Στο τραπέζι του σαλονιού, στο σπίτι του στο Albert Park στη Μελβούρνη, ο Βαγγέλης Αλεξίου έχει απλώσει τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τα νιάτα του.
Μεταξύ τους βρίσκεται και το μοναδικό στιγμιότυπο των γονιών του, που ο ίδιος τράβηξε, έφηβος ακόμα, λίγα χρόνια πριν πάρει το δρόμο για την Αυστραλία.
Στην θολή φωτογραφία παρακάτω, οι γονείς του, Νικόλαος και Αγγελική, στέκονται περήφανοι, αλλά τα πρόσωπά τους μαρτυρούν τον πόνο, την αγωνία και τις κακουχίες που πέρασαν.

Στις σελίδες του «Νέου Κόσμου» καταγράφουμε συχνά τα βιώματα των Ελλήνων που μετανάστευσαν στην Αυστραλία—τη νοσταλγία για την πατρίδα τους, τις δυσκολίες και τα εμπόδια που ξεπέρασαν για να χτίσουν μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Ωστόσο, σπάνια ακούμε για τις ζωές των γονιών που άφησαν πίσω.
Αυτοί οι γονείς, που έζησαν την πιο δραστήρια περίοδο της ζωής τους μέσα σε σκοτεινές εποχές -πόλεμο, κατοχή και εμφύλιο- έβλεπαν ένα-ένα τα παιδιά τους να ξενιτεύονται. Στην περίπτωση της Αυστραλίας, η ξενιτιά ήταν τόσο μακρινή, που οι περισσότεροι δεν πίστευαν ότι θα τα έβλεπαν ξανά.
Μέχρι τότε, γενεές μεγάλωναν και πέθαιναν στον ίδιο τόπο, η διαγενεακή σύνδεση δυνατή και σταθερή για αιώνες, οπότε η ξενιτιά φάνταζε σαν το τελευταίο αντίο. Και δεν ήταν μόνο ότι έβλεπαν τα παιδιά τους να φεύγουν. Ήταν ότι μαζί με την φυγή τους γκρεμιζόταν ο κόσμος τους όπως τον ήξεραν.

Κάπως έτσι, ο Νικόλας Αλεξίου, γεννημένος το 1910, στο Παλαιοχώρι Φθιώτιδας, ήλπιζε ότι ο μοναδικός του γιος, και ένα από τα τέσσερα παιδιά του που ξενιτεύτηκαν, κάποια στιγμή θα επέστρεφε. Έτσι του είχε υποσχεθεί άλλωστε, και ήταν ο λόγος που ο κ. Βαγγέλης, δεν αποφάσιζε να αγοράσει σπίτι στη Μελβούρνη όσο ζούσε ακόμα ο πατέρας του. Δεν ήθελε να γκρεμίσει αυτή την τελευταία ελπίδα που του έδινε παρηγοριά.
Άλλωστε από πολύ μικρός, ο Βαγγέλης ήταν το στήριγμα του. Το πρώτο παιδί και γιος σε χρόνια πολύ δύσκολα. Σ’ εκείνον θα πει ο γιατρός, όταν ήταν μόνο 5-6 χρονών, να δώσει το θλιβερό μήνυμα στον πατέρα του, ότι το μικρό αδερφάκι ήταν πολύ άρρωστο και θα πέθαινε.
Όταν ήρθαν οι αντάρτες και συγκέντρωσαν όλους τους άντρες του χωριού, στο Κρίκελλο Ευρυτανίας -στο χωριό της μάνας του όπου ζούσαν- ανάμεσά τους ήταν και ο πατέρας του, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την οικογένειά του και να φύγει για τα βουνά το 1947. Λίγο αργότερα, όταν δόθηκε εντολή να εκκενωθούν τα χωριά της Ευρυτανίας, ο μικρός Βαγγέλης… μεγάλωσε απότομα στα 8 του χρόνια, αναγκασμένος να βοηθήσει τη μάνα και τις αδερφές του να επιβιώσουν στον Γαλατά όπου κατέφυγαν.

«Ο πιο καταστροφικός πόλεμος είναι ο εμφύλιος γιατί ξέρουν ο ένας τον άλλον. Ξέρουν τις ρίζες του καθένα», μας λέει ο κ. Βαγγέλης καθώς διηγείται τη ζωή του πατέρα του.
«Ήταν ένας ήπιος άνθρωπος. Η ζωή του ήταν δύσκολη, τραγική, γεμάτη συγκρούσεις. Εκείνος μόνο ξέρει τι τράβηξε», λέει, και περιγράφει το πως πιάστηκε αιχμάλωτος, και βρέθηκε σε φυλακή στη Λαμία, απ’ όπου τα αδέρφια του βοήθησαν να αθωωθεί και να επιστρέψει στην οικογένειά του μετά από τρία σχεδόν χρόνια.
Πίσω στο πατρικό στο Κρίκελλο, σ’ ένα χωριό ερημωμένο, θα γυρίσουν στις αρχές του 1950, όταν ο εμφύλιος έχει τελειώσει και ο κόσμος άρχισε να χτίζει τη ζωή του από την αρχή.
Ο Βαγγέλης ήταν 15 χρονών όταν αποφάσισε να φύγει για τον Βόλο να μάθει την τέχνη του ράφτη, αλλά ήθελε επίσης να τελειώσει και το Γυμνάσιο.
«Το έβαλα πείσμα να τελειώσω το Γυμνάσιο» λέει και εξηγεί ότι ήταν και το όνειρο του πατέρα του, να τον δει να σπουδάζει και να βρίσκει τη θέση του στην κοινωνία, να τιμήσει το όνομα της οικογένειας. Ωστόσο, είχε και πέντε αδερφές που έπρεπε να τακτοποιήσει.
Κι έτσι, αντί να καταταγεί στον Στρατό, θα του δοθεί η δυνατότητα να μπει στην Χωροφυλακή.
«Μπήκα στην Χωροφυλακή γιατί είχα υποχρεώσεις, είχα πέντε αδελφές που έπρεπε να παντρευτούν. Εκείνο τον καιρό για να παντρευτεί μια κοπέλα έπρεπε να πληρώσεις, σαν να ήταν εμπόριο».
Στο πόστο του στη Θεσσαλονίκη, ο νεαρός ομογενής, πήγαινε στη δουλειά του και παράλληλα παρακολουθούσε και διάβαζε για το νυχτερινό σχολείο ενώ εργαζόταν και σ’ ένα ραφείο για να ανταποκριθεί στις ολοένα και περισσότερες οικονομικές απαιτήσεις. Εκεί θα γνωρίσει και θα ερωτευθεί τη μέλλουσα σύζυγό του, Ελένη, τότε μόλις 17 χρονών.
Όταν τακτοποίησε την προίκα για την πρώτη αδερφή του που παντρεύτηκε -μια μονοκατοικία στη Θεσσαλονίκη- έπρεπε να βρει άλλο τρόπο για να καταφέρει να εξοφλήσει τα γραμμάτια. Η μετανάστευση στην Αυστραλία παρουσιάστηκε ως η μόνη λύση.

«Υπέγραψα γραμμάτια οπότε τα πράγματα στριμώχθηκαν. Και δεν μπορούσα να μείνω άλλο στην Ελλάδα».
«Είχα όμως καημό από τον πατέρα μου. ‘Γιατί θα φύγεις;’ μου έλεγε…»
Τα χαρτιά της μετανάστευσης θα τα κάνει από το Παλαιοχώρι, ώστε να μην το μάθει ο πατέρας του και στεναχωρηθεί.
Όταν τελικά ήρθε η ώρα του αποχωρισμού, πήγε να τον βρει, και για να τον παρηγορήσει, πήρε μαζί και την Ελένη που θα παντρευόταν, για να τη γνωρίσει.
«Την πάω στο χωριό και του λέω ‘πατέρα αυτή είναι η νύφη σου’. Και ύστερα έφυγα».
Ήταν το 1964. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που θα δει ζωντανό τον πατέρα του.
Ένα τηλεγράφημα από την Φθιώτιδα τον Αύγουστο του 1971, τον ειδοποιεί για τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, στα 61 του χρόνια. Βρέθηκε νεκρός από τραύμα στο κεφάλι, σε χωράφι λίγα μόλις μέτρα από το σπίτι.
Την επίσημη εκδοχή, ότι ο θάνατος προήλθε από ατύχημα δεν τη πιστεύει, και μου δείχνει ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στον «Νέο Κόσμο» που αναφέρεται στο βιβλίο του Δημήτρη Βεριώνη, «Θάνατοι στη χούντα». Σε αυτό, ο συγγραφέας παρουσιάζει 247 κατονομασμένες περιπτώσεις θανάτων για τους οποίους ευθυνόταν ή κατηγορήθηκε το καθεστώς και κύκλοι του.
«Δεν τον χόρτασα, δεν τον έζησα σαν πατέρα, διότι πάντοτε ήμουνα μακριά του», λέει.

Το άρθρο που διάβασε, φαίνεται να ξύπνησε μέσα του τον πόνο για τον πρόωρο και ύποπτο θάνατό του.
Είχε φύγει αμέσως για την Ελλάδα, μόλις έμαθε το τραγικό νέο, και έκανε κάποιες προσπάθειες να ερευνήσει τις συνθήκες θανάτου του, αλλά το κόστος της έρευνας από ιδιωτικό γραφείο θα στοίχιζε μια μικρή περιουσία. Συγκεκριμένα, 25.000 δραχμές. Ένα ποσό τεράστιο για εκείνη την εποχή. Και άλλωστε ο δικηγόρος τον αποθάρρυνε να το προχωρήσει.
«Λένε, δίκαια δικάζει η Ιστορία, αλλά αργεί. Γι’ αυτό ήθελα κι εγώ, αν μπορούσα, να προσφέρω κάτι στον πατέρα μου, να τον δικαιώσω».
Όλα αυτά τα χρόνια, ο κ. Βαγγέλης εξηγεί, «συνέχισα στη ζωή, σαν να ήταν ακόμα εν ζωή ο πατέρας μου».
«Δεν πήγα εκεί που τον είχανε θαμμένο. Για να έχω στο μυαλό μου την εικόνα όταν τον άφησα στο Κρίκελλο φεύγοντας το 1964. Να με αποχαιρετά όταν πήρα το λεωφορείο και έφυγα. Αυτή την εικόνα είχα, και αυτή την εικόνα έχω ακόμα».
Στην Ελλάδα θα επιστρέψει ξανά μετά από 50 χρόνια.
Καθώς καθόμαστε στο σπίτι του, στο Albert Park -συμπτωματικά 53 χρόνια ακριβώς από τον θάνατο του πατέρα του- περιεργαζόμαστε τις φωτογραφίες που κοσμούν τον χώρο. Οι εικόνες αφηγούνται στιγμές της όμορφης οικογένειας που δημιούργησε ο συμπάροικος, χιλιάδες μίλια μακριά από τον τόπο που μεγάλωσε. Η ζωή του, η σκληρή δουλειά στο ραφείο που διατηρούσε στο Mills Street για δεκαετίες, σίγουρα θα έκανε τον πατέρα του να χαμογελά, που ο γιος του τα κατάφερε.
Με την ευκαιρία της Ημέρας του Πατέρα (1η Σεπτεμβρίου) αυτή η ιστορία αποτελεί έναν φόρο τιμής στον Νικόλαο Αλεξίου και σε όλους εκείνους τους πατεράδες που θυσίασαν τα καλύτερά τους χρόνια στον πόλεμο, που δεν χόρτασαν τα παιδιά τους, και δεν γνώρισαν τα εγγόνια τους που γεννήθηκαν στην ξενιτιά…