Την Τρίτη, 30 Ιουλίου 2024 πραγματοποιήθηκε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, όσο και σημαντική πολιτιστική-λογοτεχνική εκδήλωση στη Μελβούρνη (την πολυπληθέστερη ελληνόφωνη πολιτεία της Αυστραλίας και μια απ’ τις δυναμικότερες του απόδημου ελληνισμού) την οποία διοργάνωσαν από κοινού αυστραλιανοί και ομογενειακοί φορείς. Συγκεκριμένα, η Δημόσια Βιβλιοθήκη του Coburg (Δήμος Merri-bek) σε συνεργασία με την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας – Ενορία Coburg. Κύριο θέμα της εκδήλωσης ήταν: «Η διατήρηση της ελληνικότητας στην πολυπολιτισμική Αυστραλία».

Το πρώτο μέρος της εκδήλωσης επικεντρώθηκε στον προβληματισμό για τις δυσκολίες, αλλά και τις δυνατότητες διατήρησης και προώθησης της ελληνικής γλώσσας, του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής ταυτότητας στην αυστραλιανή ήπειρο. Ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα απ’ τις τοποθετήσεις των ομιλητών της εκδήλωσης είναι τα ακόλουθα:

ΑΙΔΕΣΙΜΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ-ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ π. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (Ιερατικώς προϊστάμενος Ιερού Ναού Υπαπαντής του Κυρίου Coburg)

Αφού καλωσόρισε τους παρευρισκομένους (ομιλητές και κοινό), ο πατήρ Λεωνίδας μετέφερε τις ευλογίες του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Θεοφ. Επισκόπου Ευμενίου, οι οποίοι λόγω άλλων υποχρεώσεων δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν. Επίσης ευχαρίστησε την εκπρόσωπο της Βιβλιοθήκης Coburg κα Barbara Johnson, για την όλη ιδέα αυτής της εκδήλωσης και την σύμπραξή της με την τοπική Εκκλησία.

Κατόπιν μίλησε για την αδήριτη ανάγκη διάσωσης και διατήρησης της ελληνικής γλώσσας (τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στην εκπαίδευση), η οποία όλο και φθίνει στις μέρες μας, σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία και χώρα όπως η Αυστραλία – ιδίως στις νεότερες γενιές.

Παράλληλα, τόνισε και την αναπόφευκτη ανάγκη της διγλωσσίας. Μιλώντας από τις προσωπικές του εμπειρίες ως κληρικού, είπε ότι οι ομόδοξοι «αδελφοί» του άλλων λαών (Σέρβοι, Σλοβένοι κ.ά.) του ομολόγησαν ότι οι δικές του παραδόσεις και γλώσσες είναι υπό εξαφάνιση, επισημαίνοντας: «Εάν κι εσείς οι Έλληνες χάσετε τη γλώσσα σας, τότε τι θα γίνουμε εμείς οι υπόλοιποι που βασιζόμαστε σ’ εσάς; Ποιος θα μας μεταφράζει απ’ τα δικά σας πρωτότυπα ιερά κείμενα (Παλαιά – Καινή Διαθήκη, κλπ.); Γι’ αυτό θα ήταν καταστροφικό αν απεμπολήσετε την τόσο πολύτιμη γλώσσα των προγόνων σας – γλώσσα αγίων, πατέρων της εκκλησίας, θεολόγων, φιλοσόφων και δημιουργών. […] Γι’ αυτό και είναι προνόμιο Δρα Βασιλακάκο να σας έχουμε εδώ απόψε, καθώς είστε ένας “survivor”, υποδειγματικός φορέας και συνεχιστής της ελληνικής γλώσσας, των γραμμάτων, της παράδοσης και του πολιτισμού μας που, ως πνευματικός ταγός, έχετε μεταλαμπαδεύσει και συνεχίζετε να μεταλαμπαδεύετε στις επερχόμενες γενιές […]».

Ο Δρ Βασίλης Αδραχτάς, Convenor of Greek Studies, University NSW, Lecturer in Islamic Studies, Western Sydney University. Φωτογραφία: Supplied

ΔΡ ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΔΡΑΧΤΑΣ (Convenor of Greek Studies, University NSW, Lecturer in Islamic Studies, Western Sydney University)

«Είναι σε όλους λίγο-πολύ γνωστή η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ελληνοφωνία στους κόλπους της Ομογένειάς μας, καθώς και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η διαιώνιση της ελληνικότητας στην Αυστραλία. Αναφέρομαι πάντα στην ελληνικότητα όχι ως καταγωγή, αλλά ως πολιτισμικό κεφάλαιο. Όλοι μας ξέρουμε ότι οι αριθμοί των μαθητών που παρακολουθούν Ελληνικά μειώνονται δραματικά, ότι αυτοί που επιλέγουν τα Ελληνικά ως μάθημα στο απολυτήριό τους είναι ελάχιστοι, ότι η πανεπιστημιακή παρουσία των νεοελληνικών σπουδών έχει συρρικνωθεί απελπιστικά, ότι τα Ελληνικά τέλος πάντων χάνονται σιγά-σιγά από την καθημερινότητά μας.

Βέβαια, η γλώσσα μας έχει μεγάλες αντιστάσεις και ανταποκρίνεται πολύ καλύτερα από πολλές άλλες εθνοτικές γλώσσες έναντι των συνθηκών φθοράς και αλλοτρίωσης. Ωστόσο, ως ομογένεια, που έχει ήδη συμπληρώσει 150 χρόνια διακριτής κοινωνικής παρουσίας στους Αντίποδες, καλούμαστε να βρούμε μια βιώσιμη λύση στο υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα που απειλεί την ίδια την ιδιοπροσωπία της, την ελληνικότητα αυτή καθεαυτήν. […]

Το πρώτο, και ίσως το πιο σημαντικό περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούμαστε να πραγματώσουμε την ελληνοφωνία, είναι η οικογένεια. Είναι η μητέρα και η γιαγιά, πρωτογενώς, που ήταν, συνεχίζουν σ’ έναν βαθμό να είναι και πρέπει εξάπαντος να ξαναγίνουν οι πρώτοι και άμεσοι φορείς μετάδοσης της γλώσσας στα παιδιά μας.

Κανείς δεν πήγε ποτέ σχολείο χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα του, αλλά αντιθέτως όλοι την παρέλαβαν από το σπίτι τους και το σχολείο ανέλαβε εν συνεχεία να της δώσει σχήμα και μορφή, πλούτο και ομορφιά. Επομένως, θα πρέπει να γίνει μία εκτεταμένη καμπάνια εκ μέρους των οργανωμένων φορέων της Ομογένειας –της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Κοινοτικών θεσμών- μέσω ειδικών επιστημόνων, έτσι ώστε να ευαισθητοποιηθούν οι γονείς και το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον προς υιοθέτηση και καλλιέργεια της διγλωσσίας στην καθημερινότητά τους. […]

Ίσως το σημαντικότερο απ’ όλα, είναι η ανασύσταση του κοινωνικο-πολιτισμικού περιβάλλοντος με το οποίο συνυφαίνονταν στο παρελθόν η ελληνοφωνία στην Ομογένειά μας. Η γλώσσα όχι μόνο είναι περιβάλλον η ίδια, αλλά συνιστά ένα ιδιάζον οικοσύστημα μέσα σ’ ένα ευρύτερο περιβάλλον, ένα περιβάλλον που συνίσταται σε εφημερίδες, ραδιόφωνα, θέατρα, συλλόγους, επιχειρήσεις, χώρους λατρείας, σχολεία, λογοτεχνική παραγωγή, δεσμούς με τη μητροπολιτική Ελλάδα, κοκ.

Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι πρέπει πάση θυσία οι ιθύνοντες της Ομογένειας, όσοι κατέχουν θέσεις ηγετικές και γενικότερα όλοι μας να κάνουμε τα πάντα έτσι ώστε όλα τα ανωτέρω να ανανεωθούν, να φουντώσουν και πάλι, και να αποτελέσουν τους νέους τόπους και χώρους χρήσης της ελληνοφωνίας. Μόνο έτσι οι γενιές που έρχονται θα έχουν λόγο και κίνητρο να διατηρήσουν μία γλώσσα, εφόσον θα άπτεται άμεσα και ζωτικά των καθημερινών τους αναγκών. […]

Εν κατακλείδι, να πω ότι ως Ομογένεια βρισκόμαστε μπροστά σε μία πολύ κρίσιμη συγκυρία, μία συγκυρία ευθύνης. Το μέλλον της ελληνοφωνίας και, κατ’ επέκταση, της ελληνικότητας στην Αυστραλία, εξαρτάται από τη δική μας υπευθυνότητα, από το εάν εμείς θέλουμε να υπάρξει ένα τέτοιο μέλλον. Αυτή είναι η μεγάλη μας ευθύνη και κανείς δεν μπορεί να απαλλάξει από αυτήν».

ΔΡ ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΑΚΑΚΟΣ (Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Μελβούρνης, τ. λέκτορας Νεοελληνικών, Διερμηνείας & Μετάφρασης, Deakin University & RMIT University – Συγγραφέας)

«Κατ’ αρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές, και πρωτίστως την κυρία Barbara Johnson για την αρχική ιδέα αυτής της εκδήλωσης την οποία μας πρότεινε ως εκπρόσωπος της Βιβλιοθήκης Merri-bek Coburg. Και, φυσικά, την Ενορία της “Υπαπαντής του Κυρίου” και ιδιαίτερα του σεβαστού, αγαπητού και δραστήριου πατέρα Λεωνίδα που δέχτηκε προθυμότατα να είναι συν-διοργανωτής της εκδήλωσης, καθώς και όλους όσους αφιέρωσαν χρόνο και κόπο για την υλοποίησή της της. Και, βέβαια, εγκάρδιες ευχαριστίες εκφράζω και στους ομιλητές μας, αλλά και όλους εσάς για την αποψινή παρουσία και το ενδιαφέρον σας. […]

Η σημερινή εκδήλωση είναι ιδιαίτερα σημαντική για μένα, όχι μόνο επειδή παρουσιάζεται για πρώτη φορά όλη η εκδοτική μου παραγωγή των τελευταίων 51 ετών, μαζί με τα δύο τελευταία μου βιβλία, τα οποία έχουν ένα ξεχωριστό αποτύπωμα στην σύνολη δημιουργική μου πορεία. Είναι σημαντική και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι θίγει το φλέγον θέμα της αποψινής εκδήλωσης που είναι “Η διατήρηση της ελληνικότητας στην πολυπολιτισμική Αυστραλία”. […]

Βασική προϋπόθεση, ωστόσο, για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι ο καθορισμός του όρου «ελληνικότητα». Με τον όρο αυτό συνήθως εννοούμε την «ταυτότητα» του Έλληνα και τα στοιχεία εκείνα που τη διαμορφώνουν και την κάνουν να ξεχωρίζει από εκείνη άλλων λαών. Ωστόσο, για ορισμένους μελετητές τα πράγματα δεν είναι τόσο αυτονόητα, καθώς υπάρχει ασάφεια, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε αν η «ελληνικότητα» είναι αίσθημα, συνείδηση ή ταυτότητα αφού, όπως υποστηρίζει ο Δημήτρης Τζιόβας (νεοελληνιστής, καθηγητής του Πανεπιστημίου Birmingham) “Αρκετοί Έλληνες ιστορικοί και διανοούμενοι επιμένουν περισσότερο στην έννοια της (νέο)ελληνικής συνείδησης, ενώ ελάχιστοι υιοθετούν την έννοια της ταυτότητας”. […]

O Δρ Γιάννης Βασιλακάκος στο βήμα. Φωτογραφία: Supplied

Το σημαντικότερο στοιχείο απ’ όλα φρονώ ότι είναι, αναμφίβολα, η χρήση της ελληνικής γλώσσας στην οικογένεια (ιδιαίτερα ο ρόλος των παππούδων και γιαγιάδων που δεν μιλούν αγγλικά), ο δε ρόλος της (της οικογένειας) είναι αναντικατάστατος για την ελληνομάθεια ενός παιδιού γεννημένου εκτός Ελλάδος.

Το ελληνικό σχολείο, αν και χρησιμότατο, δεν πρέπει να θεωρείται πανάκεια για την ελληνομάθεια, καθώς τα περισσότερα παιδιά το βλέπουν σαν μια καταναγκαστική, ανιαρή αγγαρεία. Αντιθέτως, μια επίσκεψη και παραμονή ενός παιδιού στην Ελλάδα για ένα – δυο μήνες αντιστοιχεί με ένα – δυο χρόνια μαθημάτων σε ελληνικό σχολείο.

Επίσης, αντί όλοι οι ακτιβιστές της ελληνομάθειας να αναλώνονται σε άγονες θεωρίες και «προσηλυτισμούς» απόκτησης και διατήρησης της «ελληνικότητας» (με συνέδρια, συμπόσια, ημερίδες κλπ.), χρησιμότερο θα ήταν αν, αντί για αγγλικά, μιλούσαν οι ίδιοι στα παιδιά τους ελληνικά στο σπίτι κάνοντας πράξη τα «κηρύγματά» τους.

Επίσης χρησιμότατο θα ήταν να γινόταν μια έρευνα στο γιατί αρκετοί απόγονοι Ελλήνων μεταναστών, αντί να πηγαίνουν διακοπές στην Ελλάδα αποφασίζουν να εγκατασταθούν μόνιμα σ’ αυτήν – όπως συμβαίνει και με πολλούς Αυστραλούς και άτομα άλλων εθνοτήτων. Τι ακριβώς είναι αυτό που πυροδοτεί τον φιλελληνισμό τους.

Στο ξεκλείδωμα αυτού του μυστικού ίσως να βρίσκεται η απάντηση που αναζητούμε στο ερώτημα «πώς αποκτάται και πώς διατηρείται η ‘ελληνικότητα’» ή, έστω, ο φιλελληνισμός. Κι επειδή αυτό το ζητούμενο δεν έχει να προσφέρει καμία σχεδόν υλική απολαβή ή αποζημίωση, ούτε μπορεί να γίνει με κάποιου είδους «προσηλυτισμό», νομίζω ότι επιβάλλεται όλοι οι ενδιαφερόμενοι ν’ ακούσουν την προτροπή του Χρήστου Γιανναρά (απ’ τους σοφότερους στοχαστές και μελετητές του ελληνισμού), ο οποίος προτείνει «να οριοθετηθεί μια σύγχρονη και ρεαλιστική αναζήτηση του νοήματος της ελληνικότητας» γενικότερα, πρωτίστως για τους ίδιους τους Έλληνες.

Δηλαδή να απαντηθεί το ερώτημα, όπως λέει, «Αν έχει ουσιαστικό θετικό αντίκρισμα στη ζωή του Νεοέλληνα σήμερα η ελληνική του καταγωγή, αντίκρισμα καθαρμένο από επιπόλαιες συναισθηματικές εμμονές και εθνικιστικά ιδεολογήματα. Αν το να ονομαζόμαστε Έλληνες μπορεί να αντιπροσωπεύει, στον προσωπικό μας βίο και στην απτή καθημερινότητα, κάποια ξεχωριστή δυνατότητα ή ιδιαίτερο πλούτο ποιότητας ζωής» («Αλφαβητάρι του Νεοέλληνα: Κείμενα επίκαιρης ελληνικής αυτοσυνειδησίας», εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2020).

*Το Μέρος Β’ θα δημοσιευθεί στον «Νέο Κόσμο» της Δευτέρας, 12 Αυγούστου.