«Φέρτε μου τη θάλασσα να την προσκυνήσω,
φέρτε μου τον ήλιο να προσευχηθώ,
φέρτε μου τη θάλασσα να την τραγουδήσω,
φέρτε μου τον ήλιο της για να ζεσταθώ»
Με αυτό το τετράστιχο αρχίζει η γνωριμία μου με την ομογενή και τακτική αναγνώστρια της εφημερίδας μας κ. Σωτηρούλα Στυλιανού, από το Μπρίσμπαν.
Σκυμμένη στις πολυσέλιδες σημειώσεις της, προσπαθεί να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της και να ξεδιπλώσει ταπεινά το νήμα της διαδρομής της μέσα από το χρόνο και τα γεγονότα που έζησε και ζει.
Βλέπω ότι την πνίγει το συναίσθημα της χαρμολύπης. Με το δίκιο της. Άλλωστε, είναι το ελάχιστο που μπορεί να προσφέρει από τα ξένα που βρίσκεται στη γη που την γέννησε, την αγαπημένη της Κύπρο.
«Κάθε φορά που περνάω το οδόφραγμα της πράσινης διαχωριστικής γραμμής του Αγίου Δομετίου στη Λευκωσία και βρίσκομαι στο κατεχόμενο κομμάτι του νησιού μας, νιώθω τον πόνο να ακουμπά στα τρίσβαθα της ψυχής μου. Νιώθω ότι ξανοίγονται μνήμες και θύμισες και θέλω να έχω μόνο χαρά και ελπίδα!

Γιατί το καταγάλανο πέλαγος με μαγεύει, ο αέρας δροσίζει το λιοπύρι της καρδιάς μου, το μυαλό μου φτιάχνει φανταστικές επιστροφές και η γη μας, αχ αυτή η γη η χιολιοτραγουδημένη, κτίζω πάνω της τόσα όνειρα και εναποθέτω τόσες ελπίδες», εξηγεί!
Το προσκύνημα της κ. Στυλιανού στην κωμόπολη της Μόρφου του χθες και του σήμερα, έγινε στις 6 του Γενάρη 2003. Ημέρα των Φώτων.
«Επιτέλους, έπειτα από 29 χρόνια και 146 ημέρες, βρέθηκα σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Επέστρεψα στο σπίτι μου. Αγαπώ την πέτρα και το χώμα του. Αγαπώ τη θάλασσα και το βουνό του. Αγαπώ την Ιστορία και τους Μύθους της Κύπρου μας, τα κάστρα και τους βασιλιάδες της, το γλυκόπιοτο κρασί της, όλα της τα αγαπώ», προσθέτει σ’ ένα παραλήρημα συναισθημάτων.
Είναι γνωστό ότι κατά την εισβολή του 1974, η Μόρφου, υπέστη πολλές καταστροφές. Οι κάτοικοι, μετά την εγκατάλειψη της πατρώας γης, όπου μέσα σε μια νύχτα έγιναν πρόσφυγες στην ίδια μας την πατρίδα, αντικαταστάθηκαν από Τουρκοκύπριους από το νότιο μέρος και έποικους.
«Σε κάποια στιγμή βρέθηκα στα σκαλοπάτια του σπιτιού μας. Τα χρώματα είχαν ξεθωριάσει και η εξωτερική φθορά ήταν εμφανής. Ένα παλληκάρι μάς άνοιξε την πόρτα και μάς έδειξε ότι μπορούσαμε να μπούμε μέσα. Ομολογώ ότι ήταν καθαρό και περιποιημένο. Άλλοι άνθρωποι, άλλα έπιπλα και άλλες φωτογραφίες στόλιζαν το εσωτερικό.
Μεμιάς, είδα τα δικά μας έπιπλα, τα χειροποίητα κεντήματα με την σφραγίδα της αείμνηστης μητέρας μου και τα νεανικά μου χρόνια να περνούν σαν αλυσίδα από μπροστά μου. Τα χρόνια που Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ζούσαμε σαν αδέλφια. Ειλικρινά σας λέω. Έζησα για λίγο ένα μεγάλο όνειρο!».
ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ
Στη συνέχεια, η κ. Στυλιανού, στάθηκε για λίγο στο παράθυρο αγναντεύοντας τον απέραντο κάμπο, την κωμόπολη και τα γύρω χωριά, τον κόλπο και τα βουνά του Τροόδους. Ανάμεικτα τα συναισθήματα.
«Ήθελα να το χαρώ. Έδωσα χρόνο στον εαυτό μου να ισορροπήσει τον παλμό της χαράς, της αγωνίας και της πραγματικότητας και ανασκουμπώθηκα. Ήθελα να σταματήσω το χθες και να ζήσω το πριν! Μεγάλη κουβέντα; Μα μήπως είχα και άλλες επιλογές;», εξηγεί.
Όντως, η Μόρφου, ήταν μια πόλη γεμάτη ομορφιά και χάρη. Με τις ανθισμένες λεμονιές της, τα περιβόλια με τα εσπεριδοειδή, τις καλλιεργήσιμες πεδιάδες της, τα καντούνια της, τα εκκλησάκια της, τον Αη Μάμα και όλα τα γειτονικά και φιλικά στέκια, τα οποία της είχαν ξυπνήσει πολλές γλυκές αναμνήσεις!
«Δυστυχώς, μετέτρεψαν την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου σε τζαμί. Σε κάποια στιγμή ζητήσαμε να επισκεφθούμε το κοιμητήριο και να προσκυνήσαμε τον τάφο του αδελφού και του παππού μας. Τίποτε δεν είχε μείνει. Κρανίου τόπος. Μα τι τούς φταίξαν οι νεκροί μας; Άφησα το χρόνο να γυρίσει πίσω. Η ψυχή μου γέμισε με πόνο. Αλησμόνητες οι στιγμές που ζήσαμε στο πατρικό και εκείνη η τελευταία, όταν ο αδελφός μας ταξίδεψε στην αιωνιότητα», μονολογεί.
Σημειώνει, δε, ότι οι κατακτητές, έχουν δώσει στα χωριά τουρκικά τοπωνύμια. Οπότε για σωστό προσανατολισμό, ο επισκέπτης, καλό είναι να προμηθεύεται οδικό χάρτη.
Πενήντα χρόνια μετά;
«Είναι πολλά. Στην ουσία πάρα πολλά. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι αξίες και τα ιδανικά έχουν καταντήσει παλιομοδίτικα, και οι συνομιλίες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οδηγούν σε αδιέξοδα. Οπότε, άγνωστο το μέλλον. Τι να πρωτοθυμηθώ; Την Λευκωσία που είναι η μοναδική πρωτεύουσα που είναι μοιρασμένη στα δυο; Την πράσινη γραμμή να χωρίζει το Νότο από το Βορρά; Τις απαιτήσεις της Τουρκίας για δημιουργία «Βόρειας Δημοκρατίας;». Ωστόσο, θεωρώ ότι υπάρχουν αισθήματα αγάπης και περιθώρια συνύπαρξης των δυο Κοινοτήτων, όπως τον παλιό καλό καιρό», υποστηρίζει.
Σε θαύμα στηρίζει τη λύση του χρονίζοντος προβλήματος η κ. Στυλιανού.
«Περιμένω με ανυπομονησία το μέγα θαύμα! Ελευθερία, επιστροφή, συμβίωση και η πολυπόθητη ειρήνη στο νησί μας. Πιστεύω ότι κάπου εκεί βρίσκεται μυστικά και αόρατα η ΕΙΡΗΝΗ, η οποία έχει τη δύναμη να ενώσει όλους τους κατοίκους του νησιού μας, Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους Αρμένιους Μαρωνίτες και Λατίνους κάτω από την ομπρέλα της Κυπριακής Δημοκρατίας», συμπληρώνει με αίσθημα αισιοδοξίας.