Θύελλα αντιδράσεων προκάλεσε η άρνηση της πολιτειακής πρωθυπουργού, Jacinta Allan, να απαντήσει στις ερωτήσεις που υπέβαλαν στο Κοινοβούλιο στελέχη του κόμματος των Φιλελεύθερων και του Συνασπισμού στη Βικτώρια, σχετικά με την υπόθεση του Τμήματος Κατασκευών του συνδικάτου CFMEU, το οποίο εκδιώχθηκε από το κόμμα λόγω καταγγελιών για διαφθορά και εγκληματικές διασυνδέσεις.

Σύμφωνα με κοινή ανακοίνωση που δόθηκε στη δημοσιότητα από το κόμμα των Φιλελεύθερων και τον Συνασπισμό, η πρωθυπουργός της Βικτώριας, Jacinta Allan δεν απάντησε ούτε σε μία από τις 22 ερωτήσεις που τέθηκαν εκ μέρους των πολιτών της Βικτώριας, συνεπώς, οι βουλευτές των δύο κομμάτων αποχώρησαν από το Κοινοβούλιο ως ένδειξη διαμαρτυρίας.

«Ενώ το Εργατικό Κόμμα εισπράττει εκατομμύρια σε δωρεές, η κατασκευαστική εταιρεία Big Build εξακολουθεί να ξεφεύγει από τον έλεγχο, με τις υπερβάσεις του προϋπολογισμού να κοστίζουν πλέον στους πολίτες της Βικτώριας περισσότερα από 40 δισεκατομμύρια δολάρια».

«Το κόμμα των Φιλελεύθερων και ο Συνασπισμός δεν θα ανεχθούν την κατάχρηση του Κοινοβουλίου από το Εργατικό Κόμμα, τις συγκαλύψεις, την άρνηση να απαντήσει σε ερωτήσεις και την έλλειψη λογοδοσίας».

«Θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την αλήθεια εκ μέρους όλων των κατοίκων της Βικτώριας».

Σύμφωνα με το ABC, ο John Lloyd, ένας πρώην επικεφαλής της Εποπτικής Αρχής των Κατασκευών (construction watchdog boss) περιέγραψε την φερόμενη εγκληματική διείσδυση στα συνδικάτα ως «καρκίνο» που, αν δεν αντιμετωπιστεί, θα «μολύνει» τα υγιή τμήματα του οικοδομικού τομέα.

Ο κ. Lloyd, ο οποίος ηγήθηκε της αμφιλεγόμενης Αυστραλιανής Επιτροπής Οικοδομών και Κατασκευών (Australian Building and Construction Commission – ABCC), δήλωσε στο ABC ότι απαιτείται μια νέα εκδοχή του εποπτικού οργάνου για να «καθαρίσει» τον κλάδο από παραβατικές συμπεριφορές όπως αυτή του CFMEU.

«Ήταν ένας δύσκολος πελάτης, ένας οργανισμός που δείχνει ελάχιστο σεβασμό στον νόμο, και αυτό συμβαίνει επί πολλά χρόνια, παρά τις διάφορες προσπάθειες να περιοριστεί αυτό», δήλωσε ο κ. Lloyd για το πολιτειακό συνδικάτο.

Οι εργολάβοι σε ολόκληρο τον κατασκευαστικό τομέα παρακινούνται από την προοπτική σημαντικών ποινών για την τήρηση των προθεσμιών των έργων, γεγονός που, όπως είπε ο κ. Lloyd, τους δυσκολεύει να αντισταθούν στην επιρροή των συνδικάτων.

«Όταν οι επικεφαλής εργολάβοι βρίσκονται σε διαμάχη και αντιστέκονται στις άδικες και παράνομες απαιτήσεις του συνδικάτου, συνήθως δεν δέχονται κάποια υποστήριξη. Ο εργολάβος θέλει απλώς να γίνει η δουλειά στην ώρα της».

Επί του παρόντος, διεξάγεται μια ανεξάρτητη έρευνα για τη συμπεριφορά του CFMEU και την κατασκευαστική βιομηχανία της Βικτώριας, υπό την ηγεσία του πρώην γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Greg Wilson.

Η ενδιάμεση έκθεση αναμένεται να δημοσιευθεί στις 29 Αυγούστου, ενώ η τελική έκθεση αναμένεται μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου.

Η πρωθυπουργός, Jacinta Allan, δήλωσε ότι η εν λόγω έρευνα αποτελεί μέρος ενός «ισχυρού σχεδίου δράσης» για την εξάλειψη της διαφθοράς.

«Ήταν σημαντικό να θέσουμε αυτά τα χρονοδιαγράμματα για να λάβουμε μια πρώτη απάντηση από τον κ. Wilson και να εξετάσουμε τι μπορεί να γίνει άμεσα», συμπλήρωσε η κα Allan.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της The Age, η δικαστής του District Court Justice της Νέας Νότιας Ουαλίας, Jennie Girdham, κατέληξε τον Μάιο του 2022 στο συμπέρασμα ότι πάνω από 30.000 δολάρια που καταβλήθηκαν σε δωροδοκίες σε ανώτερα στελέχη του συνδικάτου στο Σίδνεϊ «επηρέασαν αρνητικά την ακεραιότητα της CFMEU» και «είχαν τη δυνατότητα να στρεβλώσουν την αγορά των κατασκευών»

Επιπλέον, η Επιτροπή Δικαιοσύνης Εργασίας (Fair Work Commission), η οποία επιθυμεί να θέσει το CFMEU υπό εξωτερική διοίκηση, έχει περιορισμένη πρόσβαση σε κρίσιμες πληροφορίες της Αστυνομίας που αποκαλύπτουν διεφθαρμένες επιχειρηματικές ενέργειες και οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα εντός του συνδικάτου.

Επειδή η FWC δεν θεωρείται «υπηρεσία επιβολής του νόμου» σύμφωνα με τη νομοθεσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, απαγορεύεται να έχει πρόσβαση σε μεγάλο μέρος του υλικού που συλλέγεται στο πλαίσιο των αστυνομικών ερευνών.

Ωστόσο, η Επιτροπή θα μπορεί να έχει πρόσβαση σε ορισμένα αστυνομικά στοιχεία, εάν αυτά τελικά παρουσιαστούν στο δικαστήριο.