ΟΤΑΝ με πιάνει μελαγχολία, ξαναρχίζω από την αρχή. Αλλά όταν βρίσκομαι σε αδιέξοδο, καταφεύγω στην ποίηση.

Έτσι, στα 50χρονα του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής στριφογυρίζω στην ποιητική μουρμούρα του Κώστα Μόντη: «Τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε,/ τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε/ μ’ αυτή την έγνοια πίσω μας;/ Αναγκαστικώς θ’ αναβάλλουμε».

(Συγνώμη ποιητή, αλλά εδώ, να μου επιτρέψεις μια μικρή παρέμβαση, χρειαζόταν θαυμαστικό!). Εν πάση περιπτώσει…

Αλλά ο ποιητής δεν αναπαύεται στο παράπονο. Θα μας γίνει και είρωνας. Ενστερνίζεται ότι «Υπάρχει μεγάλη ζήτηση στίχων/ για την Τουρκική εισβολή. […]/ Είναι θέμα προβολής της Κύπρου […]/ Πώς να τους πεις πως έπηξε το μελάνι στην πέννα σου,/ πώς να τους πεις πως έπηξε το αίμα στην καρδιά σου,/ πώς να τους πεις να μας αφήσουν ήσυχους;» (1)

(Και πάλι, με το συμπάθειο, ποιητή, αλλά εδώ, είναι περιττό το ερωτηματικό … θαυμαστικό χρειάζονταν).

Περνώντας από το φιλολογικό στο πολιτικό, πρόθεσή μου δεν είναι να ασκήσω σκληρή κριτική στις εκάστοτε ηγεσίες για παραλείψεις, απραξίες, ανειλικρίνεια και λάθη, σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, αλλά, ομολογουμένως, διολισθαίνει σε μια βαθιά σύγχυση, για να μην πω, υπαρξιακή κρίση.

Άλλωστε, η άρση εμπιστοσύνης στις αρχές μας καθιστά πνευματικά, τουλάχιστον, αντισυστημικούς. Αυτό, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Είναι απομεινάρια δεκαετιών από ταξικές παραμορφώσεις, πολιτική στασιμότητα και διστομία, φαινόμενα διαφθοράς, θεσμικές κρίσεις, λούμπεν ατομισμού, απουσία λογοδοσίας, αδιαφορία πολιτών, ή έκλειψη ενός κοινού πειστικού, ειλικρινούς και μαχητικού αφηγήματος, καθώς και η αμφισβήτηση ενός ανυπόκριτου δημοσίου διαλόγου.

Τέλος πάντων! Αψηφώντας τον συρμό της μόδας και κόντρα στο συνήθειο, η αλήθεια είναι ότι δεν πολυήθελα να γράψω για τα επετειακά. Πόσες φορές να το κάνεις! Άλλωστε, το αναμενόμενο, όπως το προσδοκώμενο, γίνεται επίμονο και συνεπώς κουραστικό. Η επανάληψη, η πολυλογία, η φλυαρία, φθείρει την ακεραιότητα και σ’ αφήνει με μια πικρογεύση που συνορεύει την υποκρισία.

Αξιοπερίεργα αποτελεί, το φόρο τιμής που δεν συγκαταλέγουμε στα λογής-λογής επετειακά αφιερώματα, εκδηλώσεις, ομιλίες και διαλέξεις. Όχι επειδή, αναγκαστικώς, θέλω να διαφοροποιηθώ από την παρελθοντολογία και την επιτακτική ανάγκη «ανάδειξη(ς) νέας γλώσσας, νέας προσέγγισης, νέας φιλοσοφίας» που λέει και ο Άριστος Μιχαηλίδης («Φιλελεύθερος», 17/7/2024). Αλλά επειδή τα επετειακά έχουν την τάση, αφενός, να λειτουργούν πολιτικά ενδόμυχα και, αφετέρου, υπηρετούν μια ετερόκλητη ηγεμονική εσωστρέφεια με μοναδικό συνεκτικό στοιχείο τη λατρεία της παθητικής υστεροβουλίας που ούτε καν προσποιεί πλέον τη σύμμειξη ενός «συναινετικού μετώπου».

Πέρα από αυτό, διαπιστώνουμε ότι οι εξιστορήσεις των ανθρώπων της «γενιάς του ’74» οργανώνονται γύρω από το αφηγηματικό, εμπεριέχοντας ιστορίες τραυμάτων, ματαιώσεων, απογοητεύσεων, αγανακτήσεων, αποστροφής, απελπισίας, αναπλαισίωσης κ.λπ.

Υπολείπεται—ή τουλάχιστο υστερεί—ακόμη η ιστορική διερεύνηση του κυπριακού συγκεκριμένου, μιας και είναι δύσκολα να διαχωρίσουμε τη δημόσια μνήμη από την αμερόληπτη ερευνητική ανάλυση των γεγονότων του 1974.

Παραπίπτοντος, το Κυπριακό «παίζεται» διαφορετικά στη Διασπορά από την πατρίδα. Λειτουργεί πρωτίστως συναισθηματικά, συμβολικά και ταυτοτικά. Τα μηνύματα, όπως και τα συνθήματα, αναδεικνύουν μια υποτέλεια αοριστολογίας, αντιλογίας, ανεπάρκειας, μοιρολατρίας και έλλειψης φαντασίας. Η επανάληψή τους επί 50 χρόνια όχι μόνο τους στερεί μια κινητικότητα προόδου και ένα διαλεκτικό προβάδισμα, αλλά αποκλείει και τη δυναμικότητα εναλλακτικών σκέψεων, μεθόδων και προσεγγίσεων.

Αλλά, ο απόηχος από την πατρίδα, που κάποτε κάλυπτε Ολυμπιακά τις διηπειρωτικές αποστάσεις, εξασθενίζεται, καθοδόν εδώ, στη μακρο-κοντινή Ωκεανία. Όχι μόνο εκφυλίζεται ο ελληνικός προβληματισμός, αλλά κυκλοφορούν και άλογα παράσιτα, αφού μέσα στον ενθουσιασμό μας να ασπαστούμε τη διγλωσσία, κινδυνεύουμε να «αγγλοποιήσουμε» το ήθος, το πνεύμα, και την επιστημολογία του ελληνικού λόγου.

Το έχουν όμως οι μέρες του Ιούλη-Αυγούστου, που το θυμητικό, άθελα, σε οδηγεί στο 1974. Όπως και να το κάνουμε, βαραίνει ο μισός αιώνας, και στον αστερισμό του 1974, ορισμένοι βιάστηκαν να βγάζουν τις μνήμες μας σε πλειστηριασμό. Όσο συναισθηματικά φορτισμένες και αν είναι οι μέρες αυτές, ένας διάλογος γύρω από τα 50χρονα απαιτεί νηφαλιότητα και μια δεσπόζουσα σοβαρότητα. Δεν ξέρω αν το ‘χούμε μέσα μας. Τουλάχιστο οι επίσημοι φορείς.

Μισός αιώνας αποτελεί ορόσημο αναθεώρησης και, για τους οργανωμένους, ανασύνταξης. Παρακολουθώντας τα πολιτικά δρώμενα στην Κύπρο, σχηματίζεις την εντύπωση ότι το ενωμένο μέτωπο είναι ανύποπτο, και οι θέσεις και οι τοποθετήσεις μας είναι δύσβατες και αμφίβολες. Το Κυπριακό, άλλωστε, πάντα λειτουργούσε ως άλλοθι για τα εκάστοτε κατεστημένα, και πενήντα χρόνια εδραίωσε κάποια συμφέροντα.

Έμελλε ο Τουρκοκύπριος Σενέρ Λεβέντ («Πολίτης», 12/7/2024) να μας υπενθυμίσει για ορισμένα «λάθη, σφάλματα και γκάφες πενήντα χρόνων». Πέρα από την υποβάθμιση και αποσιώπησή του πραξικοπήματος, έχει δοθεί η εντύπωση, πολιτικά και διαπραγματευτικά, ότι αποδεχόμαστε τα τετελεσμένα του 1974, παρατώντας την Κερύνεια, και υποκύπτοντας στον πειρασμό α-πολιτικοποίηση της διχοτόμησης.

Αλλά πενήντα χρόνια μετά, η πραγματικότητα είναι ότι διανοίγουμε τη «μετα-(πραξικοπηματική-εισβολική) του 1974» γενιά. Ενδεικτικά αναφέρω ότι οι δύο κορυφαίοι άρχοντες της κυπριακής Πολιτείας, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος

Χριστοδουλίδης, και η Πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής, Αννίτα Δημητρίου, ήταν βρέφη, ή γεννήθηκαν μετά το 1974.

Παρ’ ότι η διαγενεακή μετάβαση δεν σημαίνει ότι μπορούμε να κρίνουμε τα γεγονότα του 1974 με τα δεδομένα του σήμερα —ειδικά όταν η πρώτη γενιά αυτοχθόνων προσφυγών πληθυσμιακά υποχωρεί— από συνεντεύξεις και ομιλίες παρατηρείται ότι διαλεκτικά γυροφερνόμαστε, πάλι, στο Μακαριακό δίλημμα μεταξύ του «ευκταίου» και του «εφικτού».

Στο μεταξύ, το εμβληματικό σήμα του Νίκου Δήμου «Δεν Ξεχνώ», όπως επισημαίνει η Ξένια Τουρκή («Φιλελεύθερος», 16/7/2024), θάφτηκε στη λήθη και μέσα στη δίνη της «γενοκτονίας της μνήμης» (2) αρχίζει να διαβάζεται «Δεν Ξέρω».

Αλλά για να μην καταλήξω κακεντρεχής, θα ανασύρω ένα παλιό θυμοσόφισμα του παππού μου του Γιωρκή του Δίκαιου, του βρακά, από τον Άγιο Επίκτητο της Κερύνειας, που μας έλεγε μικρούς, ότι όταν όλα έχουν χαθεί φρόντισε να ‘χεις στην βούρκα (κυπριακό δερμάτινο σακίδιο που χρησιμοποιούνταν από βοσκούς και γεωργούς) σου τουλάχιστο «ένα κομμάτι ψωμί, μια χούφτα ελιές…τζαι ένα κρεμμύδι».

Υστερόγραφο: Εκεί που έγραφα το χρονογράφημα, δόθηκε μια σημαντική και αποκαλυπτική συνέντευξη. Δηλωτική για την ειλικρίνεια, ευθύτητα, αλλά και την ακρίβειά της, η συνέντευξη του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΠτΚΔ), Νίκου Χριστοδουλίδη, με τον Γιώργο Κασκάνη (Alpha TV, 20/7/2024) —που συνιστώ θα πρέπει να τη δει, ακούσει, διαβάσει κάθε Κύπριος και όποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για την Κύπρο— ειπώθηκε ότι το Κυπριακό κρύβει ένα μεγάλο ψέμα, όπου υφέρπουν πολλά μικρότερα ψέματα (ερώτηση δημοσιογράφου).

Ότι δηλαδή ο λόγος για το Κυπριακό διέπεται από μια χρόνια ανειλικρίνεια που τροφοδοτούν ψευδαισθήσεις και εξωπραγματικές προσδοκίες και απαιτήσεις, που δεν προσαρμόζουν μήτε στην πολιτική-διαπραγματευτική πραγματικότητα μήτε στις δυνατότητες (και ικανότητές) μας. Άλλα άξια αναφοράς σημεία της συνέντευξης συμπεριλαμβάνουν το ό,τι η σημερινή κατάσταση δεν μπορεί να συνεχίσει και για αυτό χρειάζονται «τολμηρές αποφάσεις», πως τα εκάστοτε συνθήματα δεν ευθυγραμμιζόταν με την πολιτική πραγματικότητα (το είπαμε πιο πάνω), αργήσαμε να αποταθούμε στους τουρκο-κύπριους, όπως αργήσαμε να «αγαπήσουμε» την ΚΔ, και ότι ο «μακροχρόνιος αγώνας» ήταν λάθος.

Φυσικά, η ιστορική αναθεώρηση δεν έπεται και διορθωτική μεταβολή, αλλά όσον αφορά τον λόγο για το Κυπριακό, αποτελεί μια παρέμβαση ειλικρίνειας δεδομένου από που προέρχεται!

Σημειώσεις:

1. Κώστας Μόντης, Στιγμές, Κύπρια Ειδώλια (1980).

2. Αυτή τη φράση τη δανείζομαι από τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας.