Η «Μυστική Απογραφή» των Ελλήνων μεταναστών το 1916

Η ελληνική μετανάστευση αναγνωρίζεται σήμερα για τη συνεισφορά της στην Αυστραλία. Στις απαρχές της, όμως,οι Έλληνες αντιμετώπιζαν ρατσισμό από την κοινωνίακαι καχυποψία από τις αρχές. Η «Μυστική Απογραφή»του 1916 είναι χαρακτηριστική εκείνης της εποχής


Όταν ο Yianni Cartledge του Πανεπιστημίου Flinders, μελετούσε αρχεία της «Μυστικής Απογραφής» του 1916 για το διδακτορικό του, η έρευνά του δεν ήταν μόνο ακαδημαϊκής φύσης. Είχε και βαθιά προσωπικό χαρακτήρα.

Ο προ-προπάππος του υπήρξε ένας εκ των 2.398 καταγεγραμμένων Ελλήνων.

Τώρα ο Cartledge φέρνει ξανά στο φως αυτή την ιστορία με το επιστημονικό άρθρο που συνέγραψε με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Flinders, τον κυπριακής καταγωγής Andrekos Varnava.

Η οικογένεια Damianos γύρω στο 1925. (Δ-Α) Ο Vasilios Damianos, η γυναίκα του Asimena, με την κόρη τους Despina, και τα άλλα αδέλφια Diamantis και Spiros. Φωτογραφία: Supplied/Kyriaco Nikias

ΓΙΑΤΙ ΜΥΣΤΙΚΗ;

Ο διπλωμάτης και συγγραφέας Hugh Gilchrist, ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με τα αρχεία της Μυστικής Απογραφής που μέχρι τη δεκαετία του ’80 ήταν απόρρητα.

Αλλά πέρα από όσους είναι εξοικειωμένοι με τη γενική αναφορά που είχε κάνει σε βιβλίο του το 1997*, η ιστορία παραμένει για τους περισσότερους από μας άγνωστη.

Η «Μυστική Απογραφή», όπως την ονόμασε ο Gilchrist, υπήρξε μια συντονισμένη επιχείρηση από την Κοινοπολιτεία να καταμετρήσει τους Έλληνες κατοίκους σε κάθε Πολιτεία και Περιοχή της χώρας.

Δεν κατέγραφε όμως μόνο ονόματα, αλλά και προσωπικές πληροφορίες, όπως η ηλικία, το επάγγελμα, προηγούμενες καταδίκες και πληροφορίες για τα καταστήματα όσων είχαν επιχειρήσεις.

«Ελάχιστες μυστικές απογραφές έγιναν στην Αυστραλία κατά τη διάρκεια του πολέμου, σύμφωνα με τον Gilchrist και ήταν μία από αυτές», γράφουν οι Cartledge και Varnava.

Η γιαγιά της Sue Tronser, Vasilia (στο κέντρο) με τους γονείς της και τη μικρή Angela, μητέρα της Tronser, προτού φύγουν από τη Σμύρνη για Αυστραλία. Φωτογραφία: Supplied/Sue Tronser

Τον χρόνο της απογραφής, 1916, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν σε πλήρη εξέλιξη.

Ήταν κοινή πρακτική στην Αυστραλία να θέτουν υπό κράτηση υπηκόους και φίλα προσκείμενους στη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία.

Με άλλα λόγια, όποιας χώρας ήταν στο πλευρό των Δυνάμεων του Άξονα και ενάντια στους Συμμάχους, με τους οποίους συμπαρατασσόταν η Βρετανία.

Αλλά τους Έλληνες τους παρακολουθούσαν πιο εντατικά από ό,τι όλους μετανάστες, λέει ο Cartledge στον «Νέο Κόσμο».

«Και άλλες εθνικότητες βίωσαν προκατάληψη και παρακολουθούνταν στην Αυστραλία, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες για παράδειγμα, εννοείται τέθηκαν υπό κράτηση.

«Αλλά δεν υπήρχε αυτό με την κρυφή παρακολούθηση όπως με τους Έλληνες».

Πίνακες με τους αριθμούς των Ελλήνων Αυστραλίας, σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του 1911. Πηγή: Yianni Cartledge & Andrekos Varnava (2024): Making and Monitoring a ‘Suspect Community’: Australian Attacks on Greeks and the ‘Secret Census’ in 1916, Australian Historical Studies.

Ήταν επίσης η μόνη κοινότητα που υπήρξε αντικείμενο απογραφής στο σύνολό της. Όχι μόνο οι ενήλικοι άνδρες.

«Κατέγραφαν ακόμη και ηλικιωμένους, παιδιά και γυναίκες».

Ο Κωνσταντίνος Α᾽, βασιλιάς τότε της Ελλάδας, ήταν φίλα προσκείμενος στη Γερμανία. Εκεί είχε βγάλει το Πανεπιστήμιο. Και ο Γουλιέλμος Β᾽, ο τελευταίος Γερμανός αυτοκράτορας, ήταν κουνιάδος του.

«Οπότε η Αυστραλία υπέθετε ότι η Ελλάδα θα έπαιρνε το μέρος της Γερμανίας. Και θα μετέφεραν τους Έλληνες σε στρατόπεδα αιχμαλώτων όποτε γινόταν αυτό», εξηγεί ο Cartledge.

Όμως δεν έγινε.

Η πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν υπέρ του Βενιζέλου, ο οποίος και τασσόταν φανερά με τους Συμμάχους, στο αντίπαλο στρατόπεδο από τις Δυνάμεις του Άξονα στον πόλεμο.

Το βιβλίο «Η Ζωή εν Αυστραλία» είχε τυπωθεί σε 10,000 αντίτυπα το 1916, πολλά εκ των οποίων στάλθηκαν σε Ελλάδα και ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Δρ Φίφη, «φαίνεται πως στόχος ήταν να πληροφορήσει κόσμο εκτός της χώρας για τις συνθήκες στην Αυστραλία, να πληροφορήσει την ελληνική κυβέρνηση για την πρόοδο του ελληνισμού εκεί, και παρότι γραμμένο στα ελληνικά, να πείσει και τις αυστραλιανές αρχές για τη νομιμοφροσύνη και τον προοδευτισμό των Ελλήνων». Collage: Neos Kosmos/Φωτογραφίες ευγενική παραχώρηση του Δρ Χρήστου Φίφη.

Το 1917, οι Σύμμαχοι βρήκαν ευκαιρία να διώξουν τον βασιλιά και να τοποθετήσουν τον Βενιζέλο πρωθυπουργό της Ελλάδας.

Αλλά πριν από αυτό, η Αυστραλία είχε ήδη ολοκληρώσει τη μυστική καταγραφή των «ύποπτων ξένων εχθρών».

Από τους συνολικά 2.398 Έλληνες κατοίκους που καταγράφηκαν, μόλις επτά βρέθηκαν να είναι «Γερμανόφιλοι» και μόνο δύο είχαν προηγούμενες ποινικές καταδίκες, και αυτές για τζόγο.

«Γεγονός αξιοσημείωτο, γιατί, ξέρετε, οι Έλληνες δεν ήταν ουσιαστικά μέρος του πολέμου, και όμως καταγράφηκαν με κάθε λεπτομέρεια, μέχρι και για την απόσταση που τους χώριζε από την πρωτεύουσα και όποιο μεταφορικό μέσο που διέθεταν», λέει ο Cartledge.

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ «ΕΛΛΗΝΑΣ» ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ;

Η αξία της μυστικής απογραφής είναι δεδομένη ιστορικά.

Όμως οι Cartledge και Varnava μιλάνε και για κάτι ακόμη αξίας: ότι ανατρέπει «ισχυρισμούς για τον αριθμό Ελλήνων της Αυστραλίας» της εποχής.

Η τελευταία επίσημη αυστραλιανή απογραφή είχε γίνει το 1911.

Και υπήρχε μεγάλη απόκλιση στον αριθμό Ελλήνων που καταγράφηκαν σε σχέση με τα στοιχεία της μυστικής απογραφής.

Επικαλούμενοι διαφορετικές πηγές, οι ερευνητές Cartledge και Varnava κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «η επίσημη απογραφή του 1916 ήταν ανακριβής».

«Ίσως οι Έλληνες που έφταναν και ´πηδούσαν απ᾽το πλοίο᾽ συνέβαλε στο ανακριβές νούμερο. Άλλος παράγοντας μπορεί να ήταν οι μετακινήσεις Ελλήνων εργατών ανά την Αυστραλία».

Όπως στην περίπτωση των Lucas και Vassilia Parselles, παππούδων της Sue Tronser από την πλευρά της μητέρας της.

Οι Parselles πέρασαν τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης στο Port Pirie της Νότιας Αυστραλίας, με τον Lucas να εργάζεται, όπως άλλοι Έλληνες, στα μεταλλουργεία.

«Διατηρούσε ένα καφέ εκεί για τους εργαζόμενους στα μεταλλωρυχεία. Όταν έφυγε από το Port Pirie, πήγε στην Αδελαΐδα και διηύθυνε μια ψαροταβέρνα, και μετά το 1920 ήρθαν στο Σίδνεϊ».

«Πιστεύω είναι ιστορία κοινή για πολλούς Έλληνες εκείνα τα χρόνια», λέει η Tronser στον «Νέο Κόσμο».

Η μυστική απογραφή του 1911 κατηγοριοποιούσε τους Έλληνες ανά θρησκεία και έξι τόπους γέννησης: Ελλάδα, Τουρκία, Αίγυπτο, Κύπρο, Κρήτη και Σάμο.

Την περίοδο που οι Αυστραλοί κατατάσσονταν στον στρατό για τον Α᾽ Παγκόσμιο, ο συνολικός πληθυσμός της χώρας ήταν περίπου τέσσερα εκατομμύρια. Εδώ, αποσπάσματα της μυστικής απογραφής από τη λίστα Ελλήνων της Βικτώριας. Πηγή: NAA: A385, 12

Όπως γράφουν οι Cartledge και Varnava, το γεγονός ότι η «Αυτόνομη Επικράτεια της Σάμου», όπως ήταν τότε γνωστό το νησί, θεωρούνταν Ασιατική εξαιτίας του πρώην Οθωμανικού στάτους της και εγγύτητας στην Τουρκίας, «ήταν απόδειξη της ευρείας γκάμας σε ελληνικές ‘εθνικότητες᾽».

«Φαίνεται πως ‘Έλληνες᾽ θεωρούνταν όσοι μιλούσαν ελληνικά και ήταν Ορθόδοξοι, ανεξάρτητα από το αν είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα ή την Οθωμανική Αυτοκρατορία».

Ο Lucas Parselles, για παράδειγμα, είχε γεννηθεί στο ακριτικό νησί της βόρειας Ελλάδας, Σαμοθράκη, από όπου έφυγε μετά από μια οικογενειακή διένεξη και έγινε έμπορος στη Μέση Ανατολή προτού μεταναστεύσει στο Port Pirie.

«Η γιαγιά μου ήρθε από τη Σμύρνη και η μαμά μου γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ προτού φτάσει με τη γιαγιά μου ως νήπιο στο Port Pirie για να συναντήσει τον παππού μου», λέει η Tronser.

Οι παππούδες της είχαν καταγραφεί ως ξένοι στη μυστική απογραφή του 1916, παρότι ο παππούς της είχε αποκτήσει αυστραλιανή υπηκοότητα το 1913.

Κατά τη διάρκεια του Β᾽ Παγκοσμίου Πολέμου, η ρετσινιά του γερμανόφιλου θα καταδίωκε και πάλι την οικογένεια στην Αυστραλία. Αυτή την φορά, ήταν ο πατέρας της Tronser, Γερμανός υπήκοος που στάλθηκε από τις αρχές σε στρατόπεδο.

«Η μητέρα μου, τραγουδίστρια κλασικής μουσικής, δούλευε στο Λονδίνο στις αρχές του ᾽30 και ο πατέρας μου ήταν εκεί επίσης. Παντρεύτηκαν το 1936, γύρισαν πίσω στην Αυστραλία το 1938 και μετά ξέσπασε ο πόλεμος, οπότε τον συνέλαβαν ως ξένο αιχμάλωτο επειδή δεν είχε γίνει ακόμη υπήκοος Αυστραλίας».

Τα ονόματα των παππούδων της Sue Tronser (Lucas και Vasilia Parselles) βρέθηκαν στις λίστες της μυστικής απογραφής. Εδώ, η μητέρα της Sue Tronser και τα πέντε της αδέλφια, που όλα με εξαίρεση ένα γεννήθηκαν στο Port Pirie. Φωτογραφία: Supplied/Sue Tronser

Το βιβλίο του Gilchrist έχει μελετήσει και ο Δρ Χρήστος Ν. Φίφης, Επίτιμος Ερευνητής στο Πανεπιστήμιο La Trobe.

Η μυστική απογραφή, υποστηρίζει, καθιστά το 1916 χρονιά-σταθμό για ό,τι γνωρίζουμε σχετικά με το ιστορικό της ελληνοαυστραλιανής μετανάστευσης.

Όχι από μόνη της ωστόσο.

Ένα βιβλίο με τον τίτλο «Η Ζωή εν Αυστραλία» εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο, με χρηματοδότηση από τον Ελληνοαυστραλό μεγαλοεπιχειρηματία του Σίδνεϊ John D. Comino.

Αλλά έλεγε μια διαφορετική ιστορία για τους Έλληνες της Αυστραλίας από αυτήν που παρουσιάζει η μυστική απογραφή.

«Είναι γραμμένο από την οπτική της μεσαίας τάξης, προβάλλει πετυχημένους επιχειρηματίες, και πάνω-κάτω τους ίδιους που ήταν σε ηγετικές θέσεις στην ελληνική κοινότητα εκείνη την εποχή», εξηγεί ο Φίφης.

Ο Δρ Χρήστος Φίφης. Φωτογραφία: Supplied

Ενώ τα στοιχεία της απογραφής συμπληρώνουν το κομμάτι του παζλ που έλειπε: την ιστορία της ελληνικής εργατικής τάξης.

«Αυτοί που καταγράφηκαν στην απογραφή ήταν εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις που συχνά τύγχαναν εκμετάλλευσης από τους εργοδότες. Τους πλήρωναν πενιχρά, δούλευαν ατελείωτες ώρες και δεν είχαν και πολλές επιλογές, γιατί οι δουλειές εργοστασίου ήταν μόνο για Αυστραλούς».

Οι συγγραφείς του «Η Ζωή εν Αυστραλία» είχαν επίσης παραλείψει οποιεσδήποτε αναφορές στις αντιμεταναστευτικές διαδηλώσεις και επιθέσεις με στόχους μαγαζιά Ελλήνων στο Μπρίσμπαν και το Σίδνεϊ το 1915, στο Περθ και το Kalgoorlie το 1916.

«Δεν μιλούσαν καν για ταξικές διαφορές ή τις σκληρές συνθήκες εργασίας Ελλήνων εργατών σε επιχειρήσεις».

Για τη ζωή των Ελλήνων εργατών της εποχής μαθαίνουμε και από την επιστολή ενός 22χρονου φοιτητή ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ.

(Δ-Α) Οι γονείς της Sue Tronser, Angela και Hans Tronser, οι αδελφές της Angela, Artemis και Thespina, οι παππούδες Vasilia και Lucas Parselles, και στη μπροστινή σειρά η Sue Tronser ως παιδί ανάμεσα στις θείες της Chrysanthe και Ilianthe. Γύρω στο 1946. Φώτο: Supplied/Sue Tronser

«Ο Gilchrist κάνει αναφορά στον George Takhmintzis που τον Απρίλιο του 1916 έγραψε γράμμα στον τότε βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνο, εξιστορώντας τις τραγικές συνθήκες εργαζομένων σε ελληνικά μαγαζιά στο Σίδνεϊ», λέει ο Φίφης.

«Ο ελληνικός πληθυσμός εδώ, γράφει ο Takhmintzis μπορεί να χωριστεί σε τρία γκρουπ: την εργατική τάξη, τους πλούσιους και αυτούς που διοικούν. Οι εργάτες, άτυχοι άνθρωποι, είναι καταδικασμένοι από τη μοίρα, εξαναγκαζόμενοι από τις άλλες δύο τάξεις να δουλεύουν πολλές ώρες καθημερινά με σκληρή εργασία, για χαμηλούς μισθούς, χειρότερα και από τους είλωτες της Σπάρτης. Και εξαιτίας αυτού του υπερβολικού φόρτου εργασίας, συχνά αρρωσταίνουν».

Το γράμμα έμεινε αναπάντητο από τον βασιλιά, αλλά επιβίωσε ως ιστορικό έγγραφο με στοιχεία για την πραγματικότητα που βίωναν πολλοί από τους πρώτους Έλληνες μετανάστες της Αυστραλίας.

Αλληλογραφία του Hugh Gilchrist που αναφέρεται στη μυστική απογραφή. Φωτογραφία: Supplied/Yianni Cartledge

ΟΙ «ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ ΞΕΝΟΙ» ΠΟΥ ΕΓΙΝΑΝ «ΠΡΟΤΥΠΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ»

Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, τα αρχεία της μυστικής απογραφής παρέμειναν απόρρητα.

«Οι γενιές μας τα τελευταία 30 με 40 χρόνια είναι που έλαβαν οποιαδήποτε γνώση γι᾽αυτά», λέει ο Cartledge.

Ακόμη και μετά τη δημοσιοποίησή τους από τον Gilchrist, «παραμένει μια αρκετά άγνωστη ιστορία μέχρι σήμερα».

Ο Kyriaco Nikias, Αυστραλός ιστορικός νομικών θεμάτων που εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης ως διδακτορικός ερευνητής, πρωτοέμαθε για τη μυστική απογραφή το 2016, από τον επετειακό τόμο που συνέγραψε ο Γιώργος Παξινός με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Φιλανθρωπικής Ένωσης Ιθακησίων.

Οι Vasilia και Lucas Parselles, παππούδες της Sue Tronser, την ημέρα του γάμου τους. Ο Lucas έφτασε στην Αυστραλία το 1912, με τη σύζυγό του και το μωρό τους, τη μητέρα της Tronser, να ακολουθούν δύο χρόνια αργότερα. Φωτογραφία: Supplied/Sue Tronser

«Μέλη και από τις δύο πλευρές της οικογένειάς μου βρίσκονται στη λίστα ονομάτων της μυστικής απογραφής του 1916», λέει ο Nikias στον «Νέο Κόσμο».

Κατόπιν, επικοινώνησε με τον Cartledge που τον βοήθησε με την πρόσβαση και ερμηνεία των εγγράφων. Ο Nikias με τη σειρά του, βοήθησε τον Cartledge να αναγνωρίσει ονόματα Ιθακησίων στη λίστα απογραφής της Νότιας Αυστραλίας, συμπεριλαμβανομένης της πλευράς της γιαγιάς της μητέρας του.

«Ήταν η οικογένεια Morris, η αγγλική εκδοχή του Moraitis που υιοθέτησαν από νωρίς».

Ο προπάππος του Nikias, Constantine Morris, ήρθε στην Αυστραλία με τη γυναίκα του Polymnia (Callinicos) και το μωρό τους Angelica, το 1928.

Τα ονόματα των αδελφών της Polymnia, Peter, Christopher και Nicholas, που μετανάστευσαν νωρίτερα, αναφέρονταν επίσης στην απογραφή του 1916.

Ο Κωνσταντίνος δούλευε για τους αδελφούς Callinicos προτού ανοίξει τη δική του επιχείρηση στην Αδελαΐδα.

Το πιστοποιητικό απόκτησης αυστραλιανής υπηκοότητας του Lucas Parselles. Φωτογραφία: Supplied/Sue Tronser

«Για να ανοίξει το μαγαζί, πήρε δάνειο από έναν άλλον Morris που ήταν καλύτερα εδραιωμένος, σε μετρητά και χωρίς συμβόλαιο, μια συμφωνία βασισμένη στην εμπιστοσύνη.

«Με κάποιο τρόπο όλοι συνδέονταν είτε μέσω συγγένειας είτε μέσω γάμου. Το μοτίβο μετανάστευσης ήταν το ίδιο: έρχονταν ένας-δύο ‘πρωτοπόροι᾽, εδραιώνονταν, μετά άλλοι ακολουθούσαν, συνήθως νέοι άνδρες, που αρχικά δούλευαν σε επιχειρήσεις συγγενών τους, συχνά κακοπληρωμένοι ή τους εκμεταλλεύονταν, προτού να στήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις όταν μπορούσαν».

Από την πλευρά της γιαγιάς του πατέρα του, η οικογένεια Damianos, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και άλλα μέρη της Μικράς Ασίας, επίσης καταγράφηκαν στην απογραφή.

«Ο προπάππος του πατέρα μου Spiros Damianos (ή Hadjidamianos), και οι μικρότεροι αδελφοί του, Diamantis και Vasilios ήταν επίσης στη λίστα κατοίκων του Port Pirie, όπου βρήκαν την πρώτη τους δουλειά στα μεταλλωρυχεία».

«Αρχικά εργάστηκαν ως εργάτες και μετά μέχρι τη δεκαετία του ᾽20 είχαν ανοίξει επιχειρήσεις. Διηύθυναν καφετέριες και ένα ‘oyster saloon’ στην Port Augusta. Όπως πολλοί άλλοι, έβγαζαν χρήματα δουλεύοντας στην Αυστραλία και έστελναν χρήματα στην οικογένεια που είχε μείνει πίσω, ενώ τους επισκέπτονταν κάθε μερικά χρόνια».

Η μυστική απογραφή του 1916 δεν ήταν απλώς ένα «προληπτικό μέτρο πολεμικής περιόδου», γράφουν οι Cartledge και Varnava.

«Η παρακολούθηση των Ελλήνων βασιζόταν σε μακρά ιστορία ρατσιστικής εχθρικότητας απέναντί τους, με αποκορύφωμα τις επιθέσεις σε Έλληνες πριν και μετά την απογραφή.

«Επιθέσεις που πήγαζαν από κατηγορίες απιστίας σε περίοδο πολέμου, αλλά και μια γενικότερη εχθρικότητα απέναντι στους ´καταραμένους ξένους´».

«Όλοι οι Γερμανοί στάλθηκαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων στον πόλεμο. Αυτό ήταν κοινή γνώση. Η μαμά μου τραγουδούσε για τα προς το ζην, οπότε ζούσε στη Μελβούρνη για λίγο μαζί μου και μετά ήρθε στο Σύδνεϋ για δουλειά. Αλλά ήταν τόσο δύσκολο με τις νυχτερινές της εμφανίσεις, οπότε έζησα με τους παππούδες μου για έναν χρόνο». Εδώ, οι Lucas και Vasilia Parselles, λίγο μετά το τέλος του Β᾽ Παγκοσμίου. Φωτογραία: Supplied/Sue Tronser

Δεν ήταν όλοι οι Έλληνες αντικείμενο επιθέσεων ή καταγραφής στη μυστική απογραφή. Οι ταξικές διαφορές φαίνεται να έπαιζαν τον ρόλο τους κι εδώ.

«Υπήρχε μια ταξική διάσταση στην όλη δημιουργία της ταμπέλας της ‘ύποπτης κοινότητας’ για τους Έλληνες.

«Οι Έλληνες που είχαν ιδιοκτησία, κάποιοι μάλιστα όχι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, αφέθηκαν έξω από την απογραφή, σε έναν βαθμό λόγω της ‘αφομοίωσής’ τους σε αγροτικές κοινότητες της Αυστραλίας, και λόγω του ήταν πιο εύποροι και περνούσαν απαρατήρητοι συγκριτικά με εργάτες και Έλληνες μεσαίας τάξης (μικροεπιχειρηματίες)».

Εντόπισαν τουλάχιστον δύο οικογένειες γαιοκτημόνων με ελληνικές ρίζες στη Νότια Αυστραλία που δεν περιλαμβάνονταν στην απογραφή, τους Norths (Tramountanas) και τους Rallis, πιστούς της Καθολικής και της Αγγλικανικής Εκκλησίας αντίστοιχα, με χιλιάδες εκτάρια γης στην κατοχή τους.

«Δεν υπήρχαν τα ονόματα αυτών των οικογενειών στις λίστες επειδή δεν ήταν Ορθόδοξοι; Η μήπως αιτία της απουσίας ότι ήταν ιδιοκτήτες γης;».

«Ήταν λόγω του τόπου γέννησής τους; Ο Rallis ήταν γεννημένος στην Αγγλία, και τα παιδιά και εγγόνια των North στη Νότια Αυστραλία.

«Ήταν θέμα ρατσισμού, επειδή αυτές οι οικογένειες θεωρούνταν αφομοιωμένες στην αγγλοκελτική κουλτούρα;».

Αποσπάσματα της μυστικής απογραφής από τις λίστες Ελλήνων Νέας Νότιας Ουαλίας και Δυτικής Αυστραλίας. Πηγή: NAA: A385, 7 – A385, 13

Την ιστορική αλήθεια μάλλον δεν θα τη μάθουμε ποτέ.

Ανεξάρτητα πάντως, οι Cartledge and Varnava πιστεύουν ότι «προκαταλήψεις για την εθνικότητα και την εργασία τους» υπήρχαν για τους Έλληνες ήδη, και μάλιστα βαθιά ριζωμένες στην αυστραλιανή κοινωνία.

Στη διάρκεια του πολέμου προστέθηκε η πεποίθηση «ότι οι Έλληνες δεν ήταν πιστοί» οδηγώντας και στην απόφαση της Κοινοπολιτείας να ξεκινήσει τη μυστική παρακολούθηση.

Η απόκτηση αυστραλιανής υπηκοότητας ήταν μονόδρομος για όποιον Έλληνα πολίτη έψαχνε κοινωνική αποδοχή.

Βέβαια υπήρχε ένα πρόβλημα. Την περίοδο της μυστικής απογραφής, η αυστραλιανή κυβέρνηση απαγόρευε στους Έλληνες στρατεύσιμης ηλικίας να υποβάλλουν αίτηση.

Την ίδια στιγμή, οι αντίστοιχοι Ιταλοί, υπήκοοι μιας θεωρούμενης ως ‘εχθρικής χώρας᾽ δεν θα έχαναν το δικαίωμα στην υπηκοότητα μέχρι το 1917.

Ο Kyriaco Nikias. Φωτογραφία: Supplied

Κάθε ιστορικός θα συμφωνούσε πως η χρονική περίοδος έχει τη μεγαλύτερη σημασία για να ερμηνεύσεις γεγονότα πολέμου’Oπως και στην περίπτωση της παρακολούθησης Ελλήνων ως «ύποπτης κοινότητας».

«Τους Έλληνες που ζούσαν τότε στην Αυστραλία τους αντιλαμβάνονταν ως πιθανή απειλή για τα συμφέροντα Αυστραλίας και Αγγλίας εξαιτίας της εξωτερικής πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης», εξηγεί ο Nikias.

Αλλά όταν αγνοούμε την ιστορία, είμαστε καταδικασμένοι να την επαναλάβουμε, είτε είμαστε έτοιμοι να το αναγνωρίσουμε είτε όχι.

«Η μυστική απογραφή θα έπρεπε να είναι υπενθύμιση για την ευαλωτότητα μεταναστευτικών κοινοτήτων στα αφηγήματα που άλλους τους θέλουν μέρος της κοινωνίας και άλλους αποκλεισμένους», λέει ο Nikias.

Τα παραδείγματα δεν λείπουν και από τη σύγχρονη Αυστραλία, προσθέτει.

«Αργότερα, ενώ οι Έλληνες και οι Ιταλοί και άλλοι προβάλλονταν ως πρότυπα μεταναστών, άλλες ομάδες απομονώθηκαν ως αυτοί που δεν ανήκουν, δεν ενσωματώνονται, δεν είναι αξιόπιστοι.

Ο Ιωάννης (John) Γρόνθος, προ-προπάππος του Cartledge είχε καταγραφεί στη μυστική απογραφή. . Φωτογραφία: Supplied/Yianni Cartledge

«Οι συνθήκες είναι διαφορετικές αλλά ο βασικός κανόνας παραμένει: κάποιοι είναι μέρος της κοινωνίας και κάποιοι μένουν στην απ᾽έξω».

* Gilchrist Hugh. Australians and Greeks. Halstead Press, NSW, Sydney, 1997

Το άρθρο των Yianni Cartledge & Andrekos Varnava ‘Making and Monitoring a ‘Suspect Community’: Australian Attacks on Greeks and the ‘Secret Census’ in 1916′ δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό ‘Australian Historical Studies’ το 2024. Είναι ελεύθερα διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/1031461X.2023.2293837

O Yianni Cartledge, λέκτορας στο Τμήμα Ανθρωπ. και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Flinders. Φωτογραφία: Supplied