Ο Κωνσταντίνος Στεφάνου (Constantine Stefanou) είναι ένας πολυδιάστατος καλλιτέχνης ήχου, μουσικός, διοργανωτής καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και επιστήμονας με έδρα την Αδελαΐδα.
Για ένα διάστημα, η κύρια ενασχόλησή του ήταν η μουσική, με εμφανίσεις, ηχογραφήσεις και περιοδείες στην Αυστραλία, τη Νοτιοανατολική Ασία και τη Νότια Κορέα.
Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Αδελαΐδας στον τομέα της Οικολογίας και της Περιφερειακής Επιστήμης και εκπονεί πτυχιακή εργασία στο Flinders University. Το 2021 ξεκίνησε την πρωτοβουλία «MUD: Improvisation and Extended Domains (ΛΑΣΠΗ: Αυτοσχεδιασμός και Εκτεταμένοι Τομείς)».
Η MUD είναι μια καλλιτεχνική πρωτοβουλία που υποστηρίζει μορφές καλλιτεχνικής πρακτικής πολλαπλών ειδικοτήτων, καλύπτοντας συμβατικούς και μη συμβατικούς τομείς. Συμβάλλει στα πολιτιστικά και οικολογικά συστήματα μέσα από πειραματικά, αναγεννητικά και ενδυναμωτικά έργα.
Αλλά πριν από την MUD, ο Στεφάνου είχε επίσης ασχοληθεί με τη γη.

ΕΠΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
Σαράντα πέντε λεπτά έξω από το κέντρο της Μελβούρνης, η οικογένεια του Στεφάνου έχει μια φάρμα, όπου και μεγάλωσε.
«Κάπου γύρω στο 2016 αποφάσισα να ασχοληθώ με τη γεωργία και για μερικά χρόνια καλλιεργούσα σκόρδα, τα οποία και πουλούσα», λέει στον «Νέο Κόσμο».
«Αυτό με οδήγησε στο να σπουδάσω Γεωργία και μετακόμισα στην Αδελαΐδα για σπουδές στην Οικολογία. Καθώς μεγάλωνα, κανείς δεν καλλιεργούσε την έκταση στην οποία μέναμε, αλλά τη δεκαετία του ’60 και του ’70 η αγροτική δραστηριότητα ήταν έντονη».
Η καλλιέργεια της γης σταμάτησε όταν ο παππούς του πέθανε τραγικά στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μετά από ένα δυστύχημα, όταν ένα τρακτέρ αναποδογύρισε και τον καταπλάκωσε.
«Ήταν ένα φρικτό, τρομακτικό γεγονός που είχε πραγματικά μεγάλο αντίκτυπο στην οικογένεια και, φυσικά, στον τρόπο λειτουργίας της φάρμας, καθώς ξαφνικά η γιαγιά μου έμεινε μόνη της με τρία παιδιά. Τη μητέρα μου, τη θεία μου και τον θείο μου, που εκείνη έπρεπε να μεγαλώσει. Έπρεπε να ξεπληρώσει τα χρέη. Ήταν μια γυναίκα -1.58 μέτρα ύψος, χωρίς καμία εκπαίδευση- που πήρε εντελώς τον έλεγχο και χάραξε το δρόμο της στον κόσμο».
«Πιστεύω ότι εκείνη με έχει εμπνεύσει κατά κάποιο τρόπο, να πιστεύω ότι μπορούμε να καταφέρουμε οτιδήποτε».

ΜΙΑ ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΠΟΥ ΑΝΤΑΜΕΙΒΕΙ
Από εκείνο το σημείο και έπειτα, ο Στεφάνου ένιωσε την ανάγκη να συνδυάσει τα πάθη του—τη μουσική, τη γεωργία, την τέχνη—με αυτό που θεωρεί ότι είναι η υποχρέωσή του απέναντι στον κόσμο: την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, την κλιματική δικαιοσύνη και την οικονομική και οικολογική δικαιοσύνη.
Συμμετείχε στο κίνημα Occupy στη Μελβούρνη στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Η δουλειά του με την MUD και οι επιστημονικές του σπουδές συνέκλιναν, και τώρα μέσα από την πτυχιακή του εργασία εξετάζει πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα αναγεννητικό και βιώσιμο σύστημα παραγωγής τροφίμων, όπου η καλλιέργεια τροφής αντιμετωπίζεται ως καλλιτεχνική πρακτική.
Ο Στεφάνου αναφέρει ότι η MUD, μέσω της οποίας διοργανώνει εκδηλώσεις, πάρτι, προγράμματα και άλλες δραστηριότητες για την προβολή καλλιτεχνών, του προσφέρει τεράστια ικανοποίηση.
«Ζώντας στην Αδελαΐδα, σε μια μικρότερη πόλη, νιώθω ότι οι άνθρωποι είναι πιο άνετοι με τον πειραματισμό—την αφέλεια και την αθωότητα της δημιουργικότητας».
«Σε μεγαλύτερες πόλεις όπως η Μελβούρνη ή το Σίδνεϊ, υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι πρέπει να έχεις κάτι ολοκληρωμένο και άψογο. Ένα από τα πράγματα που προσπαθεί να κάνει η MUD είναι να δείξει σε πολλούς ανερχόμενους καλλιτέχνες ότι δεν χρειάζεται να πάνε στη Μελβούρνη, το Σίδνεϊ ή στο εξωτερικό για να μπορέσουν να έχουν μια πραγματικά ικανοποιητική και πειραματική καλλιτεχνική πρακτική».

ΜΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πέρυσι, ο Στεφάνου πέρασε οκτώ μήνες στην Ευρώπη, εκ των οποίων τέσσερις στην Ελλάδα, με βάση κυρίως την Αθήνα. Εκεί, είχε την ευκαιρία να επανασυνδεθεί με την οικογένεια του —ο παππούς της μητέρας του ήταν Πόντιος, και η γιαγιά της από την Κοζάνη, ενώ από την πλευρά του πατέρα του έχει καταγωγή από τα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα.
«Συνδεθήκαμε με τη γλώσσα, με τις πολιτικές δυσκολίες που υπάρχουν στην Ελλάδα. Ήταν πραγματικά μια εμπειρία που μου άνοιξε τα μάτια. Ήταν η πρώτη φορά που επέστρεψα από το 2015», λέει.
Ένα από τα ενδιαφέροντα πράγματα που παρατήρησε ήταν η έλλειψη κοινοτικών κήπων.
«Υπάρχουν πολλά άδεια οικόπεδα στην Αθήνα και σκεφτόμουν, ‘γιατί δεν υπάρχουν περισσότεροι κοινοτικοί κήποι;’»
«Νομίζω ότι αν επέστρεφα, θα προσπαθούσα να κάνω κάποια δουλειά σε αυτόν τον τομέα».
Ωστόσο, γνωρίζει ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που ασχολούνται με την αναγεννητική γεωργία.

«Ένα από τα προβλήματα στην Ελλάδα είναι ότι ο τουρισμός κυριαρχεί τόσο πολύ, που κάθε είδους επένδυση ή χρηματοδότηση συχνά γίνεται μέσα από το πρίσμα του τουρισμού».
«Υπάρχουν πολλές επενδύσεις που έρχονται από το εξωτερικό σε αυτούς τους τομείς, και νομίζω ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει στο να μην υπολογίζονται οι φωνές των ντόπιων, και στο να γίνεται απλώς μια αναπαραγωγή των βόρειο-ευρωπαϊκών αξιών που εισέρχονται στην Ελλάδα».
Έτσι, αναρωτιέται και προβληματίζεται για το πώς θα έμοιαζε η Ελλάδα αν δεν επικεντρωνόταν στον τουρισμό.
Ρώτησε κάποιους συγγενείς, αλλά κανείς δεν είχε πραγματικές απαντήσεις για το τι θα συμβεί μετά τον τουρισμό ή αν υπάρχει καν «μετά τον τουρισμό».
Έθεσε επίσης το θέμα των προσφύγων λόγω της κλιματικής αλλαγής, και του «brain drain», δηλαδή των μορφωμένων ανθρώπων που έφυγαν από την Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης.
«Οι περισσότερες απαντήσεις που πήρα από τους ανθρώπους ήταν ‘σήμερα είμαστε καλά, και αυτό είναι υπέροχο. Θα δούμε πώς θα είναι το αύριο’ και αυτό ήταν όλο».
«Υπάρχει κάτι γοητευτικό και ευγενές σε αυτή την προσέγγιση, αλλά υπάρχει επίσης κάτι τρομακτικό αν οι άνθρωποι δεν νιώθουν ότι μπορούν καν να φανταστούν ή ότι τους επιτρέπεται να φανταστούν μια διαφορετική εκδοχή της Ελλάδας».