ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ

«Το ανεμογκάστρι» (εκδ. Οδός Πανός, 2023) του Γιάννη Βασιλακάκου δεν είναι μια ιστορία με εμφανή αρχή, μέση, τέλος. Μην περιμένετε πολλά για τη συντέλεια του κόσμου, όσο για «Μαρτυρίες», αυτές, ναι, είναι πάρα πολλές⸱ άπειρες, όσοι και οι συγγραφείς που έχει διαβάσει ο συγγραφέας⸱ άπειροι. Καθένας βάζει τη δική του ατάκα και παραπομπή, όχι βέβαια για τη συντέλεια του κόσμου αλλά όττω τις έραται… Του Ίταλο Καλβίνο π.χ. του αρέσει να «δίνει το τέλος του κόσμου μετά το τέλος του κόσμου» και εν ολίγοις «το μοναδικό πράγμα που υπάρχει στον κόσμο είναι το τέλος του κόσμου». Σαφέστατη η De temporum fine comoedia του Καρλ Ορφ, γνωστού στην Ελλάδα κυρίως από την Carmina Burana.

Για να ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο, ας θυμηθούμε την πολυλογία που ανέπτυξε ο Άντον Τσέχοφ, όταν καταπιάστηκε με τις Βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος, όπου καθόλου δεν το απασχόλησε το κάπνισμα αλλά η γυναίκα του. Mutatis mutandis και ο Βασιλακάκος, με ένα βιογραφικό μιας σελίδας γεμάτο τίτλους πανεπιστημιακούς, στην Αυστραλία κυρίως αλλά και οπουδήποτε αλλού της Οικουμένης, αποφάσισε να φέρει στην επιφάνεια τον Επιφάνιο που ψάχνει, τι; Δεν ξέρω, αλλά ο συγγραφέας δεν αφήνει σελίδα γραμμένη που να μην την έχει διαβάσει. Βεβαίως έχει κι έναν ερευνητή μελετητή δ.φ. Μελέτη Αναγνώστου, του οποίου το όνομα και μελετηρό και αναγνωστερό είναι και αποδεικνύεται πολύ συνεργάσιμος και αποδοτικός.

Κατ’ αρχάς, ο τίτλος: «Ανεμογκάστρι». Ώδινεν όρος, Ζευς εφοβήθη, το δ’ έτεκε μυν. Ωραία, λοιπόν, οικειοποιούμενη κι εγώ τον τρόπο του Βασιλακάκου θα ποιήσω το αυτό. Άλλωστε, οι μάρτυρες που επικαλείται είναι και δικοί μου, αρχής γενομένης από τον προεξάρχοντα όλων των νεότερων σημειολόγων και ειδικών των ΜΜΕ, Ουμπέρτο Έκο, που έθεσε τον μέγα όγκο των δολοπλοκιών στις τόσες σελίδες του για να καταλήξει σε ένα γυμνό όνομα stat pristina rosa nomine, nomina nuda tenemus. Πολύ κακό για το τίποτα με άλλα λόγια, αλλά τι λόγια! «Γράφουμε», λέει ο Έκο, «σκεπτόμενοι κάποιον αναγνώστη» κι εδώ μου έρχεται στον νου ο Γιώργος Σεφέρης που, όταν ρωτήθηκε «κι ο αναγνώστης τι πρέπει να κάνει;» (προφανώς ο ερωτών εν απορία διατελών με τη δύσκολη ποίησή του), εκείνος απάντησε: «Ε, κάτι πρέπει να κάνει κι αυτός».

Σ’ αυτό, λοιπόν, το περιφερόμενο ασαφές «κάτι» στηρίζονται όλες οι «μαρτυρίες» που επικαλείται και ο συγγραφέας μας και ο μελετητής σε κείμενα προλογικά και μακροσκελή υστερόγραφα. Τελικά, θα συμφωνήσω με τον συγγραφέα που συμφωνεί με τον Μαρκές που αποφαίνεται ότι «τα μυθιστορήματα δεν αρχίζουν όπως θέλει κανείς, αλλά όπως αυτά θέλουν». Οπωσδήποτε έτσι αρχίζουν και οι κριτικές, όπως θέλουν τα βιβλία, όχι όπως θέλουν οι κριτικοί. Άσε που στο παιχνίδι μπαίνει και η τεχνολογία⸱ το «κόκκινο κουμπάκι» στον τηλεφωνητή του Αχιλλέα Κυριακίδη, π.χ., που επιμένει «να βολοδέρνει, να βραχυκυκλώσει, να πνιγεί από αναρρόφηση μηνύματος». Όλα αυτά στο Ελληνικό Προξενικό Γραφείο, όπου πρόξενος και σύζυγος διαφωνούσαν στο υλικό πασαλείμματος των ηρώων του Παζολίνι. Τι ήταν, ανθρώπινα περιττώματα ή σοκολατίτσα; Αν βέβαια ήταν σοκολατίτσα και ως τοιαύτην την εξελάμβανε το κοινό, τότε ο Παζολίνι θα είχε αποτύχει… από αυτό το Προξενείο πέρασε και ο Γιώργος Βέης.

Και μετά έρχεται η πρόσκληση στον Επιφάνιο από το ΣΑΕ να πάει στο Μιλένιουμ που θα γίνει στη Θεσσαλονίκη. «Άκου να δεις», και κάτι αναγραμματισμοί (ΕΣΑ, «Μουρλένιουμ» κ.λπ.), η ελληνική γλώσσα παίζει σε μια χώρα στον πρωκτό του κόσμου, είπε ο πρωθυπουργός της φίλης Αυστραλίας… Αλλά, κύριε, η Αυστραλία είναι στους αντίποδες, όχι η Ελλάδα⸱ τέλος πάντων, ο Επιφάνιος ακούει το δημιουργικό του ένστικτο και θα πάει για να μαζέψει ιδέες. Θα είναι παρατηρητής, όπως είχε πει και ο Προυστ κάποτε.

Έτσι, ο συγγραφέας-ήρωας και το βιβλίο πορεύονται με συγγραφείς, βιβλία και τίτλους, ατάκες και ρήσεις, τι είπε ο τάδε επιφανής και τι ο δείνα, ποια παράμετρο έθιξε, κοσμογονική, ατμοσφαιρική, εποχιακή, ερωτική, πνευματική, πολιτική, με αστεία και ευφυολογήματα. Αλλά προκύπτει και το ερώτημα που κατατρώει κάθε συγγραφέα. Να γράψει και για ποιον γράφει. Για μας και τους φίλους μας, είπε ο Στίβενσον. Το άλλο θέμα είναι αν θέλει μετά να το κάψει. Ο Βιργίλιος δεν τόλμησε να καταστρέψει το δικό του, γι’ αυτό ανέθεσε σε άλλον…

Ταξιδεύοντας για Αθήνα βλέπει την αεροσυνοδό και σκέφτεται την άλλη, εκείνη που διάβαζε Κούντερα και ήταν σύζυγος του πρωθυπουργού…

Σε κάθε σελίδα τουλάχιστον τρία ονόματα συγγραφέων, αντίστοιχα έργα, τίτλοι και αποσπάσματα έρχονται να τεκμηριώσουν απόψεις, κρίσεις, σχόλια, συναισθήματα. Νιώθει θλίψη όταν έρχεται στην Ελλάδα, προγραμματίζοντας να δει κάποιους και αυτοί έχουν ήδη κάνει πανιά. Κι αυτή είναι η μεγάλη δυσάρεστη έκπληξη. Ποιος είναι ο Νέστορας των ελληνικών γραμμάτων; Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης.

Το βιβλίο αναπτύσσεται σε 566 σελίδες, 27 κεφάλαια, καθένα με εισαγωγικό απόσπασμα –μότο– εκτεταμένο ή ευσύνοπτο από το βιβλίο του Λόρενς Στερν, Η ζωή και οι απόψεις του Τρίστραμ Σάντι. Αφού αναπτυχθεί το θέμα, ακολουθεί πάντα ενότητα με τον τίτλο Σημείωση του Συγγραφέα. Στο τέλος, Επίμετρο. Από τα ονόματα που επανέρχονται συχνά, πέραν του Πάτρικ Γουάιτ, είναι ο Έκο, ο Σιώτης, αλλά θα αδικήσω πολλούς αν δεν τους καταγράψω όλους από τον πίνακα στο τέλος. Και κυριολεκτώ όταν λέω όλους, πολλούς και μεγάλους.

Ο συγγραφέας, με τη μάσκα του ήρωά του, του Επιφάνιου (δεν πρέπει να μας διαφύγει και μια άλλη κρυφή διάστασή του – ο επιφανείς και τον κόσμο φωτείσας π.χ.), συνθέτει με τις ψηφίδες των βιβλίων που διάβασε τον δικό του λογοτεχνικό πύργο, αποκαλύπτοντας τους λογοτεχνικούς του φίλους και φωστήρες. Άλλωστε, κάθε βιβλίο είναι φτιαγμένο από βιβλία, το είπε ο Έκο! Ως προς το ύφος, έχει προσεταιριστεί το αποκαθηλωτικό χιούμορ που διασκεδάζει, σχολιάζει, σατιρίζει, θυμίζει, αποκαθιστά, συχνά συγκινεί χωρίς να γίνεται μελό, θυμάται το «Χώμα ελληνικό», ποίημα γνωστό κι αγαπημένο σε όλους τους ομογενείς του κόσμου, και ας μη θυμάται τον Δροσίνη που το συνέθεσε.

Με τους φίλους της νιότης του δεν έχει πια τίποτα να πει⸱ τον κατανοώ. Η θέα της Ακρόπολης όμως είναι πάντα «αποκάλυψη συνταρακτική» (περισσότερο και από αυτήν του Φρόιντ). Με τη μαυροφόρα που καθαρίζει φρέσκα φασολάκια μάς κλείνει το μάτι ο Ρίτσος. Δεν λείπει ο Σεφέρης, δεν λείπει ο Ελύτης. Το βιβλίο είναι ένα πρωτότυπο, ευφυές κολάζ που δείχνει πως ο Επιφάνιος αγαπά τα βιβλία, την Ελλάδα, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία της… Επιστρέφοντας στην Αυστραλία (στο τέλος του κόσμου), αναρωτιέται: «Τι δουλειά έχω εγώ εδώ σ’ αυτό το μέρος;…» και κλείνουμε το βιβλίο καταγοητευμένοι.

*Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ. Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

**Το ανωτέρω κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε, ως κύριο θέμα, στο ευρείας αναγνωσιμότητας αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό «diastixo.gr» (3-6-2024)