Ο ΗΛΙΟΣ, πρησμένος από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα και τα ραπίσματα των αιώνων, έγειρε εξουθενωμένος πάνω από τη θάλασσα, ανοίγοντας πάνω της ένα φωσφορίζον μονοπάτι σε όλες τις λαμπρές αποχρώσεις του αίματος, ένα μονοπάτι που δεν φαινόταν να οδηγούσε πουθενά. Τα μάτια μας ήταν καρφωμένα πάνω του και ούτε μια φορά δεν στραφήκαμε για να ατενίσουμε τα βουνά που παραμόνευαν χαιρέκακα πίσω μας. Τους είχαμε γυρίσει την πλάτη ολοσχερώς.
Πέρα, κάποιοι γλάροι φτερούγιζαν νευρικά. Μας κύκλωσαν δυο-τρεις φορές και μετά χάθηκαν στο πέλαγος του ουρανού, λες και δεν έβλεπαν την ώρα να ξεφύγουν από την σφιχτή αγκάλη του λιμανιού. Είχε πιάσει να φυσάει λίγο και όλη η σκόνη της πόλης κατέβαινε κι αυτή προς το λιμάνι αναζητώντας κάποια διέξοδο και αναβάπτιση συνάμα.
– Το ηλιακό αντίστοιχο του διακαμού θα πρέπει να είναι ο λιακαμός, ξεστόμισα.
– Ξέρεις πόσες φορές τον καιρό εκείνο καθόμασταν σε ακριβώς αυτό το σημείο και κοιτάγαμε αντίπερα, να δούμε, ένα σημάδι, ένα ίχνος, τουλάχιστον κάτι που να μας θυμίζει την σωτηρία; ρώτησε αυτός σιγανά και κουρασμένα. Άλλα ακόμη κι ο ήλιος μας γελούσε.
Φαιός στον ορίζοντα, διακρίνονταν σκιαγραφημένος ο επιρρεπής όγκος της νήσου των Φαιάκων να χουζουρεύει αδιάφορα και ακίνητα, περισσότερο μια εσωστρεφής ιδέα, που αποστρέφεται ακόμη τους θεοκατάρατους απόστρατους της Τροίας παρά τόπος καταφυγής και άσυλου.
– Η αλήθεια είναι, συνέχισε, ότι την εποχή εκείνη, ζηλεύαμε πολύ τα ψάρια.
Είχε ήδη ξεκοκκαλίσει το ψάρι του με τις λεπτές, διακριτικές κινήσεις ενός σίγουρου χειρούργου και τώρα ρουφούσε το ζουμί από τα κόκκαλα.
– Ξέρεις, μου είπε, ήταν λέει κάποτε ένας Ρώσος ασκητής στο Άγιο Όρος που είχε κρεμασμένο στο κελί του ένα ψαροκόκκαλο. Τρεις φορές το χρόνο, Χριστούγεννα, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο, το κατέβαζε από τη θέση του, το έβραζε και έκανε γιορτή. Κι εγώ, το πρώτο πράγμα που έφαγα το βράδυ μόλις αποφυλακίστηκα από το Σπατς μετά από δεκαεπτά χρόνια ήταν ψαρόσουπα.
– Λένε ότι όταν ηγέρθη ο Λάζαρος, ζήτησε να του δώσουν να φάει κάτι γλυκό, του απάντησα.
-Ναι, αλλά αυτός γύρισε από τον Άδη, όχι από την Κόλαση, μόρφασε πικρά, πιπιλίζοντας και πάλι το ψαροκόκκαλο.
Ο Ηρακλής Σύρμος έφαγε τη νιότη του στα βασανιστήρια και στις φυλακές του καθεστώτος Χότζα και αυτό μόνο επειδή ενώ εκτελούσε την στρατιωτική του θητεία, σε μία συνομιλία που είχε με κάποιο δικό του, παραπονέθηκε για την φτώχια της πατρίδας του, της πατρίδας εκείνης της πέτρινης, με την απολιθωμένη καρδιά που ανέκαθεν έδιωχνε τα παιδιά της, διότι τι θα κάνει το δάκρυ, τι η χολή αν δεν μπορεί να ξεχειλίσει και να φύγει, μεστώνει, πήζει, πετρώνει, και παραμονεύει στο χώμα σαν τις τσιμεντένιες οχυρώσεις του δυνάστη να περάσεις για να σηκωθούν και να σε λιθοβολήσουν. Διότι τη μιζέρια, την κακουχία, τον φόβο, όλα αυτά πρέπει να τα δένεις κόμπο μέσα σου και να τα κουβαλάς μαζί σαν έρμα ενός καραβιού που δεν θα σηκώσει πανιά ποτέ, όσο και αν σε πνίγει το δίκαιο και α σε διαποτίζει ο πόθος για την φυγή. Ο τόπος μας είναι κλειστός, είχε πει ο ποιητής μέσα στην ανία του, ενώ δεν έβλεπε κι αυτός την ώρα να φύγει από μία ακόμη περίκλειστη γειτονική μητρόπολη. Τον κλείνουνε οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Δεν ξεφεύγουμε εμείς οι χθόνιοι από την πέτρα.
Για τις εμπειρίες του στα κάτεργα δεν μιλά. Όταν αναφέρεται στον πατέρα του, όμως, βουρκώνει και βουρκώνω κι εγώ διότι σε αυτό το κομβικό σημείο, ο γηγενείς και ο αλαργινός που γεννήθηκε κάτω από ξένους ουρανούς ενώνονται. Το 1947 το Στρατοδικείο Αργυροκάστρου δίκασε τον Γιώργη Σύρμο σε κάθειρξη με αναστολή, για υπόθαλψη δραπέτη και απόκρυψη εγκλήματος. Ένας από αυτούς τους δραπέτες ήταν και ο «παππού-Νίκος» Σύρμος, φλογερός πατριώτης και αγωνιστής για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου, ο οποίος κατέφυγε στην Αυστραλία και εγκαταστάθηκε στο Brunswick, όπου έμεινε μόνος του με τις τύψεις του, αφήνοντας στη λύσσα του απολυτάρχη τη γυναίκα και τα παιδιά του, τα οποία δεν τα ξαναείδε ποτέ, συνομιλώντας μαζί τους μόνο διαμέσου σημειώσεων στο ημερολόγιο του, ένα ημερολόγιο που το ανακάλυψαν μόνο σαν έφυγε πικραμένος ο Νίκο-Σύρμος από τη ζωή, αποκαμωμένος από την μοναξιά, την απόγνωση και τις ενοχές του, και κατέρρευσε λίγο αργότερα, το καθεστώς.
– Ξενιτιά φαρμακωμένη, με φαρμάκωσες καημένη. Έτσι έλεγε ο θείος σου, του είπα. Κάθονταν και έλεγε τα ονόματα όλων των συγγενών του, σαν να ήταν οι τριαντατρείς προσευχές για το κομποσκοίνι. Όλοι τους μακριά, όλοι τους φευγάτοι αλλά κανείς από αυτούς αμνημόνευτο.
Τού εξιστόρησα και άλλα, για τους επιφανείς Δερβιτσιανιώτες συγχωριανούς του που πρόκοψαν στην Αυστραλία. Για τους Λίλληδες, ο ένας από τους οποίους θεμελίωσε την λογοτεχνική δράση της παροικίας μας αλλά πέθανε νέος και ο άλλος, ο αδερφός του που κράτησε άσβεστη τη φλόγα του αγώνα για το ποθούμενο και την μεταλαμπάδεψε και σε εμάς. Για τον Σταμούλη τον μεγάλο ευεργέτη που κινητοποίησε ολόκληρη την παροικία σαν έμαθε ότι φυλακίστηκε και πάλι από το νέο καθεστώς πού κληρονόμησε το ίδιο μένος, τα ίδια πάθη από το παλαιό, ο Ηρακλής, διότι υπήρξε ένας από τους περιβόητους πέντε της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, τόλμησε να οραματιστεί πολιτική υπόσταση για τους δικούς μας, αλλά τι να κάνουμε, μακριά είμαστε, δεν είναι εύκολο, είναι και αυτή η φαρμακωμένη η ξενιτιά που μας κρατά χώρια.
Με άκουγε σκεπτικός, μασουλώντας το ψαροκόκκαλο. :
– Απ’ όλα, η ξενιτιά είναι το βαρύτερο. Γιατί να μην γυρίσουν όλοι οι δικοί μας πίσω; Στη στεριά δε ζει το ψάρι. Είδαμε και πάθαμε μέχρι να το καταλάβουμε, ξεστόμισε τελικά.
– Γιατί μεταξύ μας πλέον υπάρχει ένας ωκεανός ολόκληρος πόνου που δεν γεφυρώνεται και που πλέον εκφράζεται με κώδικες όχι αμοιβαία κατανοητούς, του απάντησα εγώ και αυτός κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση και πίκρα, ακούγοντας τον παφλασμό των κυμάτων. Έπαιρνε να νυχτώσει και κάποια ελκτική δύναμη μάζευε τα νερά και την τραβούσε προς την Αδριατική. Ό,τι μπορούσε να φύγει, έφευγε.
Όταν σηκώθηκα να φύγω και τον αποχαιρέτισα εκείνο το βράδυ στους Αγίους Σαράντα, ήθελα να του πω ότι ως σθεναρός υπέρμαχος των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, έδινε σε όλους μας το παράδειγμα, ιδιαίτερα στους Αντίποδες, στην άλλη άκρη της Γης, πώς ακριβώς να φυλά κανείς Θερμοπύλες, όταν πραγματικά το νιώθει. Αλλά σαν γύρισε και με κοίταξε απότομα με εκείνο το αιχμηρό του βλέμμα, το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω είναι:
– Είσαι ήρωας. Αυτό θα πω στους δικούς μας κάτω. Ότι είσαι ήρωας.
– Δεν είμαι ήρωας, με έκοψε. Δεν θα το ξαναπείς αυτό. Να τους πεις ότι είμαι ο Ηρακλής ο Σύρμος και τους φιλώ όλους.
Σαν έμαθα ότι ο Ηρακλής ο Σύρμος μας άφησε χρόνους, πήγα και μαγείρεψα ψάρι γεμιστό με ρύζι στο φούρνο. Λυθρίνι ήταν με κόκκαλα σεβάσμια. Και καθώς τα πιπίλιζα, θυμήθηκα την τελευταία του κουβέντα:
– Θα μου τους φιλήσεις όλους τους δικούς μας εκεί κάτω.
– Ποιους έχεις στην Αυστραλία;
– Είστε όλοι δικοί μου.