Άγγελος Σκούρος. Ένας νέος άντρας από την Κύπρο που πριν από τεσσεράμισι χρόνια βρέθηκε στην Αυστραλία, σε μια ξένη χώρα, εν μέσω πανδημίας και χωρίς καμία προοπτική.
Τότε ήταν που αποφάσισε να ακολουθήσει ένα επάγγελμα που δεν είχε καμία σχέση με τις σπουδές του, αλλά με μεγάλη ζήτηση: αυτό του φροντιστή ηλικιωμένων. Το επάγγελμα αυτό, που συχνά υποτιμάται, για τον Άγγελο έγινε σύντομα μια πηγή όχι μόνο εισοδήματος, αλλά και εσωτερικής ικανοποίησης.
Ο Άγγελος περιγράφει τη μετάβαση από την αβεβαιότητα στην απόλυτη αφοσίωση. Ξεκίνησε την πορεία του χωρίς εμπειρία, εκπαιδεύτηκε και συνειδητοποίησε σύντομα την αληθινή σημασία του να είναι κάποιος φροντιστής.
«Είναι δύσκολο επάγγελμα, αλλά κάθε ευχή που παίρνω από τους ηλικιωμένους που φροντίζω, είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή μου και το σπουδαιότερο κίνητρο για να συνεχίσω», λέει. Η φροντίδα, για εκείνον, δεν είναι απλά μια δουλειά, αλλά μια υπηρεσία προς αυτούς που έχουν ανάγκη και μια ευκαιρία να δώσει πίσω κάτι σε μια κοινότητα που στην ακμή της πρόσφερε τόσα πολλά.
ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ
Από τις πρώτες του ημέρες στη δουλειά, ο Άγγελος αντιμετώπισε διάφορες προκλήσεις που τον προβλημάτισαν ως προς το αν θα μπορούσε να τα ανταποκριθεί στα καθήκοντά του. Ωστόσο, η επιμονή και η αποφασιστικότητά του τον έκαναν πιο δυνατό και τον βοήθησαν να ξεπεράσει τις αρχικές δυσκολίες.
«Στην αρχή ήθελα να φύγω. Ήταν κάτι άγνωστο για μένα και εντελώς διαφορετικό από ό,τι έκανα στην Κύπρο. Όμως, καθώς επέμενα, άρχισα να καταλαβαίνω τη βαθύτερη σημασία του επαγγέλματος», εξηγεί στον «Νέο Κόσμο» ο 34χρονος φροντιστής.
Στην πορεία, όπως λέει ο ίδιος, έμαθε ότι «το επάγγελμα του φροντιστή απαιτεί δύναμη χαρακτήρα». Σήμερα βλέπει τα πράγματα αλλιώς, καθώς ακούει ιστορίες από τους ανθρώπους που φροντίζει. «Κάθε μέρα μαθαίνω κάτι νέο από τους ηλικιωμένους. Είναι οι άνθρωποι που έχτισαν αυτήν εδώ την πόλη, που δημιούργησαν αυτόν τον κόσμο στον οποίο ήρθαμε εμείς ως μετανάστες και εγώ είμαι εδώ για να τους φροντίζω τώρα που το χρειάζονται», λέει.

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΙΕΣΗ
Η ψυχολογική πίεση που αντιμετωπίζει είναι αναπόφευκτη, αλλά ο Άγγελος τη διαχειρίζεται με θετική στάση. «Όλη η πίεση σβήνει με ένα χαμόγελο και τα ‘ευχαριστώ, παιδί μου’ που ακούω από τους ηλικιωμένους», αναφέρει, δίνοντας έτσι μια εικόνα για την αμοιβαία σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ φροντιστή και ηλικιωμένων. Για εκείνον, το να βλέπει τους ανθρώπους που φροντίζει να χαμογελούν είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή και η επιβεβαίωση ότι κάνει κάτι πραγματικά σημαντικό.
Ωστόσο, οι καθημερινές προκλήσεις στο επάγγελμα είναι πολλές και απαιτούν ετοιμότητα και ψυχραιμία, όμως, η εμπειρία έχει κάνει τον Άγγελο «πιο προετοιμασμένο για το απρόβλεπτο».
«Ως φροντιστής, πρέπει πάντα να είμαι διαρκώς σε επαγρύπνηση για να αντιμετωπίσω πραγματικούς ή και να προλάβω πιθανούς κινδύνους. Για παράδειγμα, πρέπει να διασφαλίσω ότι ο ασθενής δεν θα πέσει, αλλά και αν πέσει, να ξέρω πώς να τον βοηθήσω», λέει. «Στην αρχή ήταν δύσκολο και αγχωτικό αλλά η εμπειρία μου με έχει κάνει πιο ικανό να διαχειρίζομαι τέτοιες καταστάσεις με ψυχραιμία».
Η ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΒΕΛΤΙΩΣΕΙΣ
Όταν μιλά για την υποστήριξη από το κράτος, ο Άγγελος εκφράζει την ανάγκη για περισσότερη προστασία και κίνητρα για τους φροντιστές, ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες του επαγγέλματος. Εξηγεί πως, αν και η κρατική μέριμνα στην Αυστραλία είναι καλύτερη σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες, οι ανάγκες είναι μεγάλες και οι φροντιστές λίγοι. «Η παροχή των πακέτων βοήθειας στο σπίτι για τους ηλικιωμένους είναι πολύ σημαντική. Το να σου στέλνουν έναν άνθρωπο για την καθαριότητα, την προσωπική υγιεινή, το μαγείρεμα, τα ψώνια, τη συντροφιά και ό,τι άλλο χρειάζεσαι είναι μεγάλη διευκόλυνση και ανακούφιση για τον κάθε ηλικιωμένο ή ανήμπορο άνθρωπο», λέει, προσθέτοντας ότι σε άλλες χώρες, όπως η Ελλάδα, τέτοιες υπηρεσίες δεν είναι διαθέσιμες.
Ωστόσο, επισημαίνει πως η ανάγκη για περισσότερους φροντιστές είναι κρίσιμη. «Δεν το επιλέγουν πολλοί επειδή είναι δύσκολο επάγγελμα. Έχουμε να κάνουμε με πολλές διαφορετικές περιπτώσεις, γηροκομεία, κατ’ οίκον φροντίδα, νοσοκομεία. Χώρους που υπάρχουν ασθένειες και ο φροντιστής εκτίθεται σε διάφορους κινδύνους», αναφέρει, σημειώνοντας ότι η δουλειά μπορεί να είναι επικίνδυνη, αλλά είναι και εξαιρετικά ανταποδοτική, κυρίως όσον αφορά το ηθικό κομμάτι.
ΖΕΣΤΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Ο Άγγελος εξιστορεί περιστατικά από την καθημερινότητά του που αποκαλύπτουν την ανθρώπινη πλευρά της δουλειάς του φροντιστή, όπως το περιστατικό με τον παππού που χτύπησε την τηλεόραση για να «προστατεύσει» ένα παιδάκι: «Βλέπαμε βίντεο με έναν παππού και σε μια στιγμή ένας σκύλος δάγκωσε την πάνα του παιδιού – όχι το παιδί – και ο παππούς, εξοργισμένος, σηκώθηκε και πήγε και χτυπούσε την τηλεόραση γιατί νόμιζε ότι αυτό που έβλεπε ήταν αληθινό και ήθελε να προστατεύσει το παιδί. Αυτό το θυμάμαι γιατί ήταν κάτι που με έκανε να γελάσω και ταυτόχρονα το βρήκα πολύ γλυκό», λέει με χαμόγελο.
Αλλά δεν είναι μόνο τα ευτράπελα που τον γεμίζουν. Υπάρχουν πολλές τρυφερές στιγμές που έχει ζήσει με τους ηλικιωμένους που φροντίζει. Αναφέρεται στις στιγμές που μοιράζεται έναν καφέ με τους ηλικιωμένους και καθώς ακούει τις ιστορίες τους, τους βλέπει να ζωντανεύουν ανακαλώντας αναμνήσεις από την εποχή που ήταν νέοι, όταν ήρθαν ως μετανάστες στην Αυστραλία. Αυτές οι στιγμές είναι που κάνουν τη δουλειά του Άγγελου ξεχωριστή.
«Μου έχει πει ένας παππούς να πηγαίνω κάθε Πέμπτη δυο ώρες για να καθόμαστε, να πίνουμε καφέ και να του κάνω παρέα. Μερικές φορές κοιμάται τη μισή ώρα, αλλά είναι πολύ σημαντικό γι’ αυτόν να έχει κάποιον εκεί, καθώς αυτός ο άνθρωπος πριν αρχίσω να πηγαίνω, καθόταν συνέχεια μόνος του στο σπίτι», λέει, υπογραμμίζοντας τη σημασία της συντροφιάς για τους ηλικιωμένους.
ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Ο Άγγελος δεν βλέπει απλώς τον εαυτό του ως φροντιστή, αλλά έχει φιλοδοξίες να εξελιχθεί σε νοσοκόμο. «Ναι, θέλω να συνεχίσω αυτήν την καριέρα, αλλά με προοπτική να γίνω νοσοκόμος. Εδώ βρισκόμαστε στην άλλη άκρη του κόσμου και η ελληνική παροικία είναι τεράστια. Σήμερα όλοι αυτοί είναι πολύ ηλικιωμένοι και έχουν ανάγκη φροντίδας από κάποιον που να τους καταλαβαίνει και να μιλά τη μητρική τους γλώσσα», εξηγεί.
Για εκείνον, η εργασία αυτή είναι κάτι παραπάνω από απλά δουλειά. Είναι ένας τρόπος να συνεισφέρει στην κοινότητα, να βοηθήσει τους συμπατριώτες του και να κρατήσει ζωντανή την ελληνική παράδοση και κουλτούρα μέσα από την καθημερινή επαφή του με τους ηλικιωμένους.
Ο ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ
Όσον αφορά τις συμβουλές που θα έδινε σε άλλους που σκέφτονται να ακολουθήσουν το επάγγελμα του φροντιστή, ο Άγγελος είναι σαφής: «Να το ακολουθήσουν. Μπορεί στην αρχή να μην τους ενθουσιάσει, αλλά είναι πολύ ανταποδοτικό, κυρίως ηθικά. Δεν είναι μόνο οι φροντιστές ηλικιωμένων. Είναι οι φροντιστές παιδιών, ατόμων με αναπηρίες, ασθενών με χρόνιες ασθένειες. Πρόκειται για ένα επάγγελμα που θα μείνει, γιατί το χρειαζόμαστε. Είναι το επάγγελμα που η τεχνολογία δεν μπορεί να το αντικαταστήσει».
«ΕΣΥ ΠΑΣ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ;»
Παρόλες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει καθημερινά ο Άγγελος, στο τέλος μιας τυπικής εργάσιμης μέρας, μετά από την επίσκεψή του σε 4 ή 5 ηλικιωμένους, αυτό που φέρνει στο σπίτι είναι όχι η κούραση αλλά ένα πλατύ χαμόγελο. Γιατί εκείνος επιλέγει να κρατά τις καλύτερες και πιο ζεστές στιγμές από την επαφή του με τους ανθρώπους που περήφανα φροντίζει. Κι όταν κάποιοι προσπαθούν να υποτιμήσουν το έργο του με την ερώτηση «καλά, κάθεσαι κι αλλάζεις πάνες σε παππούδες;», εκείνος πάντα εξηγεί με υπομονή ποια πραγματικά είναι η δουλειά του ξεκινώντας με την αποστομωτική ερωταπάντηση: «ναι, εγώ αλλάζω πάνες σε παππούδες που κάποτε άλλαζαν τις πάνες των παιδιών τους. Άμα δεν υπάρξει αυτό το επάγγελμα, ποιος θα το κάνει; Εσύ πας να αλλάξεις τον πατέρα σου;».