Κύπρος! Εκεί στο όμορφο μικρό νησί, στην πιο απάνεμη αγκαλιά της Μεσογείου, γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Χρηστάκης Στυλιανού που σήμερα ζει στην Αδελαΐδα με την οικογένειά του. Εκεί έζησε μέχρι το 1974 που η μοίρα το θέλησε να δει τον τόπο του να σφαγιάζεται και να τυλίγεται στις φλόγες του πολέμου. Ενός πολέμου που ποτέ δεν περίμενε να δει ούτε αυτός ούτε κανένας από τους υπόλοιπους κατοίκους του νησιού.
Ένας ήρωας που πάλεψε μέχρι την τελευταία ευκαιρία να παραμείνει στο πόστο του, ο Χρηστάκης Στυλιανού παρέμεινε στο πρατήριο βενζίνης που είχε πιο έξω από το χωριό του, το Νέο Χωριό Κυθραίας, στους πρόποδες του Πενταδακτύλου, ξενυχτώντας όταν ήταν ανάγκη, ώστε να μπορούν τα στρατιωτικά οχήματα να εφοδιάζονται με βενζίνη.
Είχα την τύχη να συνομιλήσω πρόσφατα με τον Χρηστάκη Στυλιανού και να μάθω από πρώτο χέρι τις περιπέτειες του ως πρώην αιχμάλωτος πολέμου. Για πρώτη φορά και με πολύ δισταγμό ο κ. Χρηστάκης αποφάσισε να διηγηθεί τα όσα έζησε το καλοκαίρι του 1974 καθώς ξέσπασε ο πόλεμος μετά από το φοβερό πραξικόπημα που προηγήθηκε.
Πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε αλλά η φρίκη της τουρκικής εισβολής και τα βασανιστήρια που πέρασε ως αιχμάλωτος συνεχίζουν να βιώνονται ωμά και ζωντανά όπως ήταν την ημέρα που συνέβησαν για τον κ. Χρηστάκη.
Ένας αφανής ήρωας ο Χρηστάκης Στυλιανού έδωσε δυναμικά το παρόν του στο μέτωπο με τον δικό του τρόπο, δίπλα στον υπέροχο Αξιωματικό Τάσο Μάρκου που παραμένει μέχρι σήμερα αγνοούμενος, βοηθώντας το στρατό της Κύπρου εφοδιάζοντας τα οχήματα με καύσιμα, πάντα ε επιφυλακή πιστός στο καθήκον του προς την πατρίδα.

Κύριε Χρηστάκη μιλήστε μου πώς νιώθετε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.
Κάθε χρόνο, όταν έρχονται ο Ιούλιος και ο Αύγουστος, είναι για μένα μια απαίσια μαχαιριά καθώς ξαναέρχονται τα γεγονότα στο μυαλό μου και με βασανίζουν. Για μένα και την οικογένειά μου είναι ένα μαύρο σύννεφο που δεν λέει να διαλύσει και ν’ αφήσει φως στη ζωή μας.
Φέτος κλείνουν 50 χρόνια από την εισβολή. Τι έρχεται στο μυαλό σας γι αυτό που συνέβη τότε στην Κύπρο;
Είναι απίστευτο ότι όλα όσα πέρασα τότε στον πόλεμο είναι ακόμα τόσο νωπά στη μνήμη μου, σαν να μην έχει περάσει μια μέρα. Για πενήντα ολόκληρα χρόνια βλέπω μπροστά μου τις ουρές των αιχμαλώτων να διασχίζουν τον Πενταδάκτυλο και να οδηγούνται στα πλοία όπου οι βάρβαροι μας πέταξαν δεμένους χειροπόδαρα και με κλειστά μάτια στα καράβια που μας μετέφεραν στην Τουρκία. Συχνά ξυπνάω τη νύχτα και τρέμω μήπως κάποιος με αρπάξει και με πετάξει στο αμπάρι του φοβερού πλοίου όπου εκατοντάδες άλλοι βρίσκονται στοιβαγμένοι, δεμένοι χειροπόδαρα, σαν ζώα. Άλλοτε ακούω τους υπόκωφους κρότους των πολεμικών αεροπλάνων και των όλμων περιμένοντας πως κάποια βόμβα θα σκάσει μπροστά στα μάτια μου διαλύοντας κάθε ζωντανό και ότι άλλο βρίσκεται γύρω μου.
Πού βρισκόσασταν όταν έγινε η εισβολή;
Όταν έγινε η εισβολή βρισκόμουν συνεχώς στο βενζινάδικό μου, την «Πετρολίνα», εν υπήρχε περίπτωση να φύγω από κει. Οι εντολές ήταν αυστηρές. Όσοι είχαν βενζινάδικο έπρεπε να παραμείνουν εκεί και να τροφοδοτούν τα οχήματα έκτακτης ανάγκης και τα στρατιωτικά οχήματα. Με την ανακοίνωση ότι έγινε εισβολή παγώσαμε όλοι και περιμέναμε πως κάποια βοήθεια θα ερχόταν, πως το κακό θα σταματούσε. Μέχρι που έγινε ανακωχή. Μέχρι που στις 14 Αυγούστου ξέσπασε η δεύτερη εισβολή.
Ήταν προετοιμασμένος ο στρατός και ο απλός κόσμος για μια δεύτερη εισβολή;
Ο τουρκικός στρατός προχωρούσε ανελέητα μέχρι που έγινε η δεύτερη εισβολή και φυσικά ο κόσμος δεν έλαβε καμία προειδοποίηση. Ακούστηκαν και πάλι οι κρότοι από τους όλμους, βόμβες που έσκαγαν, τουρκικά αεροπλάνα στον ουρανό και πυρά πολυβόλων.
Περιγράψτε το ρόλο σας εκτός από την τροφοδότηση βενζίνης στον στρατό και στην άμυνα.
Ήμουν στην μονάδα του αξιωματικού Τάσου Μάρκου κι ακολουθούσα τις εντολές του. Τον βοηθούσα στο δύσκολο έργο του. Έβλεπα έναν ήρωα σαν λιοντάρι, να υπερασπίζεται την πατρίδα μας με ένα απλό μαρτίνι. Το ίδιο ίσχυε και τόσους άλλους στρατιώτες και στρατηγούς. Χωρίς όπλα βρίσκονταν στο φωτιά του πολέμου, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα κατέβαιναν τον Πενταδάκτυλο και κατελάμβανα τα υψώματα.
Πότε φύγατε από το χωριό σας και πώς;
Οι κάτοικοι του χωριού άρχισαν να φεύγουν προς τα νότια και τα χωριά μας άδειαζαν, μαζί μ’ αυτούς και όσοι άλλοι πρόσφυγες είχαν φτάσει εκεί τις προηγούμενες μέρες από την περιοχή της Κερύνειας κατά την πρώτη εισβολή.
Τη νύχτα της 14ης Αυγούστου, άφησα στο πόδι μου τον πατέρα μου στο βενζινάδικο κι εγώ πήγα στο σπίτι, έκανα μπάνιο, άλλαξα και κοιμήθηκα για λίγοα. Την επόμενη μέρα προτού ακόμα αράξει, καθώς το κακό συνεχιζόταν, ντύθηκα στα γρήγορα με πολιτικά ρούχα γιατί δεν προλάβαινα καν να βάλω τα στρατιωτικά ρούχα και μπήκα στο αυτοκίνητο με τον πατέρα μου και κάποιους άλλους. Αυτό το έκανα αφού είχα ήδη συμβουλεύσει τους υπόλοιπους στρατιώτες να φύγουν πριν από μένα.
Πέταξα στα στρατιωτικά μου ρούχα μέσα στο αυτοκίνητο και οδήγησα προς την Λευκωσία για να ξεφύγω από τις μάχες.
Όταν σας συνέλαβαν πού βρισκόσασταν;
Οδήγησα το αυτοκίνητό μου σε μια τοποθεσία που μας είπαν ότι θα βρούμε Έλληνες στρατιώτες για να μας βοηθήσουν, αλλά εκεί όπου ήταν γνωστό ότι βρισκόταν ελληνικός στρατός, βρίσκονταν τώρα τουρκικά στρατεύματα. Έφτασα κοντά στην Μια Μηλιά, κοντά στη Λευκωσία. Αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το αυτοκίνητο καθώς οι τούρκοι στρατιώτες με συνέλαβαν πεζό με μια ομάδα άλλων. Ο τουρκικός στρατός βρήκε στο αυτοκίνητό μου την άδεια οδήγησής μου, στην οποία υπήρχε το όνομά μου, ευτυχώς εκείνη την εποχή στην ταυτότητά μας δεν υπήρχε φωτογραφία. Έτσι δεν μπορούσαν να μας αναγνωρίσουν.
Αργότερα, μια απόφαση της τελευταίας στιγμής να χρησιμοποιήσω το όνομα του παππού μου Τάκη Μηνά με έσωσε από την εκτέλεση. Τότε δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είχα γλιτώσει τον εαυτό μου από την εκτέλεση, καθώς τα τουρκικά στρατεύματα βρήκαν τα στρατιωτικά ρούχα στο αυτοκίνητό μου και επρόκειτο να εκτελέσουν τον ιδιοκτήτη Χρηστάκη Στυλιανού, που ήμουν εγώ.
Μπροστά στα μάτια μου συνέλαβαν τέσσερις από τους συντρόφους μου, τους απομάκρυναν πίσω από ένα ύψωμα και ακούσαμε πυροβολισμούς. Κατόπιν είδαμε τους Τούρκους στρατιώτες μόνους να επιστρέφουν κι έτσι καταλάβαμε ότι είχαν σκοτώσει τους τέσσερις συντρόφους μας.
Από εκεί μας φόρτωσαν σε λεωφορεία και μας μετέφεραν στη Λευκωσία, στο Σεράγιο, στις τουρκικές φυλακές. Οι συνθήκες εκεί ήταν άθλιες. Μας ξυλοκοπούσαν από το πρωί ως το βράδυ. Κάτω, σ’ ένα υπόγειο ακούγονταν κραυγές και βογγητά. Φώναζαν ένα ένα τα ονόματα όσων κρατουμένων είχαν τα ονόματά τους στη λίστα τους από διάφορες πληροφορίες που είχαν μαζέψει και αυτά τα άτομα θα τα εκτελούσαν. Εγώ φυσικά φώναξα το όνομά μου ως Τάκης Μηνά. Ήταν απαίσια εκεί μέσα, κατασκότεινα και κάπου κάπου ακούγαμε ψιθυριτά και κραυγές από κάπου
.https://www.facebook.com/messenger_media/?attachment_id=1044212503712868&message_id=mid.%24cAABa8-Rj2gOW_s4nPGQzYgMOVCve&thread_id=100003029149749
Για καλή μου τύχη, ένας Τουρκοκύπριος αξιωματικός αναγνώρισε τον πατέρα μου που ήταν κι αυτός μαζί μας, γιατί τον ήξερε από το χωριό. Ο Τουρκοκύπριος αυτός έδειξε συμπάθεια. Μας είπε ότι ήμασταν αδήλωτοι και οπωσδήποτε θα πηγαίναμε κι εμείς για εκτέλεση. Μας βοήθησε και δηλώσαμε τα ονόματά μας στον Ερυθρό Σταυρό.
Ο πατέρας μου τον παρακάλεσε να με βοηθήσει να σωθώ. Μετά με τα χέρια μας δεμένα πισθάγκωνα, τα πόδια δεμένα και τα μάτια επίσης κλειστά, μας πέταξαν σαν τσουβάλια μέσα σε φορτηγά και μας οδηγούσαν σε άγνωστη κατεύθυνση. Κάποτε φτάσαμε στη θάλασσα. Με το γόνατο σπρώχναμε κρυφά το πανί που είχαμε στα μάτια και βλέπαμε γύρω. Έτσι καταλάβαμε ότι φτάσαμε στη θάλασσα της Κερύνειας.
Από κει βρεθήκαμε πεταμένοι μέσα σε πλοίο τουρκικό και μετά από ώρες φτάσαμε στη Μερσίνα. Αφού μείναμε λίγες μέρες στις φυλακές εκεί, μας ξαναφόρτωσαν σε φορτηγά αυτοκίνητα και μας οδηγούσαν προς τα Άδανα και κατόπιν με τρένα στην Αμάσεια. Στο δρόμο καθώς περνούσαν τα φορτηγά, περίμεναν οι χωρικοί και με λοστούς, φτυάρια ή μαχαίρια μας χτυπούσαν άγρια. Η κατάσταση μέσα στα φορτηγά ήταν απελπιστική. Χωρίς νερό ή φαγητό και χωρίς την ευκαιρία να πάμε σε τουαλέτα.
Πώς ήταν οι συνθήκες της κράτησής σας;
Όσοι συνελήφθησαν ως αιχμάλωτοι πολέμου και κρατήθηκαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων είχαν να αντιμετωπίσουν σκληρές συνθήκες διαβίωσης, υπομένοντας σωματικά βασανιστήρια και κακομεταχείριση, πολλοί από εμάς υποσιτιζόμασταν, τραυματίζονταν σοβαρά από τον τακτικό ξυλοδαρμό αν δεν υπακούαμε στα πιο απάνθρωπα αιτήματα των δεσμοφυλάκων. Οι κρατούμενοι που προσπάθησαν να δραπετεύσουν από την αιχμαλωσία συχνά εκτελούνταν.
Πώς ήταν οι συνθήκες στις φυλακές της Τουρκίας; Σας χτυπούσαν;
Στις φυλακές είμασταν συνεχώς κλεισμένοι στα κελιά και κάθε δυο-τρεις μέρες μας άφηναν για λίγο έξω. Σε κάποια υπόγεια ακούγαμε φωνές και κάποιοι διερμηνείς τους μιλούσαν Ελληνικά. Καταλάβαμε ότι μάλλον ήταν γόνοι ελληνικών οικογενειών. Ένας μάλιστα αξιωματικός μιλούσε άπταιστα Ελληνικά. Κάποια στιγμή που ζήτησα να πάω στην τουαλέτα αυτοί με χτύπησαν άσχημα.
Θυμάται τα καθημερινά χτυπήματα και το μαστίγωμα και πώς οι καλύτεροι φίλοι τσακώνονταν για ένα κομμάτι ψωμί. Θυμήθηκε πώς οι άνδρες αποσπούσαν ο ένας την προσοχή του άλλου, ώστε να μπορούν να κλέβουν ο ένας τα γεύματα του άλλου. Όμως οι αιχμάλωτοι βασίζονταν ο ένας στον άλλο για υποστήριξη και επιβίωση. Αναπτύξαμε φιλίες καθώς είχαμε μια κοινή εμπειρία ζωής να βλέπουμε την κακή πλευρά των ανθρώπων.
Το φαγητό, ήταν απαίσιο και ελάχιστο. Τον ίδιο χυλό μας σέρβιραν πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Κάποιες φορές βρίσκαμε κομμάτια ποντικών και αρουραίων μέσα.
Αν αρνούμασταν να το φάμε, οι Τούρκοι στρατιώτες μας γδύναν και μας χτυπούσαν με ρόπαλο μπροστά σε όλους.
Η τουαλέτα ήταν συνήθως ένας κουβάς που μας τον έφερναν μπροστά σε όλους για την ανάγκη μας, καθένας με τη σειρά του. Κάποτε μας σέρβιραν κάποια μπισκότα μολυσμένα που μας προξενούσαν διάρροια και απερίγραπτους πόνους. Το δε ψωμί ήταν μισοφαγωμένο από τα ποντίκια.
Κάποιος από τους φρουρούς που μάθαμε ότι ήταν από την Τραπεζούντα, με λυπήθηκε κάποτε και ου έδωσε μια καραμέλα, προσπάθησε να με βοηθήσει. Ήξερε πολύ λίγα Ελληνικά, ίσως να ήταν κι αυτός από Έλληνες παππούδες. Από τέτοιους διερμηνείς, που ήταν ίσως κρυπτοχριστιανοί που ήξεραν ελληνικά, ακούγαμε να μας λένε «γιατί εμπιστευτήκατε τους Έλληνες ότι θα σας σώσουν. Εμάς εδώ τόσα χρόνια μας εγκατέλειψαν κι ακόμα περιμένουμε να μας ελευθερώσουν». Πιστέψαμε ότι μας έλεγαν πως «χρόνια με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι…» αλλά ήταν απογοητευμένοι.
Στο βίντεο του BBC, όταν ο δημοσιογράφος ρωτούσε τους κρατούμενους αν ήταν ευχαριστημένοι από τη μεταχείριση που είχαν γιατί οι κρατούμενοι δήλωναν ότι ήταν ευχαριστημένοι; Φαίνεστε κι εσείς μέσα σ’ εκείνο το βίντεο.
Τι να σας πω, τι άλλο να έλεγαν; Ήταν αναγκασμένοι να πουν κάτι θετικό κάτω από το φόβο να μην ελευθερωθούν και του κινδύνου να μην επιστρέψουν στην Κύπρο.
Μας κούρευαν τα κεφάλια με μηχανές που έκαναν λωρίδες με κοντά και μακριά μαλλιά που μας έκαναν να ντρεπόμαστε. Μας είχαν να γυρίζουμε εκεί μέσα μ’ ένα εσώρουχο. Όλες οι μέρες μας ήταν ένα μαρτύριο.
Ήσασταν πολλοί οι αιχμάλωτοι;
Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος πόσοι συνολικά είμασταν στις φυλακές, γιατί μας είχαν διασκορπισμένους. Αλλά πρέπει να ήταν περίπου 2000 οι αιχμάλωτοι που είχαν μεταφερθεί και κρατούνταν σε φυλακές στην Τουρκία.
Κι εγώ που ήλπιζα ότι σύντομα θα επιστρέψω να σμίξω με την οικογένειά μου, κρατήθηκα από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις σχεδόν 3 μήνες στα τουρκικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Κάποτε ήρθε η ώρα κάποιοι από μας να ελευθερωθούμε. Οι Τούρκοι στρατιώτες μας πέταξαν πάλι μέσα σε φορτηγά και ακολούθως σε τρένα προς τη Μερσίνα για να μας φορτώσουν σε πλοίο επιστροφής. Σε όλο το δρόμο του γυρισμού πάλι είχαμε την ίδια άσχημη εμπειρία από τους κατοίκους να ήθελαν να μας λιντσάρουν και μας χτυπούσαν αλύπητα με κάθε ευκαιρία.
Θυμάμαι ότι έκανα χειραψία με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ετζεβίτ καθώς αποβιβάστηκα από το πλοίο έξω από την Κερύνεια, όπως έκαναν και όλοι άλλοι λέγοντας «ευχαριστώ πάρα πολύ με σώσατε»! εκεί κοντά βέβαια βρίσκονταν δημοσιογράφοι, οπότε έπρεπε να δείξουν ότι πέρασαν καλά.
Ακολούθως μας έβαλαν σε λεωφορεία για να μας μεταφέρουν στη Λευκωσία όπου θα γινόταν η ανταλλαγή αιχμαλώτων στο ξενοδοχείο Λήδρα Πάλλας, εκεί δίπλα στο οδόφραγμα. Τα λεωφορεία πήγαιναν μπρος πίσω συνεχώς ταλαιπωρώντας μας νηστικούς και μισόγυμνους, χωρίς να δείχνουν ότι ήθελαν να μας αφήσουν.
Πολλοί αιχμάλωτοι πολέμου ανταλλάχθηκαν από την Κύπρο και την Τουρκία στα τέλη του 1974, με τη διευκόλυνση της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού. Εκεί στο οδόφραγμα που φτάσαμε τελικά, αυτό που γινόταν ήταν απερίγραπτο. Άφηναν 3, 4 ή πέντε Τουρκοκύπριους ελεύθερους για έναν μόνο έναν Ελληνοκύπριο. Οι δε Τουρκοκύπριοι βγαίναν ντυμένοι, λουσμένοι, καθαροί, φαγωμένοι, ενώ εμείς είμασταν άπλυτοι, νηστικοί, ρακένδυτοι και κάποιοι μόνο με εσώρουχο.
Απελευθερώθηκα στις 28 Οκτωβρίου 1974, μετά από 75 ημέρες αιχμαλωσίας. Θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό που βγήκα στην τελευταία ομάδα ανθρώπων που αφέθηκαν ελεύθεροι και τελικά έφτασα στην ασφάλεια Ήμουν ο τελευταίος αιχμάλωτος που αφέθηκε ελεύθερος. Ήμουν έξω ζωντανός, αλλά εξουθενωμένος κι απογοητευμένος γιατί μερικούς από αυτούς με τους οποίους ήμουν φίλος δεν τους είδαν ποτέ ξανά, καθώς είχαν εκτελεστεί στην αιχμαλωσία.
Όσοι δεν είχαν την τύχη να βγουν έξω είτε επιβεβαιώθηκαν νεκροί είτε καταγράφηκαν ως αγνοούμενοι, και εκατοντάδες άλλοι παραμένουν μέχρι σήμερα αγνοούμενοι. Το επόμενο μας βήμα ήταν να επανενωθούμε με τις εκτοπισμένες οικογένειές μας, με τις οποίες δεν είχαμε καμία επαφή για μήνες.
Τι σας πρόσφερε το κράτος εκείνη τη στιγμή που ελευθερωνόσασταν;
Η αμοιβή μου ήταν ένα γεύμα και μια λίρα. Μια λίρα για να ξαναρχίσω τη ζωή μου σε μια μοιρασμένη πατρίδα.

Πώς νιώθετε σήμερα μετά από τόσα χρόνια που κρατούσατε μέσα σας όλα αυτά τα θλιβερά συναισθήματα και οδυνηρές εμπειρίες;
Το καλοκαίρι του 1974 έφερε μεγάλη συναισθηματική αναστάτωση σε πολλές οικογένειες, συμπεριλαμβανομένης της δικής μου. Αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε το σπίτι, τις επιχειρήσεις και τα υπάρχοντά μας και να ξεκινήσουμε μια νέα ζωή ως πρόσφυγες πλέον. Μετά την απώλεια τόσων φίλων και συντρόφων, Αισθάνομαι ότι είναι καθήκον μου να τιμήσω τη μνήμη όλων εκείνων που αιχμαλωτίστηκαν και φυλακίστηκαν μαζί με εμένα και να θυμηθώ εκείνους που σκοτώθηκαν ή εξακολουθούν να αγνοούνται και δεν κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους για να επανενωθούν με την εκτοπισμένη οικογένειά τους.
Ο κύριος Χρηστάκης παίρνει ξαναζεί τον πόνο που έφερε η εισβολή κάθε μέρα! Συνεχίζει ακούραστα να καταθέτει κάθε χρόνο στεφάνι μνήμης με δικά του έξοδα για όσους θυσιάστηκαν για την μικρή του πατρίδα, την Κύπρο. Συνεχίζει να αγωνίζεται για τα δίκαια του νησιού του αν και οι αμείλικτες αναμνήσεις των όσων πέρασε το καλοκαίρι του 1974 πονάει βαθιά.
Ως πρώην αιχμάλωτος πολέμου και αντιπρόσωπος του Συνδέσμου Αιχμαλώτων Πολέμου της Κύπρου στην Αυστραλία, λαμβάνει κάθε χρόνο μέρος στην παρέλαση των ANZAC καταθέτει στεφάνι σε διάφορες ελληνικές εκδηλώσεις. Θεωρεί ότι όλοι έχουμε καθήκον να διασφαλίσουμε ένα καλύτερο μέλλον για τις επόμενες γενιές και να μην ξεχάσουμε τη θυσία των ηρώων μας. Όπως ο ίδιος κάθε φορά που αντιμετώπισε τον κίνδυνο στις μάχες είχε πάντα στη σκέψη του τον τρανό ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου που κάηκε ζωντανός στην προσπάθεια του να σώσει τους συντρόφους του και να υπηρετήσει την πατρίδα.
Ο Κ. Χρηστάκης Στυλιανού έχει φυτέψει στην καρδιά των παιδιών και εγγονιών του το πάθος για την Κύπρο ώστε να μπορέσουν μια μέρα να αναπνεύσουν τον μυρωδάτο αέρα της Κερυνειώτικης θάλασσας και να περπατήσουν τον χρυσό κάμπο της Μεσαορίας ελεύθεροι.
Η Δρ Άντρια Στυλιανού, ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος, κόρη του κ. Χρηστάκη Στυλιανού, έχει γράψει ερευνητική διατριβή με υποτροφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ‘Research Excellence Scholarship’ επάνω στο θέμα των αγνοούμενων της Κύπρου της Διασποράς των Κυπρίων της Αυστραλίας που επηρεάστηκαν από την τουρκική εισβολή το 1974.
Ποιος είναι ο τελικός πόθος σας;
«Ο πόθος μου είναι να δω την μοιρασμένη μου πατρίδα ενωμένη και δικαιωμένη. Το όνειρο μιας ελεύθερης Κύπρου δεν θα πεθάνει ποτέ»!
