Κατατέθηκε στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο το νομοσχέδιο για τη δημιουργία της Ανεξάρτητης Επιτροπής Κοινοβουλευτικών Προτύπων/Κανόνων, η οποία αναμένεται να «σφίξει τα λουριά» στους πολιτικούς ώστε να μην επιδεικνύουν κακή συμπεριφορά (misconduct).

Η Independent Parliamentary Standards Commission (IPSC) έρχεται να ενδυναμώσει τις… συνέπειες για εκλεγμένους, μέλη του προσωπικού τους και εργαζόμενους στο Κοινοβούλιο, που «ξεφεύγουν».

Για παράδειγμα, θα μπορεί να επιβληθούν κυρώσεις σε βουλευτές που δε συμπεριφέρονται σωστά, όπως πρόστιμο έως και 5% του ετήσιου μισθού τους (για τους πιο χαμηλόμισθους εκλεγμένους πρόκειται για ένα ποσό περί τα $11.000), εκδίωξη από κοινοβουλευτικές επιτροπές, ή ακόμα και να τίθενται σε διαθεσιμότητα από το Κοινοβούλιο για κάποιο χρονικό διάστημα.

Η IPSC αποτελεί «προϊόν» της έκθεσης «Set The Standard» (Θέσε Το Πρότυπο/Κανόνα), η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα το 2021 μετά τον ισχυρισμό της Brittany Higgins ότι βιάστηκε σε γραφείο υπουργού εντός του Κοινοβουλίου, αλλά και μία σειρά ακόμα από καταγγελίες για την «τοξική κουλτούρα» που επικρατούσε.

Η έκθεση αυτή περιελάμβανε την πρόταση για μία ανεξάρτητη επιτροπή που θα διερευνά καταγγελίες σχετικά με κακή συμπεριφορά, καθώς και για τη σύσταση και την επιβολή κυρώσεων.

Ως εκ τούτου, η ανεξάρτητη IPSC θα επιβάλλει κώδικες συμπεριφοράς για βουλευτές και γερουσιαστές, το προσωπικό τους και άλλα άτομα που εργάζονται στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο

Θα καθορίζει τις «προσδοκίες για τη συμπεριφορά», συμπεριλαμβανομένων απαιτήσεων για τη δημιουργία χώρων εργασίας με σεβασμό και χωρίς αποκλεισμούς, καθώς και την «απαγόρευση» του εκφοβισμού, της παρενόχλησης -σεξουαλικής και μη- των επιθέσεων και των διακρίσεων.

Πιο συγκεκριμένα, όπως έγινε γνωστό, όταν υποβάλλεται καταγγελία για έναν/μία βουλευτή, ένας Επίτροπος θα κρίνει αρχικά την υπόθεση και στη συνέχεια μια τριμελής Επιτροπή θα καλείται να εξετάζει την κατηγορία.

Εάν μια καταγγελία δεν κριθεί αρκετά σοβαρή (does not reach the threshold), τα εμπλεκόμενα σε αυτή μέρη μπορούν να παραπεμφθούν στην Κοινοβουλευτική Υπηρεσία Υποστήριξης (Parliamentary Workplace Support Service – PWSS).

Εάν ωστόσο προχωρήσει η έρευνα, και τα δύο μέρη θα έχουν δικαίωμα τοποθέτησης και απάντησης σε σχέση με την καταγγελία.

Η όλη διαδικασία θα είναι εμπιστευτική και οποιαδήποτε δημοσιοποίηση πληροφοριών θα υπόκειται σε έλεγχο περί δημοσίου συμφέροντος (public interest test – αν θα πρέπει δηλαδή να δοθεί στη δημοσιότητα καθώς συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος ή όχι).

Εάν η IPSC συστήσει κάποια κύρωση σε βάρος ενός εκλεγμένου αντιπροσώπου, είναι πιθανό να δημοσιοποιηθεί.

Από εκεί και πέρα, εναπόκειται στους Επιτρόπους να αποφασίσουν αν και πότε θα επιβεβαιώσουν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες σχετικά με μια έρευνα.

Αξιοσημείωτο είναι, πως σύμφωνα με τις προτεινόμενες κυρώσεις, η πρόσβαση δημοσιογράφων (Press Gallery members) στο Κοινοβούλιο θα μπορούσε να περιοριστεί και να εκδοθούν συστάσεις προς τον εργοδότη τους (ΜΜΕ) για συγκεκριμένες ενέργειες εναντίον τους, αν και οι συστάσεις αυτές δε θα επιβάλλονται (wouldn’t be enforceable).

Ακόμα, ενώ τα μέρη που εμπλέκονται σε έρευνα της IPSC θα υπόκεινται σε ρήτρες εμπιστευτικότητας κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της, το καθεστώς δεν επεκτείνεται σε τρίτους. Έτσι, εάν ένας δημοσιογράφος ήταν αποδέκτης μίας… διαρροής και τη γνωστοποίησε, δε θα υπάρξουν κυρώσεις εναντίον του.

Επίσης, οι δημοσιογράφοι δε θα υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τα αιτήματα παροχής πληροφοριών εάν αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσε να αποκαλυφθεί μια εμπιστευτική πηγή.

Η γερουσιαστής Katy Gallagher, υπουργός για τις Γυναίκες, υπουργός Οικονομίας και υπουργός Δημόσιων Υπηρεσιών, επισήμανε ότι η βελτίωση της κουλτούρας στο Κοινοβούλιο -η οποία έχει επικριθεί ουκ ολίγες φορές ως τοξική- αποτελεί διακομματική προσπάθεια.

«Η έκθεση ‘Set the Standard’ αποκάλυψε τα σοβαρά ζητήματα εκφοβισμού, σεξουαλικής παρενόχλησης και σεξουαλικής επίθεσης στους χώρους εργασίας των βουλευτών», είπε.

«Από τότε που γίναμε κυβέρνηση και σε συνεργασία με την Parliamentary Leadership Taskforce, δουλέψαμε πολύ για να δημιουργήσουμε τα ‘συστήματα’ ώστε ο κάθε ένας και η κάθε μία να μπορούν να προβάλλουν καταγγελίες στον χώρο εργασίας, και όταν οι καταγγελίες τεκμηριώνονται, τόσο το προσωπικό όσο και οι βουλευτές να λογοδοτούν για τη συμπεριφορά τους».

Η γερουσιαστής Gallagher δήλωσε ακόμα ότι η IPSC θα συντάσσει εκθέσεις προς την Επιτροπή Προνομίων και απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η διαδικασία αυτή θα λειτουργήσει ως μηχανισμός προστασίας.

«Συχνά τα μέλη (της Επιτροπής Προνομίων) είναι υψηλόβαθμα μέλη των αντίστοιχων πολιτικών κομμάτων. Ασχολούνται συνεχώς με δύσκολα θέματα και παραδοσιακά δε λειτουργούν καθόλου κομματικά», είπε.

«Πιστεύουμε ότι η Επιτροπή Προνομίων είναι το κατάλληλο μέρος ως ένα τόσο υψηλόβαθμο όργανο για να εξετάσει μια έκθεση από την IPSC και στη συνέχεια θα πρέπει να λάβει μια απόφαση σχετικά με την υπόθεση και να υποβάλει σχετική έκθεση στο Κοινοβούλιο».

«Μέσω διαφάνειας, της ανάγκης να υποβάλουν την έκθεση… θα είναι σαφές ότι έπρεπε να απαντήσουν στην έκθεση της IPSC».

Μιλώντας μαζί με μια ομάδα ανεξάρτητων βουλευτών που ζητούν να βελτιωθεί η εργασιακή κουλτούρα εν γένει, η βουλευτής της Warringah, Zali Steggall, τόνισε ότι τα καλύτερα πρότυπα μπορούν να διαμορφωθούν μόνο από την ηγεσία.

«Όλοι αυτοί οι βουλευτές παίρνουν το παράδειγμα από τους αρχηγούς τους. Είναι εκλεγμένοι επικεφαλής των κομμάτων τους, από τον David Littleproud (ηγέτη των Εθνικών), τον Peter Dutton (του Φιλελεύθερου Κόμματος), τον Anthony Albanese (του Εργατικού Κόμματος)».

«Η συμπεριφορά τους έχει σημασία, τα λόγια τους έχουν σημασία. Αυτό που κάνουν θέτει το πρότυπο για τους ακολούθους τους».

Ο γερουσιαστής των Εθνικών, Matt Canavan, από την πλευρά του, δήλωσε στην εκπομπή Today του Nine ότι οι εξουσίες αυτές θα «ενθάρρυναν ένα σωρό επιπόλαιες και επιζήμιες καταγγελίες» για να προσπαθήσουν κάποιοι να εξουδετερώσουν πολιτικούς αντιπάλους.

Τα σχέδια του Κώδικα Συμπεριφοράς εγκρίθηκαν επί της Αρχής το 2023 και θα υιοθετηθούν επίσημα μόλις «περάσει» το νομοσχέδιο.

Σύμφωνα δε με αυτό η IPSC θα έχει και τη δυνατότητα να διερευνήσει συμπεριφορές που θα μπορούσαν επίσης να συνιστούν εγκληματική συμπεριφορά.

Ωστόσο, εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι έχει διαπραχθεί σοβαρό αδίκημα, η Αστυνομία θα πρέπει να διερευνήσει επίσης την υπόθεση και οποιοδήποτε πόρισμα που θα εκδοθεί από την IPSC δε θα αποτελεί εύρημα ποινικής ενοχής (would not be a finding of criminal guilt).

Για τους ισχυρισμούς περί επίθεσης ή σεξουαλικής επίθεσης, η IPSC θα διερευνά μόνο εάν ο καταγγέλλων συμφωνεί σχετικά.

Η κυβέρνηση Albanese έχει δεσμεύσει 3,8 εκατ. δολάρια για την αρχική χρηματοδότηση ώστε να «ιδρυθεί» η IPSC από την 1η Οκτωβρίου 2024, με την επιφύλαξη της υπερψήφισης της νομοθεσίας.