Ο κ. Con Vaitsas, μας έγραψε σχετικά με τη μετανάστευση των γονιών του στην Αυστραλία μέσω της ΔΕΜΕ:
Την περίοδο από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως περίπου το 1970 τεράστια κύματα νέων -κυρίως- Ελλήνων από χωριά και μικρές πόλεις αποφάσισαν να ρισκάρουν και να εγκαταλείψουν τη χώρα που γεννήθηκαν για ένα καλύτερο μέλλον.
Οι περισσότεροι ενδεχομένως σκεπτόμενοι ότι θα φύγουν για λίγα μόνο χρόνια, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους με κάποια χρήματα για μια καλύτερη ζωή από αυτή που είχαν ζήσει προηγουμένως.
Κάποιοι ωστόσο ήθελαν να φύγουν μόνιμα από την Ελλάδα. Μεταξύ των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που έφυγαν τότε ήταν και οι γονείς μου Νικολίτσα και Γιώργος.

Ήταν μάλιστα μεταξύ των πρώτων από εκείνους που ταξίδεψαν με το πλοίο «Seven Seas» (σ.σ. πρώην «Nelly») τον Μάιο του 1953. Ήταν από το χωριό Άνω Καστρίτσι λίγο έξω από την Πάτρα και είχαν παντρευτεί μόλις δύο εβδομάδες πριν από την αναχώρηση.
Ήταν επίσης από τους πρώτους από το χωριό τους που μετανάστευσαν στην Αυστραλία (μαζί τους ήταν άλλες δύο οικογένειες από το Άνω Καστρίτσι). Το σχέδιό τους ήταν να εργαστούν «για 2 χρόνια» και να επιστρέψουν στο χωριό τους.
Στο πλοίο επέβαιναν βέβαια και πολλοί άλλοι Έλληνες που κατευθύνονταν σε μια άγνωστη γη και χώρα. Μερικοί από αυτούς έτυχε να είναι από χωριά κοντινά σε αυτό των δικών μου και κάποιοι κατέληξαν να γίνουν φίλοι ζωής, άλλοι κουμπάροι.

Οι γονείς μου πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους στην Αυστραλία στις 8 Ιουνίου (στο Fremantle) και συνέχισαν το ταξίδι τους με τελικό προορισμό τη Μελβούρνη, όπου έφτασαν μια εβδομάδα αργότερα.
Προορισμός τους, με το τρένο, ο καταυλισμός μεταναστών Bonnegilla. Έμειναν εκεί για μερικές εβδομάδες και γενικά είχαν καλές αναμνήσεις από τη διαμονή τους εκεί, ενώ έτρωγαν και νέα είδη φαγητού που δεν είχαν ξαναδεί, πόσο μάλλον δοκιμάσει.
Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στον καταυλισμό μεταναστών Greta, στη Hunter Valley, στη Νέα Νότια Ουαλία.
Ήταν ένας αρκετά μεγάλος καταυλισμός που φιλοξενούσε χιλιάδες ανθρώπους. Είχε σχολείο, κινηματογράφο, καταστήματα και κουρείο.

Από τον Greta ο πατέρας μου μαζί με μερικούς άλλους Έλληνες άνδρες στάλθηκαν για την πρώτη τους αμειβόμενη εργασία στην Αυστραλία.
Όλοι τους είχαν υπογράψει ένα έγγραφο που ανέφερε ότι επρόκειτο να εργαστούν για 2 χρόνια υπό τις οδηγίες της κυβέρνησης.
Έχω ακόμα τα έγγραφα που έπρεπε να συμπληρώσουν οι γονείς μου πριν γίνουν δεκτοί ως μετανάστες και τα οποία ανέφεραν το είδος της εργασίας που μπορούσαν να κάνουν, η οποία ήταν εξ ολοκλήρου γεωργική έως τότε. Η μητέρα μου ήταν και εκπαιδευμένη μοδίστρα.

Σε ένα από τα έγγραφα του πατέρα μου που έχω, αναφέρεται ότι μπορεί να «καλλιεργεί καπνό, βαμβάκι, σιτάρι, λαχανικά, αμπέλια και δημητριακά».
Επίσης, ότι μπορεί «να αρμέγει αγελάδες, να σφάζει μικρά ζώα, να χρησιμοποιεί χημικά λιπάσματα…».
Οπότε ουσιαστικά, τον ίδιο, όπως και πολλούς άλλους, τους ήθελαν για αγροτική εργασία.

Ως εκ τούτου, ο πατέρας μου μαζί με άλλους άντρες, στάλθηκαν στο Murwillumbah κοντά στα σύνορα του Κουίνσλαντ, για να κόψουν ζαχαροκάλαμα, ενώ οι σύζυγοι παρέμειναν στον Greta.
Μετά από μερικές εβδομάδες συνειδητοποίησαν ότι τους έκλεβαν αφού τους αφαιρούσαν τεράστια ποσά από τον μισθό τους για τη διατροφή και το ενοίκιο, το οποίο, όπως έλεγαν, ήταν απλώς μία «μπαράκα» (ένα ξύλινο σπιτάκι, παράπηγμα).
Έτσι έφυγαν επιστρέφοντας στον Greta. Έπειτα, ο πατέρας μου και κάποιοι φίλοι του, αποφάσισαν να πάνε στο Wollongong και να δουλέψουν στις χαλυβουργίες. Εκεί είπαν ψέματα ότι ήξεραν να δουλεύουν σε εργοστάσιο.
Και έτσι ο πατέρας μου βρήκε την πρώτη του δουλειά πλήρους απασχόλησης σε μια νέα χώρα δουλεύοντας στις χαλυβουργίες του Port Kembla.

Έτσι, έπαιρνε αρκετά χρήματα για να αγοράσει ένα σπίτι, από κοινού με τον κουμπάρο του, Λουκά Τσεκούρα.
Ένα ορόσημο, ως η αρχή της ζωής των γονιών μου στην Αυστραλία.
Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε και το πρώτο τους παιδί και έτσι άρχισαν να βαθαίνουν οι ρίζες τους στη χώρα αυτή όπου έζησαν μέχρι να πεθάνουν.
Τα αδέλφια μου και εγώ θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς που έχουμε ακόμα όλα τα πρωτότυπα έγγραφα των γονιών μας, τα οποία έπρεπε να συμπληρώσουν για να γίνουν δεκτοί ως μετανάστες σε πολύ καλή κατάσταση.
Ο πατέρας μας τα είχε βάλει σε ένα φάκελο που φυλάσσονταν σε μια μικρή σχολική τσάντα μέσα σε μια βαλίτσα.
Φυσικά, δεν υπήρξαν μόνο όμορφες στιγμές για όλους τους μετανάστες, συμπεριλαμβανομένων των γονιών μου. Έπρεπε επίσης να μάθουν μία νέα γλώσσα, να προσαρμοστούν σε νέα έθιμα, παραδόσεις, ενώ βέβαια πολλοί αντιμετώπισαν ρατσισμό.
Δεν είχαν όλοι τα ίδια όνειρα και τις ίδιες φιλοδοξίες. Ενώ αρκετοί άντρες ήθελαν να επιστρέψουν μόνιμα στην Ελλάδα, οι γυναίκες τους είχαν διαφορετική στάση, αφού βρήκαν περισσότερη ανεξαρτησία και ελευθερία εδώ και έτσι ενδιαφέρονταν να γυρίσουν στην πατρίδα μόνο για διακοπές.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας ότι πρέπει να διατηρήσουμε την ταυτότητά μας και την ιστορία αυτών που μετανάστευσαν εδώ και συνέβαλαν στο να αλλάξει αυτή η χώρα και η κοινωνία της προς το καλύτερο.
Ξεκινήστε λοιπόν να καταγράφετε την ιστορία της οικογένειάς σας, πώς μετανάστευσαν εδώ, όσο υπάρχουν μνήμες και έγγραφα, πριν να είναι πολύ αργά.












