Η πρεμιέρα της «Τόσκας» πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σάββατο (1 Ιουνίου 2024) στο Ηρώδειο, αποσπώντας θερμό χειροκρότημα από το ενθουσιώδες κοινό που γέμισε ασφυκτικά το ρωμαϊκό Ωδείο.
Η συγκλονιστική όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, σκηνοθεσία Ούγκο ντε Άνα και αναβίωση σκηνοθεσίας Κατερίνας Πετσατώδη, είναι η πρώτη φετινή καλοκαιρινή παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, με την οποία άνοιξε το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024.

Η συναρπαστική παραγωγή του Ούγκο ντε Άνα με τα εντυπωσιακά σκηνικά, τα κοστούμια εποχής και τις κινηματογραφικές προβολές –η οποία ενθουσίασε το κοινό– είναι συνεπής στο πνεύμα του συνθέτη και στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται το λιμπρέτο.
Οι χιλιάδες θεατές επιβράβευσαν όλους τους πρωταγωνιστές με θερμότατο χειροκρότημα, τόσο στο φινάλε όσο και κατά τη διάρκεια της παράστασης. Η διεθνώς καταξιωμένη Ρωσίδα υψίφωνος, Γεβγκένια Μουραβιέβα, έπλασε μια ευαίσθητη όσο και σπαρακτική Φλόρια Τόσκα. Ο διακεκριμένος Ιταλός τενόρος, Ρικκάρντο Μάσσι, ερμήνευσε με μεγάλη ευαισθησία τον Μάριο Καβαραντόσσι, ενώ ο κορυφαίος Έλληνας βαρύτονος, Τάσης Χριστογιαννόπουλος, παρουσίασε έναν σκληρό, διεστραμμένο Βαρόνο Σκάρπια. Στον ρόλο του Τσέζαρε Αντζελόττι ο Τάσος Αποστόλου, του Νεωκόρου ο Πέτρος Μαγουλάς, του Σαρρόνε και του Δεσμοφύλακα o Βαγγέλης Μανιάτης, του Σπολέττα ο Γιάννης Καλύβας και του Βοσκού η Εβίτα Χιώτη.

Ο διακεκριμένος αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός και η Ορχήστρα της ΕΛΣ αποθεώθηκαν από το κοινό για τη σπάνιας ευαισθησίας ερμηνεία της αριστουργηματικής μουσικής του Πουτσίνι.
Τη Χορωδία της ΕΛΣ διεύθυνε ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος και την Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ η Κωνσταντίνα Πιτσιάκου.
Η«Τόσκα» ένα μοναδικό οπερατικό θρίλερ, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα το 1900 στη Ρώμη. Δίκαια μια από τις δημοφιλέστερες όπερες του ρεπερτορίου, όπου τα παράφορα πάθη υπογραμμίζονται από την άκρως υποβλητική μουσική του Τζάκομο Πουτσίνι. Από την ΕΛΣ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1942 στο Θερινό Θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος, με τη 19χρονη Μαρία Καλογεροπούλου (μετέπειτα Κάλλας) στον ομώνυμο ρόλο, και από τότε παρουσιάζεται πολύ συχνά μετά από ισχυρή απαίτηση του κοινού.

Η πολυβραβευμένη Ρωσίδα υψίφωνος, Γεβγκένια Μουραβιέβα, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στην πρώτη της εμφάνιση στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ το 2017 ως Κατερίνα Ισμαήλοβα στη Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ. Η φήμη της εδραιώθηκε όταν την αμέσως επόμενη χρονιά εμφανίστηκε ξανά στο Ζάλτσμπουργκ στην Ντάμα πίκα, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Έχει εμφανιστεί σε Μαριίνσκι, Όπερα της Λυόν, Όπερα της Τουλούζης, στη Σκάλα του Μιλάνου, στο Θέατρο Σαν Κάρλο, στην Κωμική Όπερα του Βερολίνου κ.α. ερμηνεύοντας με επιτυχία σημαντικούς ρόλους του ρεπερτορίου.
Στον ρόλο του Σκάρπια δύο κορυφαίοι πρωταγωνιστές της ΕΛΣ, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος και ο Γιάννης Γιαννίσης .
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ
Χωρίς αμφιβολία και όχι συμπτωματικά, η «Τόσκα» συγκαταλέγεται στις δημοφιλέστερες όπερες του Πουτσίνι. Ο Πουτσίνι επιθυμούσε να συνθέσει μια μελωδική όπερα: ήθελε να δημιουργήσει μια μουσική που έρχεται από την καρδιά και μιλάει στην καρδιά. Ως προς αυτό, ο μουσικός εμφανίζεται αδιαχώριστος από τον «άνθρωπο του θεάτρου», όπως ο «μελωδιστής» δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον «συμφωνιστή». Στη μουσική του διακρίνεται με σαφήνεια ο χαρακτήρας των σκηνικών προσώπων, τα χρώματα και οι χειρονομίες των ερμηνευτών.
Ο ίδιος έλεγε: «Κάνω θέατρο, οπτικοποιώ τη σκηνική δράση». Γι’ αυτόν τον λόγο, περισσότερο από άλλα έργα του, η Τόσκα σηματοδοτεί το πέρασμα στο πεδίο του βερισμού (επιμονή σε ρεαλιστικές λεπτομέρειες, αναζήτηση των σκηνικών εφέ με έντονες αποχρώσεις, οξυμμένα συναισθήματα, όπως ο έρωτας, το μίσος, το πνεύμα θυσίας, η αγάπη για την πατρίδα…), περιλαμβάνοντας ακόμα και σκληρές, νοσηρές όψεις, καθώς επίσης αποσπασματικούς, φορτισμένους διαλόγους έντονης δραματικότητας. Η πολύ γνωστή υπόθεση, μια ιστορία παθιασμένου έρωτα ανάμεσα στη Φλόρια Τόσκα και τον Μάριο Καβαραντόσσι, έχει ως φόντο μια πολιτική κατάσταση στην οποία επικρατεί έξαρση των ιδανικών της ελευθερίας και της δικαιοσύνης σε αντιδιαστολή προς τη δεσποτική και σκληρή εξουσία του Σκάρπια, ο οποίος με διαβολικό τρόπο καθορίζει μια ροή εξελίξεων που επιφέρει τον δικό του χαμό, την καταδίκη του εραστή της «Τόσκα» και τη θεαματική αυτοκτονία της ίδιας: «Ω, Σκάρπια, ενώπιον του Θεού!». — Ούγκο Ντε Άνα.
Η τρίπρακτη όπερα «Τόσκα» βασίζεται σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο Η «Τόσκα» (1887) του Γάλλου Βικτοριέν Σαρντού.
ΠΡΕΜΙΕΡΕΣ
Η «Τόσκα» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης στις 14 Ιανουαρίου 1900. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευσε η ελληνικής καταγωγής Ρουμάνα υψίφωνος, Χαρίκλεια Νταρκλέ –το γένος Χαρικλή–, επιλογή του ίδιου του Πουτσίνι, τον Καβαραντόσσι ο Εμίλιο ντε Μάρκι και τον Σκάρπια ο Εουτζένιο Τζιραλντόνι. Διηύθυνε ο Λεοπόλντο Μουνιόνε. Η Τόσκα παρουσιάστηκε από το Γ΄ Ελληνικό Μελόδραμα κατά την καλλιτεχνική περίοδο 1916/17. Η Εθνική Λυρική Σκηνή τη συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριό της στις 27 Αυγούστου 1942, με τη δεκαεννιάχρονη Μαρία Καλογεροπούλου (Κάλλας) στον κεντρικό ρόλο. Διηύθυνε ο Σώτος Βασιλειάδης.