Συμπληρώθηκαν 195 χρόνια πλέον από τότε που, σύμφωνα τουλάχιστον με τα επίσημα αρχεία του αυστραλιανού κράτους, πάτησαν το πόδι τους για πρώτη φορά Έλληνες στην Αυστραλία, ενώ ορισμένες αναφορές ανεβάζουν τα έτη σε πάνω από 200.
Τα αρχεία, υπενθυμίζεται, αναφέρουν ήταν 27 Αυγούστου 1829 όταν έφτασαν στο Σίδνεϊ ως βαρυποινίτες, 7 Έλληνες ναυτικοί που εξορίστηκαν μόνιμα εδώ από τις βρετανικές Αρχές.
Γλίτωσαν έτσι τα χειρότερα, δηλαδή την εκτέλεση, καθώς είχαν καταδικασθεί για πειρατεία από τους Άγγλους.
Τα ονόματά τους, όπως έχει αναφέρει και στο παρελθόν ο «Νέος Κόσμος»: Γεώργιος Βασιλάκης, Γκίκας Βούλγαρης, Γεώργιος Λαρίτσος, Αντώνης Μανώλης, Δαμιανός Νίνης, Νικόλαος Παπανδρέας (αναφέρεται και ως Παπανδρέου) και Κωνσταντίνος Στρομπόλης.
Ο κ. Κώστας Μάρκος πάντως, προ λίγων ετών, επικαλούμενος ιστορικά ντοκουμέντα από εφημερίδες της εποχής, ανέφερε ότι ο πρώτος Έλληνας πάτησε το πόδι του στην Αυστραλία το 1811.
Λεγόταν Γεώργιος Μανουήλ ή Εμμανουήλ. Απεβίωσε το 1878 σε ηλικία 101 ετών. Ο ίδιος έλεγε πως πολέμησε υπό τις διαταγές του Λόρδου Νέλσον στη ναυμαχία του Νείλου (1 και 2 Αυγούστου 1798).
Σύμφωνα δε με την προφορική παράδοση, ο πρώτος Έλληνας που έφθασε στην Αυστραλία, ήταν ο Υδραίος Καπετάνιος Δαμιανός Γκίκας, που συνελήφθη άδικα για πειρατεία και καταδικάστηκε σε εξορία στο Σίδνεϊ (1802).
Η ιστορία αυτή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με σιγουριά, αφού δεν έχει βρεθεί -ακόμη τουλάχιστον- τίποτε σχετικό στα αρχεία της Αυστραλίας ή της Ελλάδας.
Αναφέρεται επίσης, ότι το 1814, ο Έλληνας Γιώργος Παππάς, βρέθηκε στην Αυστραλία ως μέλος βρετανικού πληρώματος εποικισμού.
Παντρεύτηκε μια Αυτόχθονα Αυστραλή (Αβορίγινα), εγκατέλειψε το πλοίο του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Σίδνεϊ.
Αυστραλιανές εφημερίδες του 1900, αναφέρουν ότι υπήρχαν και άλλοι Έλληνες που φέρεται ότι έφτασαν στην Αυστραλία μεταξύ των ετών 1803 και του 1820.
Όλες οι άλλες πηγές, συγκλίνουν στο ότι οι πρώτοι Έλληνες που πάτησαν το πόδι τους στην Αυστραλία, ήταν 7 ναυτικοί, που είχαν καταδικαστεί σε εξορία.
ΟΙ 7 ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΑΥΤΙΚΟΙ
Ο αείμνηστος καθηγητής και ιστορικός, Μιχάλης Τσούνης (από την Αδελαϊδα), είχε γράψει στο «Νέο Κόσμο» ότι οι 7 Έλληνες ναυτικοί που εξορίστηκαν στην Αυστραλία το 1829, δεν ήταν «πειρατές», αλλά «πατριώτες» που εμπόδιζαν τους Βρετανούς να προμηθεύουν τους Οθωμανούς με όπλα.
Το 1827, όταν συνελήφθησαν οι 7 αυτοί ναυτικοί στη Μεσόγειο συνεχιζόταν ο αγώνας των Ελλήνων κατά του Οθωμανικού ζυγού.
Σύμφωνα με τα αυστραλιανά αρχεία, οι Έλληνες που στάλθηκαν εξόριστοι το 1829 στην Αυστραλία ήταν το πλήρωμα της σκούνας «Ηρακλής», με πλοίαρχο τον Αθηναίο, Αντώνη Μανώλη, και 6 νεαρούς ναυτικούς από την Ύδρα:
Τους Δαμιανό Νίνη, Γκίκα Βούλγαρη, Γεώργιο Βασιλάκη, Κωνσταντίνο Στρόμπολη, Γεώργιο Λαρίτσο και Νικόλαο Παπανδρέα.
Είχαν «κουρσέψει» το βρετανικό εμπορικό μπρίκι «Άλκηστη», χωρίς να πειράξουν τους Βρετανούς ναυτικούς, στις 29 Ιουλίου 1827 έξω από τη Μάλτα.
Η λεία τους δεν ήταν πολύτιμη, καθώς πήραν μόνο κάποια είδη πρώτης ανάγκης, θειάφι, σκοινιά, σκεύη και… πιπέρι.
Δύο μέρες αργότερα, τους έπιασε βρετανικό πλοίο το οποίο εκτελούσε περιπολίες στα νότια της Κρήτης, οδηγώντας τους στη Μάλτα όπου και καταδικάστηκαν.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει και ο ιστορικός ερευνητής της παροικίας μας, Δρ Χρήστος Φίφης σε σχετικό κεφάλαιο του βιβλίο του «Από τους καθ΄ημάς Αντίποδες – Όψεις της Ιστορίας της Ελληνοαυστραλιανής Παροικίας», η άφιξη των επτά Ελλήνων ναυτικών βαρυποινιτών στο Σίδνεϊ, στις 27 Αυγούστου του 1829, είναι η πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη ελληνική παρουσία στην Αυστραλία.
Όσον αφορά τις ιστορίες για κάποιες προγενέστερες παρουσίες, ο ιστορικός αναφέρει ότι παραμένουν ατεκμηρίωτες και επικαλείται την παρατήρηση του Hugh Gilchrist, σύμφωνα με την οποία οι ιστορίες αυτές «καλύπτονται από ομιχλώδεις φήμες και μύθους».
Μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, το 1834, η νομιμότητα της δίκης των Ελλήνων ναυτικών και το μέγεθος της ποινής αμφισβητήθηκαν από την Ελλάδα και με τις παροτρύνσεις των συγγενών ξεκίνησαν οι προσπάθειες επαναπατρισμού τους, μέσω της διπλωματικής οδού.
Μετά από παραστάσεις του Έλληνα πρεσβευτή στην Αγγλία, Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος είχε αναλάβει την υπόθεση προσωπικά, το 1836 τους χορηγήθηκε αμνηστία από το βρετανικό κράτος και η άδεια να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε μόνο να καταβάλει το – αρκετά μεγάλο για την εποχή – ποσό των 4.921 δραχμών για την κάλυψη των εξόδων μεταφοράς τους.
Από τους επτά, οι πέντε επέλεξαν να επιστρέψουν. Ο πρώην πλοίαρχος του πληρώματος, Αντώνης Μανώλης, αποφάσισε να μείνει μόνιμα στο Σίδνεϊ και το 1854, σε ηλικία 50 ετών, έγινε ο πρώτος Αυστραλός υπήκοος, ελληνικής καταγωγής.
Εργάστηκε εκεί ως κηπουρός και πέθανε σε ηλικία 76 ετών, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1880, στο Picton.
Την ίδια επιλογή έκανε και ο Γκίκας Βούλγαρης και δεν του βγήκε καθόλου σε κακό. Απέκτησε περιουσία και το 1861 έγινε Αυστραλός υπήκοος και άλλαξε το όνομά του σε Τζίγκερ.
Παντρεύτηκε μια νεαρή Ιρλανδή και απέκτησε 10 παιδιά και 52 εγγόνια. Οι απόγονοί του φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.
ΤΑ 127 ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗΣ
Αυτές τις μέρες είχε τα γενέθλια της και η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης.
Συγκεκριμένα, πριν από 127 χρόνια, 57 Έλληνες που ζούσαν στη Μελβούρνη, αποφάσισαν να ιδρύσουν την Ελληνική Κοινότητα.
Τότε, δεν μπορούσαν καν να φανταστούν ότι ο οργανισμός αυτός θα εξελισσόταν στον ιστορικότερο και μαζικότερο ομογενειακό οργανισμό της Αυστραλίας με τον εντυπωσιακό πύργο του που δεσπόζει στο CBD.
Η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης ιδρύθηκε το 1897 και είναι γηραιότερη από την Αυστραλιανή Κοινοπολιτεία.
H ιδρυτική συνέλευση της Κοινότητας αποφασίστηκε στις 22 Αυγούστου 1897.