Ζημιά ύψους σχεδόν 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων υπέστη η οικονομία της Αυστραλίας εξαιτίας των χαμένων ωρών εργασίας και της μειωμένης παραγωγικότητας που προκάλεσαν στο εργατικό δυναμικό της χώρας οι επιπτώσεις της μακράς διαρκείας COVID (long COVID), σύμφωνα με νέα στοιχεία έρευνας.

Ειδικότερα, η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Medical Journal of Australia, υπολόγισε τον αριθμό των ωρών που οι κάτοικοι της Αυστραλίας αδυνατούσαν να εργαστούν ή αναγκάστηκαν να μειώσουν τις ώρες εργασίας τους λόγω των συνεχιζόμενων συμπτωμάτων COVID-19 που βίωναν, 12 μήνες μετά τη διάγνωση.

Ο καθηγητής Quentin Grafton από το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας, ο οποίος συμμετείχε στη μελέτη και είναι ειδικός στα Οικονομικά, δήλωσε ότι χάθηκαν περίπου 100 εκατομμύρια ώρες εργασίας, ενώ διαπιστώθηκε ότι εργαζόμενοι ηλικίας 30 έως 49 ετών ευθύνονται για πάνω από το 50% της απώλειας του συνολικού αριθμού ωρών εργασίας.

«Όταν μιλάμε για 10 δισεκατομμύρια δολάρια, που είναι η εκτιμώμενη μέση αξία των οικονομικών απωλειών στην Αυστραλία, αυτό ισοδυναμεί με σχεδόν 400 δολάρια ανά άτομο», δήλωσε ο κ. Grafton.

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι «αυτό δεν επηρεάζει μόνο τα άτομα με μακρά COVID, αλλά και τους φροντιστές τους, τις οικογένειές τους και τους φίλους τους» ενώ έχει επίσης, «συνολικό αντίκτυπο στην οικονομία».

Ο κ. Grafton επεσήμανε ότι οι κυβερνήσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι εργοδότες οφείλουν να επενδύσουν περισσότερο σε προγράμματα και πλαίσια υποστήριξης για την εφαρμογή προληπτικών μέτρων, υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια προσέγγιση έχει ισχυρή βάση τόσο από κοινωνική και υγειονομική άποψη όσο και από άποψη δημόσιας υγείας, σύμφωνα με «τη βασική οικονομική ανάλυση κόστους-οφέλους».

Ειδικότερα, εξήγησε ότι αν και η εφαρμογή αυτών των μέτρων μπορεί να έχει κάποιο κόστος, αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο σε σύγκριση με το κόστος «που επωμιζόμαστε αυτή τη στιγμή λόγω της μακράς COVID».

«…Είναι καιρός οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων να δράσουν [με βάση αυτά τα ευρήματα]».

Στο πλαίσιο της έρευνας για λοιμώξεις COVID-19 μεταξύ Ιανουαρίου 2022 και Δεκεμβρίου 2023, διαπιστώθηκε ότι τον Σεπτέμβριο του 2022 περίπου 1,3 εκατομμύρια κάτοικοι της Αυστραλίας ζούσαν με long COVID, εκ των οποίων 55.000 ήταν παιδιά ηλικίας τεσσάρων ετών και κάτω.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα επιτήρησης λυμάτων από πάνω από 5.000 ενήλικες και ανέπτυξαν μαθηματικό μοντέλο για να υπολογίσουν τον αριθμό των ατόμων με παρατεταμένα συμπτώματα, εξετάζοντας ενήλικες με συμπτώματα διάρκειας 3 έως 12 μηνών και εκείνους που υπέφεραν από συμπτώματα για πάνω από ένα έτος.

Οι ειδικοί εκτιμούν ότι μέχρι τον Δεκέμβριο του τρέχοντος έτους, από 173.000 έως 873.000 Αυστραλοί ενδέχεται να συνεχίζουν να ζουν με long COVID ακόμα και ένα χρόνο μετά την αρχική τους μόλυνση, χωρίς να υπολογίζεται η πιθανότητα επαναμόλυνσης.

Η καθηγήτρια Raina MacIntyre του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας, ειδική στην επιδημιολογία και επικεφαλής της μελέτης, δήλωσε ότι είναι καιρός να υιοθετηθεί μία διαφορετική πολιτική για τον κορονοϊό και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του.

«Νομίζω ότι ο μακροχρόνιος αντίκτυπος δεν θα είναι καλός αν δεν αλλάξουμε πορεία», δήλωσε.

Η κα MacIntyre τόνισε την ανάγκη να ενθαρρυνθούν περισσότεροι άνθρωποι να εμβολιαστούν, να επεκταθεί η πρόσβαση στα αντιιικά φάρμακα, να ληφθούν μέτρα όπως η εξασφάλιση καθαρού αέρα σε εσωτερικούς χώρους, καθώς και να εξεταστούν οι περιπτώσεις όπου είναι αναγκαία η χρήση μάσκας, όπως σε νοσοκομεία και κλινικές.

Η καθηγήτρια υπογράμμισε επίσης την ανάγκη για βελτίωση των πολιτικών σχετικά με τον εμβολιασμό των παιδιών.

Επί του παρόντος, ο εμβολιασμός δεν συνιστάται για τα παιδιά κάτω των πέντε ετών στην Αυστραλία, εκτός από εκείνα που έχουν ιατρικές παθήσεις που «αυξάνουν τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης με COVID-19».

Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ συνιστούν εμβολιασμό κατά του COVID-19 για όλους τους ανθρώπους ηλικίας έξι μηνών και άνω.

«Ο κορωνοϊός (covid-19) είναι η κύρια μολυσματική αιτία θανάτου στα παιδιά σε όλο τον Κόσμο και, σε χώρες που φημίζονται για την καλή συλλογή δεδομένων, όπως οι ΗΠΑ, τα στοιχεία δείχνουν ότι [ο κορωνοϊός] έχει μεγαλύτερη επίπτωση από τη γρίπη (influenza)», δήλωσε η κα MacIntyre.

Η ίδια επισήμανε ότι υπάρχουν απλοί τρόποι για τη μείωση του κινδύνου από λοιμώξεις COVID-19, όπως η χρήση καθαριστή αέρα, το άνοιγμα παραθύρου εάν είναι δυνατό, και η χρήση μάσκας.

«Πολλοί θεωρούν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αναρρώνουν από τη μακρά COVID. Ωστόσο, πρέπει να εξετάσουμε το ζήτημα από την άποψη της δημόσιας υγείας: ακόμα κι αν μόνο το 2% του πληθυσμού πλήττεται από μακρά COVID, αυτό συνιστά σημαντική επιβάρυνση για τη δημόσια υγεία».