Σήμερα συμπληρώνονται 30 χρόνια από το θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι. Ο κορυφαίος Έλληνας μουσικοσυνθέτης, διανοούμενος και ποιητής, έφυγε από τη ζωή στις 15 Ιουνίου 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα, αφήνοντας πίσω του σημαντική πολιτιστική κληρονομιά.

Ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέφθηκε και τη Μελβούρνη σε ένα ταξίδι που άφησε εποχή για πολλούς λόγους. Για το ταξίδι αυτό έχουμε ξαναγράψει. Το σημερινό κείμενο είναι αναδημοσίευση γιατι, πιστεύουμε, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Είχε έρθει εδώ προσκεκλημένος της Ελληνικής Εβδομάδας (προϋπήρχε του Φεστιβάλ «Αντίποδες») το Μάιο του 1980. Η ιδέα ήταν του προέδρου της Ελληνικής Εβδομάδας, Σάκη Ζαφειρόπουλου. Κάλεσε τον Χατζιδάκι στη Μελβούρνη όχι μόνο για συναυλία αλλά και για να προεδρεύσει της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού που γινόταν στο πλαίσιο της Ελληνικής Εβδομάδας.

ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΕΠΟΧΕΣ

Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Μάνο Χατζιδάκι ως εργαζόμενος στα παροικιακά μέσα ενημέρωσης (στο 3ΕΑ τότε και στον «Νέο Κόσμο» και την «Νέα Ελλάδα») αλλά και ως … στιχουργός.

Η ιδέα ήταν του Ηλία Ντωνούδη. Να συμμετέχουμε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού ως … στιχουργοί!

Και έτσι έγινε… Στην πραγματικότητα, εκείνος έγραψε τους στίχους. Εγώ απλά συνυπέγραφα τη συμμετοχή μας!

Τη μελοποίηση την ανέλαβε ένας εξαιρετικός μουσικός. Ο Μάκης Μαρκιανός και την ερμηνεία ο Γιώργος Μαλλιαρός.

Το τραγούδι ήταν πραγματικά καλό, αλλά ατύχησε τη βραδιά του Φεστιβάλ. Έγιναν κάποια λάθη και έπεσε πάνω σε ιδιαίτερα καλές συμμετοχές.

Για την ιστορία, να αναφέρω ότι η εκδήλωση έγινε στο Palais Theatre, με παρουσιαστές τον Τάσο Ιωαννίδη και την Ρένα Φραγκιουδάκη.

Η ενορχήστρωση μερικών τραγουδιών ήταν του Μάριου Τόκα και το κοινό έφθανε τις τρεις χιλιάδες!

Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις! Εμείς, λοιπόν, «καταποντιστήκαμε», αλλά το πρώτο βραβείο μοιράστηκε σε δυο γιατί η Κριτική Επιτροπή διαφώνησε. Επέμενε ο Χατζιδάκις βασικά…

Και έτσι ο Γιώργος Γκόγκος (γιος του τότε διευθυντή μας, Τάκη Γκόγκου) που έγραψε τους στίχους και τη μουσική του τραγουδιού «Να το πουλί» και που το ερμήνευσε ο ίδιος (τη μετάφραση στα ελληνικά την είχε κάνει ο τότε αρχισυντάκτης μας, Νώντας Πεζάρος) και ο Γιάννης Κουρμπέλης με το τραγούδι «Κάτω Κόσμος» (σε στίχους Τάσου Καπετανάκη και ερμηνεία Σάντυς Βατσίλα), πήραν το πρώτο βραβείο.

«Απαρηγόρητοι» εγώ και ο Ηλίας για τη «συντριβή» με το Μάνο Χατζιδάκι να λέει:

«Το δικό σας Φεστιβάλ είναι πολύ ανώτερο απ’ αυτό της Θεσσαλονίκης, που είναι ένα πανηγυράκι»!

Στην «κατ’ ιδίαν» κουβέντα, μετά την απονομή, μου είπε ότι το τραγούδι μας ήταν καλό, αλλά «δεν συγκρινόταν με την αθωότητα, τη δροσιά, αλλά και το ταλέντο του νεαρού Γιώργου».

Περιττό να σημειώσω ότι η συμμετοχή αυτή στάθηκε αφορμή να μας κάνουν πολλές και πολλές «καζούρες». Ακόμα και από τα «ανταγωνιστικά παροικιακά Μέσα Ενημέρωσης».

Μάλιστα, μερικές μέρες αργότερα, οργανώθηκε και από τη διεύθυνση και το προσωπικό του «Νέου Κόσμου» ειδική «φιέστα» στα γραφεία μας για να μας «συγχαρούν» για τη συμμετοχή. Βασικά, η εκδήλωση έγινε για φαγοπότι, αλλά και για να σπάσουν πλάκα μαζί μας οι συνάδελφοι. Την χαρήκαμε όμως κι εμείς! Με τον Μπάμπη Σταυρόπουλο να εκφωνεί και «ειδικό λόγο» για τη συμμετοχή μας και την καλλιτεχνική μας πορεία. Άλλες εποχές και άλλες εργασιακές (και συναδελφικές) σχέσεις…

Να επιστρέψουμε, όμως, στον Χατζιδάκι και να θυμίσουμε αυτό που έγινε στη συναυλία του, στο Δημαρχείο Μελβούρνης:

Η συναυλία ξεκινάει, μαζί και οι παραγγελιές: «Τα παιδιά του Πειραιά» και ο «κυρ – Αντώνης». Διακόπτει ο Χατζιδάκις το πρόγραμμα, παίρνει το μικρόφωνο και λέει: «Λείπετε πολλά χρόνια από την πατρίδα και τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν υπάρχουν πια τα παιδιά του Πειραιά και ο κυρ-Αντώνης έχει πεθάνει. Απόψε θα σας παίξουμε κάτι άλλο και αν εσείς θεωρείτε ότι δεν σας ταιριάζει, μπορείτε από τώρα να αποχωρήσετε». Κανείς δεν αποχώρησε! Και στο τέλος έκανε ώρες να εγκαταλείψει το κτίριο από τις εκδηλώσεις αγάπης του κόσμου.

Πήγα κι εγώ να του πάρω μια συνέντευξη: Επηρεασμένος από τις αριστερές καταβολές μου, τον ρώτησα γιατί «έκοψε» από το Τρίτο Πρόγραμμα (ήταν διευθυντής του τότε) συνθέτες όπως τον Μαρκόπουλο, τον Λεοντή κ.ά. και πρόβαλε τον Γιάννη Φλωρινιώτη.

«Τον Φλωρινιώτη» μου είπε, «τον πρόβαλα ως κοινωνικό φαινόμενο και όχι ως ποιοτικό καλλιτέχνη. Αμέσως αυτοί οι συνθέτες άρχισαν να διαμαρτύρονται μη κατανοώντας τη διαφορά. Ε…, θύμωσα κι εγώ και τους … ‘έκοψα’».

Στη Μελβούρνη ο Χατζιδάκις έγραψε και ένα σημαντικό κείμενο που δημοσίευσε στο πρόγραμμα της συναυλίας του και το οποίο μου έδωσε για δημοσίευση.

Το παραθέτω αυτούσιο, γιατί το θεωρώ εξαιρετικό και μιλά από μόνο του για το ήθος, τις απόψεις και την πορεία του μοναδικού αυτού Έλληνα καλλιτέχνη και διανοούμενου:

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

«Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του ’25, στην Ξάνθη, τη διατηρητέα, κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες.

Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ’ την Κρήτη. Με φέραν το ’31 στην Αθήνα απ’ όπου έλαβα την Αττική παιδεία – όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.

Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ τη στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν’ αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.

Η κατοχική περίοδος μού συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ’ απομάκρυναν απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή – σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.

Ταξίδεψα πολύ. Κι αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σοβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.

Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και το Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια -δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής- μέσ’ απ’ τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.

To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρεισήμισι εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.

Εξόφλησα τα χρέη μου το ’72 κι επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ’ ένα παθητικό περίπου πάλι των τρεισήμισι εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.

Κι έτσι απ’ το ’75 αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε ή υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσημο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ’ αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω «ακριβές καφενειακές ιδέες» πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.

Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.

Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» -πού λένε- κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.

Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη «υψηλού πάθους». Γι’ αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

20 Μαΐου 1980.