Με το δυσβάσταχτο κόστος ζωής να πλήττει εκατομμύρια νοικοκυριά στη Μελβούρνη και τον πληθωρισμό να βρίσκεται στα ύψη, υπάρχει και μία αυξανόμενη μερίδα ανθρώπων -συμπεριλαμβανομένων και αρκετών ομογενών- που οδηγείται στην ακραία φτώχεια και την αστεγία.
Μάλιστα, αυξημένη είναι η ζήτηση σε τράπεζες τροφίμων (food banks), καθώς πολλοί είναι και οι… εργαζόμενοι πολίτες που πλέον στρέφονται στη βοήθεια που προσφέρουν τα συσσίτια για να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό.
Σύμφωνα με την ομογενή Ελένη Ανδριανάκη, η οποία εργάζεται στον κλάδο της Ψυχικής Υγείας, η κατάσταση «απλώς χειροτερεύει συνεχώς».
«Τα προβλήματα είναι τα συνηθισμένα…Έλλειψη στέγης, άτομα που δεν έχουν δουλειά… Πολλοί από τους πελάτες μας, μάλιστα, σταματούν να λαμβάνουν επιδόματα από το Centrelink, επειδή δεν κάνουν τις απαραίτητες αναβαθμίσεις που ορίζει η υπηρεσία MyGov. Δεν συμβαίνει πλέον -όπως τον παλαιό καιρό- που πήγαινες μέσα (στο κέντρο εξυπηρέτησης πελατών του Centerlink), περίμενες και κάποια στιγμή θα ερχόταν ένας υπάλληλος για να σε εξυπηρετήσει… Πλέον καθίσταται όλο και πιο δύσκολο (να λάβεις επιδόματα) και αυτό ξέρω ότι είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει», δήλωσε η κα Ανδριανάκη στον «Νέο Κόσμο».

Επιπλέον, η κα Ανδριανάκη, πρόσθεσε ότι πολλοί πελάτες, ιδίως μεγαλύτερης ηλικίας, δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με την τεχνολογία (tech savvy), γεγονός που δυσχεραίνει την κατάσταση ακόμα περισσότερο.
Η ίδια τόνισε ότι επί του παρόντος η πολιτειακή κυβέρνηση δεν παρέχει «καμία υποστήριξη», ενώ όση οικονομική βοήθεια και στήριξη εισπράττουν προέρχεται κυρίως από μέλη της κοινότητας, τις Εκκλησίες, και ορισμένες φιλανθρωπικές οργανώσεις.
«Ξέρετε, τα κεφάλαια (που είναι διαθέσιμα για σκοπούς χρηματοδότησης-funds) είναι περιορισμένα».
Μάλιστα, η κα Ανδριανάκη ανέφερε ότι ακόμα και άνθρωποι από «εργαζόμενα νοικοκυριά»- μεταξύ των οποίων και πολλοί ομογενείς- στρέφονται προς τις τράπεζες τροφίμων.
«Έχω δει άτομα ελληνικής καταγωγής στα 60 ή στα 70 τους χρόνια, τα οποία έρχονται και μου λένε ότι τα πράγματα είναι ζόρικα».
Η ίδια έφερε επίσης ως παράδειγμα μία γυναίκα, η οποία μοιράστηκε μαζί της τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ως συνταξιούχος, καθώς καλείται να καταβάλει τη δόση του στεγαστικού της δανείου, με τα επιτόκια να βρίσκονται στα…ύψη.
«Η κυρία αυτή μου λέει “ντρέπομαι πραγματικά γιατί βρίσκομαι εδώ, από το 1968, και τώρα πρέπει να στήνομαι στην ουρά για να πάρω μία σακούλα με τρόφιμα”», συμπλήρωσε η κα Ανδριανάκη.
Η ομογενής ειδικός Ψυχικής Υγείας, αποκάλυψε επίσης ότι λόγω των σοβαρών οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν πολλοί κάτοικοι της Αυστραλίας, έχει παρατηρηθεί και μία αύξηση στις κλοπές τροφίμων από τα ράφια των καταστημάτων, ενώ ορισμένοι υπάλληλοι των καταστημάτων τροφίμων πλέον «κάνουν τα στραβά μάτια», καθώς αντιλαμβάνονται ότι οι πράξεις αυτές προέρχονται από την ανάγκη της επιβίωσης.
«Είχαμε συναντήσεις με υπεύθυνους που εργάζονται σε σουπερμάρκετ, οι οποίοι μας είπαν: ‘Ξέρουμε ότι κλέβουν… αλλά τους αφήνουμε να φύγουν. Κλέβουν τρόφιμα, δηλαδή σούπες, ή προϊόντα ατομικής υγιεινής όπως αποσμητικά, σαμπουάν… Μία φορά είχαμε και άτομα που έκλεβαν ξυραφάκια ή μπαταρίες απλώς για να τα πουλήσουν».
Η κα Ανδριανάκη, πρότεινε ότι κρίνεται σημαντικό να διατεθούν περισσότερες δομές φιλοξενίας, για την αντιμετώπιση του προβλήματος της αστεγίας.
«Χρειαζόμαστε περισσότερες δομές φιλοξενίας, περισσότερες οικιστικές μονάδες. Οι Δήμοι ανά τη Βικτώρια, έχουν κτίρια που θα μπορούσαν να μετατρέψουν σε κατοικήσιμους χώρους».
Μάλιστα, η ίδια ανέφερε ότι η δημιουργία διαθέσιμων δομών φιλοξενίας αποτελεί επιτακτική ανάγκη, και λόγω της πρόσφατης αύξησης περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας.
«Πρέπει να διατηρούμε τους ανθρώπου σε ασφαλή μέρη. Δεν μπορούμε να τους μεταφέρουμε απλά σε ένα μοτέλ, ή σε ένα κέντρο επανένταξης. Δεν υπάρχει επαρκής στήριξη σε αυτούς τους χώρους για τους πελάτες μας».