Η ιστορία της κ. Αγνής Κυριακίδη, περιέχει πίκρα, θυμό, νοσταλγία και πόνο. Και παρ’ ότι έχουν περάσει 50 χρόνια, ήτανε νια και γέρασε, τούτες τις μέρες, Ιούλη μήνα, συνεχίζουν να την στοιχειώνουν.
«Λίγο το έχεις; Να είσαι στο σπίτι σου μαζί με τα παιδιά σου και να ξυπνάς από την εκκωφαντική βοή των αεροπλάνων που πετούσαν τόσο χαμηλά λες και θα έσχιζαν την σκεπή μας; Να βλέπεις από μακριά τη θάλασσα, αυτήν που λούζει την Ακτή των Αχαιών πλημμυρισμένη από τουρκικά πολεμικά πλοία που αποβίβαζαν στρατιώτες, ενώ στα χωράφια μας, στη γη μας, έπεφταν σαν μανιτάρια οι αλεξιπτωτιστές;», λέει μ’ ένα πικρόχολο χαμόγελο, ζωγραφισμένο στο πρόσωπο.
Έτσι αρχίζει να ξεδιπλώνει το κουβάρι της μνήμης η κ. Αγνή από τον λεμονάνθιστο Καραβά, που έζησε στο πετσί της τις πρώτες μέρες της τουρκικής εισβολής, τον Ιούλη του 1974, τον πόλεμο, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά στην ίδια της την πατρίδα.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Το έτος 1960, την βρίσκει στο Λονδίνο μαζί με τον σύζυγό της αείμνηστο Μιλτιάδη Κυριακίδη. Θυμίζουμε ότι εκείνη τη χρονιά, συγκεκριμένα στις 16 Αυγούστου, η Κύπρος, μετά τον επαναστατικό αγώνα της ΕΟΚΑ του 1955-1959, είχε ανακηρυχθεί σε Ανεξάρτητη Δημοκρατία, με πρώτο εκλεγμένο πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’.
Θυμίζουμε επίσης ότι έως τότε η Αγγλία δεχόταν τους Κύπριους μετανάστες χωρίς πολλές διαδικασίες λόγω του ότι ήταν βρετανική αποικία.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, λοιπόν, η ζωή στο Λονδίνο κυλούσε ομαλά. Μάλιστα, κατά την πεντάχρονη παραμονή τους, απέκτησαν τον πρώτο τους γιο, τον Κώστα.
Ωστόσο, η μοίρα αλλιώς τα λογάριαζε. Γιατί πέντε χρόνια μετά τους οδήγησε στην Αυστραλία. Τότε γεννήθηκε και ο δεύτερος γιος τους, ο Γιάννης.
«Ριχτήκαμε και οι δυο στη δουλειά. Αφού συγκεντρώσαμε κάποια χρήματα αγοράσαμε το πρώτο μας Milk Bar στο South Road στο Braybrook. Θυμάμαι ήταν περιτριγυρισμένο από Commission Houses, οπότε οι εισπράξεις ήταν υψηλές», θα πει.
Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΥ
Το 1972, μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, και, αφού απέκτησαν οικονομική ευχέρεια, αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην Κύπρο.
Δυο χρόνια μετά, είχαν τη χαρά να σφίξουν στην αγκαλιά τους και το τρίτο τους παιδί, την Μάρθα. Στο μεταξύ, ο σύζυγός της είχε επιστρέψει στην Αυστραλία για να κανονίσει κάποιες δουλειές.
«Η ζωή κυλούσε όμορφα. Ήμουν χαρούμενη και ευτυχισμένη. Επιτέλους, μαζί με τα τρία μας παιδιά χαιρόμουν τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα», προσθέτει.
Κι εδώ είναι που αρχίζει η Οδύσσεια της συμπαροίκου.

«Με το που έγινε η αποβίβαση, ξημερώματα της 20ής του Ιούλη, στο χωριό επικρατούσε μεγάλη ανησυχία και σύγχυση. Οι Τούρκοι, υπό την απειλή των όπλων, μάζεψαν τους άνδρες στην πλατεία. Τους συνέλαβαν και τους βασάνισαν… Κι ενώ το κακό συνεχιζόταν, τα περισσότερα γυναικόπαιδα και οι γεροντότεροι, εγκαταλείψαμε τα σπίτια μας. Βαριά κουβέντα. Πώς φεύγεις από ένα σπίτι που μόλις έφτιαξες, με τα ρούχα που φοράς, χωρίς να ξέρεις αν θα γυρίσεις ξανά πίσω;», αναρωτιέται.
Η κ. Αγνή με την Μάρθα στην αγκαλιά, ήταν μόλις 4 μηνών και τα δυο αγόρια της, δέχτηκε με ανακούφιση και συνάμα τρόμο -γιατί οι Τούρκοι έστηναν ενέδρες στους δρόμους- τη βοήθεια του συγχωριανού της κ. Σοφοκλή.
«Ο Σοφοκλής, είχε ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Νάναι καλά εκεί που είναι. Φόρτωσε λοιπόν την οικογένειά του και όσους συγχωριανούς μπορούσε και πήραμε το δρόμο προς το νότο. Περάσαμε από πολλά χωριά, δεν τα θυμάμαι. Εκείνο που μπορώ να πω, είναι ότι υπήρχε αλληλοβοήθεια. Παντού βρίσκαμε υποστήριξη και συμπαράσταση», θυμάται.
Και συνεχίζει: Στο Πελένδρι, χωριό της επαρχίας Λεμεσού, μείναμε για μέρες στο σχολείο, γύρω στα 30 άτομα. Με τις τράπεζες κλειστές χωρίς χρήματα και ρούχα και την μικρότερη στην αγκαλιά μου να φροντίζω, οι καυτές εκείνες ημέρες του καλοκαιριού, γίνονταν ακόμα πιο δύσκολες», εξομολογείται.
ΤΥΧΕΡΗ ΣΤΗΝ ΑΤΥΧΙΑ ΤΗΣ
Ευτυχώς γι’ αυτήν, γιατί το αυστραλιανό διαβατήριο που είχε την έσωσε. Χωρίς να χάνει χρόνο, άρχισε τις διαδικασίες επιστροφής.
«Θεωρώ ότι ήμουν τυχερή στην ατυχία μου. Γιατί τόσο εγώ όσο και τα δυο μου παιδιά είχαμε αυστραλιανό διαβατήριο. Οπότε μού έλεγαν ότι η επιστροφή στην Αυστραλία και η επανασύνδεση της οικογένειάς μας στη Μελβούρνη ήταν θέμα ημερών», λέει συγκινημένη.
Όντως. Γιατί και τα λίγα εμπόδια για την έκδοση διαβατηρίου της τεσσάρων μηνών τότε Μάρθας, η οποία όπως προείπαμε γεννήθηκε στην Κύπρο, ξεπεράστηκαν. Και αυτό, γιατί για καλή της τύχη, είχε στην τσάντα της το πιστοποιητικό γέννησής της.
«Στις 13 Αυγούστου, ακολουθώντας τις οδηγίες των αυστραλιανών Αρχών, πήγαμε στη Λεμεσό, όπου επιβιβαστήκαμε σε πλοίο με προορισμό τον Πειραιά. Μετά, με αεροπλάνο της Ολυμπιακής και ένα πολύωρο και κουραστικό ταξίδι, φτάσαμε 17 του μήνα στη Μελβούρνη. Φύγαμε δηλαδή δυο μέρες πριν τη δεύτερη εισβολή που μας πήραν την Μεσαωρία και φτάσαμε δυο μέρες μετά.
Στην αρχή, όπως κάθε αρχή, δυσκολευτήκαμε. Ήμασταν μια 5μελής οικογένεια. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου και τη βοήθεια του Θεού, η οικογένεια μου, σαν μια γροθιά, εργαστήκαμε σκληρά και σύντομα μπορέσαμε και ορθοποδήσαμε», προσθέτει.
Το πρώτο τους μαγαζί, ήταν ένα Milk Bar, στη γωνία High Street και Orrong Road στο Armadale, το οποίο κράτησαν για 9 χρόνια.
Στη συνέχεια, «μετακόμισαν» στην πόλη. Αγόρασαν ένα Cake Shop στο Block Arcade της Elizabeth Street. Το τελευταίο ήταν ένα Take Away στο North Melbourne, το οποίο είχε αποκλειστικά Αυστραλούς πελάτες.
Διαβάζει την ερώτησή μου και με προλαβαίνει. «Ναι ήμασταν σε όλα τα μαγαζιά μαζί. Αν και τα Αγγλικά μου ήταν λίγα, τα κατάφερνα».
ΚΑΙΓΕΤΑΙ Η ΨΥΧΟΥΛΑ ΜΟΥ
Και η περιουσία σας στην Κύπρο;
«Τ΄αφήσαμε όλα πίσω. Τα σπίτια και τα οικόπεδά μας στον Καραβά, στον Άγιο Επίκτητο και στον Άγιο Γεώργιο της Κερύνειας, τα χαίρονται οι έποικοι και τα παιδιά Τούρκων αξιωματούχων. Έχω πάει κι εγώ και τα παιδιά μου πολλές φορές. Ούτε τους προτείναμε ούτε μάς πρότειναν χρήματα. Ωστόσο, δεν μπορώ να μη το πω, μάς καλοδέχτηκαν, μας τράταραν. Καίγεται όμως η ψυχούλα μου, όταν βλέπω το νοικοκυριό μου να το χαίρονται άλλοι», λέει συγκινημένη.
Σημαντική και η παρατήρησή της για το Montmorency, το πρώτο τους σπίτι μετά την επιστροφή τους το 1974, που βρίσκεται ανατολικά της Μελβούρνης προς την Olinda, όπου επέλεξαν να στήσουν την οικογενειακή τους φωλιά.
«Ωραίο μέρος, δροσερό και καταπράσινο, αλλά δεν αισθανόμασταν άνετα. Ήμασταν οι μόνοι “ξένοι” σε μια υψηλών προδιαγραφών κοινωνία Αυστραλών», σημειώνει.
Το 2004, συγχωρέθηκε ο σύζυγός της. Σήμερα ζει ήρεμα και ήσυχα με τη συντροφιά της θυγατέρας της και των εγγονών της. Εκκλησιάζεται στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους στο Templestowe και τις Τρίτες παρακολουθεί ένα από τα προγράμματα της Πρόνοιας.
«Είναι η μόνη μου έξοδος. Όλα καλά. Υγεία μόνο να έχουμε», λέει με ανακούφιση.
Μου εξομολογείται ότι κρατά φυλαγμένο το φόρεμα του 1974. Επιθυμία της είναι να το πάρει μαζί της στο αιώνιο ταξίδι.
Εύχομαι στην αξιαγάπητη κ. Αγνή, αυτή η εξομολόγηση, να απαλύνει τον πόνο της, να σβήσει τις μαύρες εικόνες που έζησε και να επουλώσει το τραύμα της προσφυγιάς που κουβαλά.
Η ίδια δοξάζει το Θεό, που σήμερα είναι μια ευτυχισμένη μητέρα τριών παιδιών, τα οποία της χάρισαν 6 εγγόνια και 2 δισέγγονα.
«Ευλογία Θεού», θα πει.
Η τελευταία της κουβέντα; Λευτεριά στην Κύπρο μας!