Μια από τις γηραιότερες Ελληνίδες της Αυστραλίας, αν όχι η γηραιότερη, «έφυγε» για το αιώνιο ταξίδι την Τρίτη, σε ηλικία 104 ετών.

Πρόκειται για την Ευσταθία Σπυροπούλου, την οποία φιλοξενήσαμε και στο παρελθόν στις σελίδες του «Νέου Κόσμου.

Η τελευταία φορά ήταν πριν τέσσερα χρόνια όταν έγινε εκατό χρονών.

Και τι δεν είχε ζήσει αυτή η γυναίκα.

Γεννημένη στις 10 Ιουνίου 1920, τον καιρό της Μικρασιατικής Καταστροφής, αμέσως μετά τις ολέθριες συνέπειες της Ισπανικής γρίπης.

Εκατό χρόνια μετά της έμελλε να ζήσει και την πανδημία του κορονοϊού! Η γυναίκα αυτή ήταν κινητή ιστορία με βιώματα και ιστορίες, που ούτε τα βάζει ο νους μας.

Εννοείται ότι τα 100χρονα γενέθλιά της θυμήθηκαν και της ευχήθηκαν με κάρτα η ίδια η βασίλισσα της Αγγλίας, Ελισάβετ και ο τότε πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Scott Morrison.

Οικογενειακή φωτογραφία στη Μελβούρνη το 1967. Φώτο: Supplied

Πώς να χωρέσεις εκατό χρόνια σε μια σελίδα;

Την θλιβερή είδηση μετέφερε στο «Νέο Κόσμο» η κόρη της Σταυρούλα που όπως μας είπε η Ευσταθία Σπυροπούλου γεννήθηκε και έζησε στην Ελλάδα σε μια δύσκολη εποχή, όπου κυριαρχούσε η φτώχεια και η ανέχεια μαζί με τα δεινά των πολέμων.

Η ίδια η Ευσταθία έλεγε ότι όταν ήταν μικρή, οι άνθρωποι δεν είχαν να φάνε.

Οι γονείς της όμως καλλιεργώντας τη γη είχαν πάντα φαγητό στο τραπέζι και πάντα φύλαγαν και ένα πιάτο για κάποιον περαστικό, που το είχε ανάγκη. Μέχρι πρόσφατα έλεγε στα παιδιά της να μην πετάνε φαγητό και να είναι ευγνώμονες, που το έχουν.

Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παντρεύτηκε και ξεκίνησε τη δική της οικογένεια με τον πρωτότοκο γιο της Παύλο να γεννιέται τον επόμενο χρόνο. Τότε ο άντρας της κλήθηκε να πολεμήσει στον εμφύλιο, το χειρότερο όλων των πολέμων, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.

Μόνη της μεγάλωσε το παιδί της για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ώσπου να γυρίσει ο πατέρας από τον πόλεμο. Με τις ‘πληγές’ του πολέμου ακόμη ανοιχτές και την βαθιά οικονομική κρίση η ζωή ήταν πολλή δύσκολη. Ακόμη και η γη, που είχε μείνει ακαλλιέργητη τόσο καιρό ήταν δύσκολο να δώσει καρπούς. Οι γονείς δούλευαν σκληρά, για να επιβιώσουν, όπως και όλοι οι άνθρωποι τότε.

Το ζευγάρι απέκτησε άλλα έξι παιδιά, τα όποια η κυρία Ευσταθία γέννησε στο σπίτι χωρίς γιατρό με τη βοήθεια μιας γυναίκας, που είχε αναλάβει χρέη μαμής του χωριού. Χωρίς νερό και ηλεκτρικό έπρεπε να γεμίζουν τα παγούρια στην πλατεία του χωριού, για να έχουν να πίνουν.

Η Σταυρούλα είναι το έκτο παιδί της οικογένειας και μόνο ωραίες αναμνήσεις έχει από την παιδική της ηλικία, καθώς ήταν πολύ μικρή, για να καταλάβει τις δυσκολίες. Τα μεγαλύτερα αδέρφια δούλευαν στα χωράφια, αλλά εκείνη ζούσε προφυλαγμένη από τις κακουχίες.

Με νοσταλγία θυμάται το τζάκι, όπου μαζεύονταν όλοι γύρω από τη φωτιά και τη μητέρα τους να τους λέει ιστορίες. Λέει μεταξύ άλλων:

«Πήραμε το δρόμο της μετανάστευσης το Σεπτέμβριο του 1964 με προορισμό την «τυχερή χώρα», την Αυστραλία. Ένα μήνα στο πλοίο «Πατρίς» και βρεθήκαμε από τη μια άκρη της γης στην άλλη. Στην αρχή ο εγκλιματισμός ήταν δύσκολος.

Μια ανθοδέσμη από την κόρη της Σταυρούλα όταν η Ευσταθια Σπυροπούλου έγινε εκατό χρονών. Φώτο: Supplied

Οι ήχοι των οικόσιτων ζώων, που είχαμε στο χωριό αντικαταστάθηκαν από σειρήνες της αστυνομίας, της πυροσβεστικής και των ασθενοφόρων. Το πολιτιστικό σοκ ήταν μεγάλο, αλλά σύντομα συνηθίσαμε. H Αυστραλία έγινε το νέο μας σπίτι.

Αγοράσαμε και σπίτι στο Fawkner και έτσι ρίξαμε ρίζες εδώ. Έχουμε τις καλύτερες αναμνήσεις ως οικογένεια από κείνο το σπίτι.

Η μητέρα μου αποκαλούσε «Παράδεισο» τη νέα μας πατρίδα και δεν μπορούσε να καταλάβει πως κάποιοι γκρίνιαζαν και ένιωθαν κουρασμένοι από τη στιγμή που δεν χρειαζόταν να κόψουν ξύλα για να ζεσταθούν και να μαγειρέψουν. Με τις ανέσεις των πλυντηρίων, την παροχή ρεύματος και νερού όλα γίνονταν εύκολα.

Για τις ευκαιρίες, που μας δόθηκαν σε τούτο τον τόπο και που δεν θα μας δίνονταν στην Ελλάδα, οι γονείς μου ήταν πάντα ευγνώμονες. Η οικογένεια μεγάλωσε, τα παιδιά έκαναν δικά τους παιδιά και εγγόνια, που ζουν σε όλη τη Μελβούρνη. Αυτό το σπίτι όμως στο Fawkner μαζί με τη μητέρα είναι ο συνδετικός κρίκος όλων μας και ένωνε όλη την οικογένεια.

Χάσαμε τον πατέρα μας πριν 18 χρόνια και τιμήσαμε την επιθυμία του να θαφτεί στην Ελλάδα, στο χωριό του, που λάτρευε και ποτέ δεν ξέχασε. Η μητέρα και τα επτά παιδιά πήγαμε στην Ελλάδα να τον αποχαιρετήσουμε στην τελευταία του κατοικία.

Η κυρία Ευσταθία έζησε στην ίδια διεύθυνση εδώ και τριάντα χρόνια και διάβαζε “Νέο Κόσμο” τρεις φορές την εβδομάδα.

Μέχρι και σήμερα αποκαλεί την Αυστραλία “τυχερή χώρα” και νιώθει υπερήφανη ως Ελληνίδα της Αυστραλίας. Γι΄ αυτήν το Fawkner παραμένει το καλύτερο προάστιο της Αυστραλίας και η Αυστραλία η καλύτερη χώρα στον κόσμο. Η Ελλάδα όμως είναι πάντα στην καρδιά μας και σε κάθε ίνα του κορμιού μας».