσαμε στο άλογό μας τον Τσίλια τρεις βαλίτσες και κατεβήκαμε στο Αντίρριο … Ήμουν ο πρώτος από το χωριό μου (Αγραπιδόκαμπο Ναυπακτίας) που ξενιτεύτηκα. Νιώθω ότι όλοι πονούσαν … Τα μάτια μου έτρεχαν βρύσες, αλλά με συνόδευαν οι ευχές των δικών μου. Να ζήσω, να ευτυχήσω και στο χωριό μου γρήγορα πίσω να γυρίσω…».
Ο Αναστάσιος Κολοκοτρώνης, με το «Κυρήνεια», το 1954: «Μια κυρία στα γραφεία της ΔΕΜΕ με παρότρυνε να προτιμήσω την Αυστραλία. Μου είπε ότι δεν έχει πολλά χιόνια (σ.σ. όπως ο Καναδάς), έχει όμως παραλίες με χρυσές αμμουδιές και ψηλές ξανθιές κοπέλες και ότι μπορούσα να φύγω σε έξι μήνες … Μου ζήτησε αρκετά χαρτιά και αυτό των κοινωνικών φρονημάτων … Φίλησα την άρρωστη μητέρα μου και κλαίγοντας αποχαιρέτησα συγγενείς και φίλους. Στην Αθήνα, 16 Νοεμβρίου, αφού πληρώσαμε κάτι κρατικά χρέη, και μας απολυμάνανε, πήραμε τα διαβατήρια, πήραμε το τρένο, κατεβήκαμε στον Πειραιά και επιβιβαστήκαμε στο «Κυρήνεια»… Τότε οι υπεύθυνοι της ΔΕΜΕ ζητούσαν από όσους ήξεραν Αγγλικά να διδάξουν τα βασικά, μερικές ώρες την ημέρα. Στη Μελβούρνη πρώτα κατέβηκαν αυτοί με πρόσκληση που τους περίμεναν οι συγγενείς και γνωστοί τους και τελευταίοι εμείς με τη ΔΕΜΕ. Μας έβαλαν σε διώροφα λεωφορεία, μας πήγαν σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό και από εκεί σε τρένο… Επάνω στον τοίχο έγραφε Greta».
Ο Σπύρος Βιδάκης-Βίδας έφτασε στην Αυστραλία με πρόσκληση. Ταξίδεψε με το Asturias το 1947. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1961 και εργάστηκε ως καθηγητής Αγγλικών για τη ΔΕΜΕ διδάσκοντας τη γλώσσα στους υποψήφιους μετανάστες, αλλά και ως συνοδός τους στο Britanis: «Τα δικά τους συναισθήματα δεν μπορούν να συγκριθούν με τα δικά μου… εμείς αγωνιούσαμε να συναντηθούμε με συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα … Οι μετανάστες και οι μετανάστριες όμως που ήλθαν μέσω της ΔΕΜΕ δεν επρόκειτο να συναντήσουν γνωστά πρόσωπα, αλλά άγνωστες εργοδότριες(τες) … Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν επρόκειτο για ταξίδι ελπίδας, όπως το δικό μας με πρόσκληση, αλλά για ένα ταξίδι πόνου και αβεβαιότητας».





