Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι η Μυστική Απογραφή είχε τις ρίζες της στον ρατσισμό των Αρχών του 20ού αιώνα στην Αυστραλία – από τον οποίο προέκυψε ο νόμος περί περιορισμού της μετανάστευσης του 1901 ή κοινώς της «πολιτικής της Λευκής Αυστραλίας».
Το άρθρο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στον «Νέο Κόσμο», της Ζωής Θωμαΐδου, με τίτλο «Η ‘Μυστική Απογραφή’ των Ελλήνων μεταναστών το 1916», το οποίο βασίστηκε στην έρευνα του Yianni Cartledge του Πανεπιστημίου Flinders, υποδηλώνει ότι η στάση των Αρχών απέναντι στους Έλληνες μετανάστες που συμπεριλήφθηκαν στη Μυστική Απογραφή, (ή όχι), διαμορφώθηκε με βάση την κοινωνική και οικονομική τους θέση και συχνά επηρεαζόταν από αρκετά τοπικιστικά πρότυπα.
Οι πλούσιοι, ευυπόληπτοι ή πολιτογραφημένοι μετανάστες συχνά εξαιρούνταν από την απογραφή και θεωρούνταν αφομοιωμένοι – Αυστραλοί (Βρετανοί) υπήκοοι.
Ήταν αυτή όμως μία αντίληψη που βασιζόταν σε σαφείς κατευθυντήριες γραμμές που είχαν εκδοθεί από την κυβέρνηση;
Το εν λόγω συμπέρασμα κρίνεται ιδιαίτερα αμφίβολο, και πιο πιθανό να εξαρτιόταν από τις κρίσεις των κατώτερων αξιωματικών «επί τόπου» που ήταν υπεύθυνοι για την κατάρτιση του καταλόγου.
Ενώ η υπόθεση του κ. Cartledge είναι εύλογη, μια αξιοσημείωτη συμπερίληψη στη μυστική απογραφή στη Βικτώρια ήταν αυτή του A J J Lucas (πρώην Lekatsas).

Μέχρι το 1916, ο Lucas είχε γίνει ένας ιδιαίτερα σεβαστός και οικονομικά επιτυχημένος εστιάτορας και επιχειρηματίας στη Μελβούρνη, καθώς και πρόεδρος της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας (GOCMV), με την καριέρα του να χρονολογείται από τη δεκαετία του 1890.
Ο Lucas παντρεύτηκε την Αυστραλή Margaret Wilson το 1893 και πολιτογραφήθηκε Αυστραλός το 1903.
Με τη συνεχιζόμενη οικονομική επιτυχία του να βασίζεται στη λειτουργία μίας σειράς εστιατορίων υψηλής γαστρονομίας, το 1916, 30 χρόνια μετά την άφιξή του από την Ιθάκη, φημολογούνταν ότι ήταν ο πλουσιότερος Έλληνας στη Βικτώρια.
Στο βιβλίο «Η Ζωή εν Αυστραλία» που συνέταξε ο John D. Comino και εκδόθηκε το 1916 (στο οποίο αναφέρεται ο Χρήστος Φίφης σε άρθρο του «Νέου Κόσμου»), ο Comino αφιέρωσε τρεις σελίδες εξυμνώντας τα επιτεύγματα και τις αρετές του A J J Lucas, ο οποίος ήταν πρώτος στη λίστα με τους πιο επιτυχημένους Έλληνες επιχειρηματίες στην Αυστραλία.
Παρά το γεγονός ότι ο Lucas παντρεύτηκε μια Αυστραλή, κάτι που ήταν συνηθισμένο μεταξύ των Ιθακησίων και άλλων Ελλήνων ανδρών μεταναστών της εποχής, στήριξε σταθερά την ελληνική κοινότητα και την πολιτισμική της ταυτότητα.
Ταυτόχρονα, υιοθέτησε και σεβάστηκε τις συνήθειες της αυστραλιανής κοινωνίας, οι οποίες τον βοήθησαν να εμπλουτίσει τις γνώσεις του και να προσαρμοστεί σε μια ξεκάθαρα αγγλική επιχειρηματική παράδοση.
Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο A J J Lucas ήταν το πρώτο παράδειγμα πολυπολιτισμικού Έλληνα πολίτη στην Αυστραλία.

Τα τελευταία χρόνια, έχουν δημοσιευτεί πολλές σχετικές έρευνες από τον Jim Claven στον «Νέο Κόσμο», οι οποίες αποδεικνύουν την υποστήριξη της Ελλάδας προς τις αυστραλιανές και συμμαχικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της Καλλίπολης το 1915.
Παρά τη σχετικά περιορισμένη διάδοση των ειδήσεων εκείνη την εποχή, είναι αμφίβολο κατά πόσο τα νέα για την ελληνική υποστήριξη του συμμαχικού αγώνα στην Καλλίπολη δεν έφτασαν τελικά στην Αυστραλία.
Γιατί, λοιπόν, καταγράφηκαν στη Μυστική Απογραφή του 1916 οι υποδειγματικοί Έλληνες πολίτες της Αυστραλίας Λούκας (Lucas) και Γρηγόριος Ματορίκος (Grigorios Matorikos), οι οποίοι είχαν ιστορία επιτυχίας παρόμοια με αυτήν του Lucas, και του Αλέξανδρου Μανιάκη (Alexandros Maniakis )– με τον οποίο μάλιστα συνίδρυσε την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας (GOCMV) το 1897;
Όπως προαναφέρθηκε, η απογραφή φαίνεται ότι καταρτίστηκε χωρίς σαφή ενημέρωση και πιθανώς επηρεασμένη από τα υποκειμενικά πρότυπα και τις προκαταλήψεις του ατόμου που συνέλεξε τις πληροφορίες.
Βέβαια δεν θεωρείται απροσδόκητο να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε ένα απομονωμένο Έθνος, που πρόσφατα είχε αποκτήσει την εθνική του ταυτότητα και προσπαθούσε να την εδραιώσει, ενώ εξακολουθούσε να είναι συνδεδεμένο με τη Μεγάλη Βρετανία.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ
Όσον αφορά το ερώτημα του Χρήστου Φίφη για την οικονομική εκμετάλλευση των Ελλήνων μεταναστών εργατών από επιχειρήσεις που ανήκαν σε Ελληνοαυστραλούς, υπάρχουν αξιόπιστες και τεκμηριωμένες αποδείξεις ότι αυτό συνέβαινε εκείνη την εποχή.
Δεν αμφισβητώ το γεγονός και, ενώ αποδοκιμάζω την οικονομική εκμετάλλευση, είναι γνωστό ότι ακόμη και πρόσφατα παρατηρήθηκε σε επιχειρήσεις ελληνικής ιδιοκτησίας στον χώρο της φιλοξενίας, καθώς και σε αξιόπιστες αυστραλιανές επιχειρήσεις, η πρακτική της εκμετάλλευσης των εργαζομένων από εργοδότες.
Στα πρώτα χρόνια, οι υποστηρικτές αυτής της πρακτικής πιθανότατα είχαν βιώσει παρόμοιες συνθήκες, θεωρώντας το ως μια μορφή «ιεροτελεστίας».
Αναμφίβολα, η πρακτική της οικονομικής εκμετάλλευσης πιθανότατα προήλθε από την ανάγκη περιορισμού του κόστους στο πλαίσιο της ίδρυσης μιας νέας επιχείρησης.
Πολλά πακέτα «ανταλλαγής» αναπτύχθηκαν επίσης, βασισμένα στην παροχή διατροφής και στέγασης, και συχνά μέσω οικογενειακών διαπραγματεύσεων.
Αυτό παραπέμπει στην ίδια αμφισβητήσιμη ηθική που είχαν ορισμένοι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων στη Μελβούρνη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίοι φέρονται να εκμεταλλεύονταν τους Αμερικανούς στρατιώτες που είχαν σταλεί για να «σώσουν» την Αυστραλία από μια ενδεχόμενη ιαπωνική εισβολή.
Ενώ τους προσέφεραν γεύματα με «μπριζόλα και αυγά» και ζητούσαν μια μικρή πληρωμή σε αμερικανικά δολάρια, ορισμένοι Έλληνες ιδιοκτήτες καφετέριας εξυπηρετούσαν με απληστία τα συμφέροντά τους.
Άλλοι, με πιο ευγενικές καρδιές, τους θεωρούσαν σαν δικούς τους γιους, που ενδέχεται να υπηρετούσαν στη Νέα Γουινέα εκείνη την εποχή, χωρίς να ξέρουν αν θα επέστρεφαν ποτέ στην πατρίδα τους.
Ενώ κάποιοι από αυτούς τους «αστικούς θρύλους» παρέμειναν στη κοινότητα, άλλοι προήλθαν από το «σύνδρομο της ψηλής παπαρούνας» (σ.σ. όταν κάποιος λοιπόν είναι χαρούμενος ή επιτυγχάνει έναν στόχο, οι άλλοι βλέποντάς τον να ξεχωρίζει, αισθάνονται κατώτεροι και προσπαθούν να μειώσουν την επιτυχία του), το οποίο διαδόθηκε μέσω του κοινού κουτσομπολιού σε μια μικρή και «νοσηρή» κοινότητα.
Αυτό το φαινόμενο αντανακλούσε την πίκρα όσων βίωναν λιγότερη τύχη στην προσωπική τους ζωή.

ΓΙΑΤΙ Η ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ
Ως απόγονος μεταναστών της εποχής εκείνης, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η κοινότητα, αν και μικρή σε αριθμό, εκπροσωπούσε μια ομάδα ανθρώπων που είχαν εδραιώσει μια βιώσιμη παρουσία σε μια ξένη κοινωνία με ελάχιστη ευαισθησία προς την πολιτισμική ποικιλία που υπάρχει σήμερα στην Αυστραλία αλλά και παγκοσμίως.
Πολλοί Έλληνες μετανάστες της μεταπολεμικής περιόδου, κατά την άφιξή τους, δεν γνώριζαν την ιστορία της ελληνικής θεσμικής υποδομής, ορισμένα κομμάτια της οποίας είχαν δημιουργηθεί μισό αιώνα νωρίτερα.
Πράγματι, πολλοί μετανάστες της μεταπολεμικής εποχής πιστεύουν πλέον ότι οι ίδιοι και η συνομοταξία τους «ίδρυσαν την ελληνοαυστραλιανή κοινότητα στην Αυστραλία».
Ενώ η άφιξή τους σε μεγάλο αριθμό συνέβαλε στην αύξηση της συνείδησης των Αγγλοαυστραλών για τις πολυπολιτισμικές κοινότητες, πολλοί δεν αναγνωρίζουν τη σημαντική συμβολή των προγόνων τους στη θεμελίωση της κοινότητας που απολαμβάνουν σήμερα.
Πράγματι, η προπολεμική ελληνική κοινότητα, η οποία είχε βιώσει χρόνια σκληρής ανισότητας λόγω ρατσισμού, εθελοντικής και αναγκαστικής αφομοίωσης, καθώς και έλλειψης εξειδικευμένης υποστήριξης από τις κοινωνικές υπηρεσίες, ανέπτυξε τη δική της πολυπολιτισμική στάση απέναντι στη ζωή στην Αυστραλία.
Συχνά λειτουργούσε σαν χαμαιλέοντας, προσαρμόζοντας την προσέγγισή της στο εκάστοτε πλαίσιο, ενώ γενικά και με σεβασμό «ακολουθούσε τη γραμμή».
Ένα είδος μηχανισμού αντιμετώπισης που μας βοήθησε να γίνουμε καλοί πολίτες ήταν ότι συχνά αναπτύσσαμε αυτοπεποίθηση και αποστασιοποιούμασταν από ορισμένες από τις «εξωτικές» συμπεριφορές της κοινότητας των νεοφερμένων.
Αυτή η κοινότητα, λόγω του σημαντικά μεγαλύτερου αριθμού της, άρχισε σταδιακά να μας κατακλύζει.

Δυστυχώς, σε αυτό το σημείο ίσως δεν καταφέραμε να αναλάβουμε την πρωτοβουλία να εκπαιδεύσουμε τους λεγόμενους «νέους Έλληνοαυστραλούς» για τη δική μας ιστορία και να καθοδηγήσουμε τους νεοφερμένους για μια πιο ομαλή μετάβαση, βασισμένοι στην πολυετή μας εμπειρία.
Ευτυχώς, η ευαισθητοποίηση της κοινότητας και οι σημερινές προσπάθειες του «Νέου Κόσμου» αρχίζουν τώρα να καλύπτουν κάποιες από αυτές τις χαμένες ευκαιρίες.
Τον τελευταίο καιρό, η Ιστορική Εταιρεία Ιθάκης (Ithacan Historical Society) που ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ως συνέχεια του Φιλανθρωπικού Συνδέσμου Ιθακησίων (Ithacan Philanthropic Society) -που ιδρύθηκε το 1916- έχει προσπαθήσει να τεκμηριώσει τη μακρά ιστορία μας στη Μελβούρνη και να συνεργαστεί ενεργά με την Ελληνοαυστραλιανή Κοινότητα στο σύνολό της.
Η Ιστορική Εταιρεία Ιθάκης, η οποία συνέβαλε στην ίδρυση της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας το 1897, όταν η πλειονότητά της αποτελούνταν από Ιθακήσιους, επιδιώκει τώρα να αποκαταστήσει αυτούς τους ιστορικούς δεσμούς και να συνεργαστεί πιο ενεργά σε έργα με ευρύτερο πολιτιστικό ενδιαφέρον για την Ελληνική Κοινότητα της Αυστραλίας.
Σας ενθαρρύνουμε να μελετήσετε τη νέα μας ιστοσελίδα στη διεύθυνση ithacanhistorical.org.
*Ο Andrew Raftopoulos είναι μέλος της Ithacan Historical Society και συγγραφέας.