Ο συμπάροικος Στέλιος Ανδρούτσος «έκλεισε» τα 100

Ο «Νέος Κόσμος» τον συνοδεύει σε ένα ταξίδι στις αναμνήσεις του από τα Καλύβια της Σοχάς Λακωνίας ως το Μπράνσγουικ της Μελβούρνης με μια βαλίτσα και… ένα μπιτόνι λάδι


Στις 20 Αυγούστου, ο κ. Στέλιος Ανδρούτσος έγινε 100 ετών.

Η οικογένεια μαζεύτηκε για να τον τιμήσει σε μια ζεστή, γεμάτη αγάπη γιορτή που οργάνωσαν τα πολυαγαπημένα του παιδιά, η κόρη του η Παναγιώτα, ο γιος του Ανδρέας και η σύντροφός του, Μισέλ, την οποία ο κ. Στέλιος θεωρεί κόρη του.

Η επίσκεψη του «Νέου Κόσμου» στη σημαντική αυτή στιγμή της ζωής του ήταν κάτι σαν το κερασάκι στην διώροφη λευκή τούρτα του, μιας και ο γλυκύτατος Λάκωνας από το Μπράνσγουικ είναι από τους πιο παλιούς και πιστούς αναγνώστες του.

Ήταν η έκπληξη της Παναγιώτας για να ευχαριστήσει τον μπαμπά της. Βλέπετε, όταν τα χρόνια περνούν, οι άνθρωποι χαίρονται με άλλα πράγματα…

Ο κύριος Στέλιος κρατά με περηφάνια μια φωτογραφία της ιδαίτερης πατριδας του στη Λακωνία. Δεξιά, ο πολυαγαπημένος του αδελφός, Γιώργος και αριστερά, ο γιος του, Ανδρέας. Φωτογραφία: Μαρία Καμπύλη

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ

Ο Στέλιος Ανδρούτσος γεννήθηκε στα Καλύβια Σοχάς Λακωνίας, ένα μικρό χωριό, όπου μεγάλωσε με τις παραδόσεις και τις αξίες της ελληνικής επαρχίας. Ως νέος, υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό για 18 μήνες, αλλά η θητεία του παρατάθηκε λόγω του εμφυλίου πολέμου. «Είχαμε την κατάσταση με το αντάρτικο και με κράτησαν εκεί πέρα κάπου 40 μήνες, στα τεθωρακισμένα. Μόλις τελείωσε η φαγούρα που είχαμε, τα αντάρτικα και τα αυτά, μας λέει ο διοικητής, μαζέψτε τα και πηγαίνετε σπίτια σας», αφηγείται ο κ. Στέλιος, αποδίδοντας ένα από τα σημαντικότερα και πιο θλιβερά κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας με τόσο απλά λόγια.

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ Η «ΑΠΟΔΡΑΣΗ» ΑΠΟ ΤΗΝ BONEGILLA

Μετά την απόλυσή του από το στρατό, επέστρεψε στο χωριό όπου προσπάθησε να στήσει τη ζωή του. Δύο χρόνια αργότερα, το 1954, αποφάσισε να αφήσει την Ελλάδα πίσω του και να αναζητήσει μια καλύτερη ζωή στην Αυστραλία μαζί με έναν συγχωριανό του.

«Οι γονείς μας τι να κάνουν οι φουκαράδες; Μας δώσαν ένα μπαούλο με τα πράγματά μας μέσα, δυο κουβέρτες και τα ρούχα μας και ένα μπιτόνι λάδι. Κι έτσι ήρθαμε εδώ πέρα», θυμάται ο κ. Στέλιος.

«Ήρθα τον Αύγουστο του 1954 με το καράβι. Τριάντα μερόνυχτα ταξιδεύαμε με μία στάση στο Περθ και μία στο Port Melbourne».

Η άφιξή του στην Αυστραλία δεν ήταν εύκολη. Οι δύο νέοι μεταφέρθηκαν στην Bonegilla, όπου πολλοί Έλληνες και άλλοι μετανάστες περίμεναν να παραλάβουν τα χαρτιά τους και να σταλούν να δουλέψουν οπουδήποτε στην Αυστραλία υπήρχε ανάγκη. Με την παρότρυνση ενός συμπατριώτη τους, ο κ. Στέλιος κι ο συγχωριανός του αποφάσισαν να το σκάσουν: «Μας είπαν να κοιτάξουμε πώς θα φύγουμε, να κατεβούμε στο Albury, να πάρουμε το τρένο και ότι θα μας περιμένουν στο Spencer Street. Κι έτσι έγινε, φύγαμε χωρίς να δώσουμε αναφορά. Τελικά, ούτε που μας έψαξε κανείς. ‘Άστους’, σου λέει, ‘θα βρουν δουλειά μόνοι τους’».

Η οικογένεια Ανδρούτσου. Η Παναγιώτα, ο Στέλιος, η Πανούλα και ο Ανδρέας. Φωτογραφία: Supplied

«JOB, JOB, JOB!»

Μετά την τολμηρή τους απόδραση, ο κ. Στέλιος και ο φίλος του εγκαταστάθηκαν στο Μπράνσγουικ, όπου νοίκιασαν ένα μικρό δωμάτιο από έναν Κύπριο. «Οι Αυστραλοί δεν μας έβαζαν τότε στα σπίτια τους. Μάλιστα, το δωμάτιο το νοίκιασε κι έναν μήνα νωρίτερα οπότε με το που ήρθαμε βρήκαμε και χρέος, τρεις λίρες. […] Ήταν δύσκολες οι πρώτες μέρες, αλλά βρήκαμε τρόπο να τα καταφέρουμε», λέει με ένα χαμόγελο.

Αμέσως άρχισαν να ψάχνουν για δουλειά στο Μπράνσγουικ που, όπως μας λέει ο κ. Στέλιος, «τότε ήταν γεμάτο εργοστάσια, καλτσάδικα, μοδιστράδικα τέτοια πράγματα…». Επιστρέφοντας νοερά σε εκείνες τις μέρες αναπαράγει γλαφυρά τους διαλόγους που είχαν με τους υπεύθυνους των εργοστασίων:

«-You speak English?, ρωτούσαν τα αφεντικά

– English nothing, απαντούσαμε εμείς

Από κει μας πήγανε σε ένα εργοστασιάκι, που έβγαζε τούβλα στο Lygon Street. Του λέμε: «job, job, job», «alright, να’ρθείτε tomorrow», μας είπε ο μάνατζερ εκεί».

Σε εκείνη την «παλιοδουλειά», όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος, έμεινε τρεις μήνες. Στη συνέχεια, ο κουμπάρος του τον έβαλε στο σιδηρόδρομο όπου εργάστηκε μέχρι τη συνταξιοδότησή του.

Τα δυο αδέλφια που ούτε η ξενιτιά δεν κατάφερε να χωρίσει. Τα 100 γενέθλια του Στέλιου ειναι ακόμα μια ευκαιρία γι’ αυτούς να δείξουν πόσο δεμένοι είναι. Φωτογραφία: Μαρία Καμπύλη

«Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛEIOΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ»

Ο κ. Στέλιος ήταν από τους πρωτοπόρους που συνέβαλαν στην ίδρυση της Εκκλησίας του Αγίου Βασιλείου στο Μπράνσγουικ το 1959.

«Κάποτε πουλιόταν ένα ωραίο αυστραλέζικο σπίτι και λέει ένας συμπατριώτης Λάκωνας που είχε έρθει εδώ με τον γιο του, «να το πάρουμε μην το ‘χτυπήσει’ κανείς, να το κάνουμε εκκλησία, τον Άγιο Βασίλη». Εκκλησία δεν υπήρχε τότε που εμφανιστήκαμε εμείς, μόνο ο Ευαγγελισμός.

Να σκεφτείς ότι για το γάμο μου μας πήγαν σε μια αίθουσα που νοίκιαζαν στο Carlton γιατί δεν υπήρχε εκκλησία», λέει και συνεχίζει με ενθουσιασμό:

«Τελικά, το πήραμε, καθαρίσαμε το οικόπεδο, κάναμε τα εγκαίνια και ο Άγιος Βασίλειος άρχισε να λειτουργεί το 1959. Κι εγώ είμαι μέσα εκεί από την αρχή κι ακόμη είμαι επίτροπος. Ο Άγιος Βασίλης είναι το σπίτι μου».

Η ΑΕΙΜΝΗΣΤΗ «ΠΑΝΟΥΛΑ»

Στην Αυστραλία, ο κ. Στέλιος δεν ήταν μόνος. Η γυναίκα του, η Παναγιώτα ή «Πανούλα», όπως την αποκαλούσε τρυφερά, τον ακολούθησε το 1957. «Είχαμε μια μικρή γνωριμία πριν φύγω, όταν μου την έκανε προξενιό ένας ξάδερφός μου. Με ακολούθησε στην Αυστραλία, ήρθε με αεροπλάνο. Κάναμε το γάμο και αμέσως αποκτήσαμε την κόρη μας, την Παναγιώτα. Λίγα χρόνια μετά, ήρθε και ο γιος μας, ο Ανδρέας», θυμάται ο κ. Στέλιος. Η Παναγιώτα ήταν μοδίστρα και κέρδισε την αγάπη της τοπικής κοινότητας με τις ικανότητές της και την καλοσύνη της. «Η κυρά μου ήταν άριστη μοδίστρα από την Ελλάδα ακόμα. Γνωρίστηκε με τον κόσμο εδώ και με τις πλούσιες και με τις φτωχές, ήτανε άνθρωπος της εκκλησίας», αναφέρει συγκινημένος. Η απώλειά της το 2004, όταν ήταν 71 ετών, ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για τον κ. Στέλιο. «Έχασα τη γυναίκα μου πριν από 20 χρόνια. Ήταν δύσκολο, αλλά είχα τα παιδιά μου και την πίστη μου για να προχωρήσω», λέει με θλίψη.

Αριστερά, ο Στέλιος Ανδρούτσος και στην άκρη δεξιά ο συμπατριώτης του με τον οποίο έφυγαν μαζί για τη μεγάλη περιπέτεια, την ημέρα της αναχώρησή τους. Φωτογραφία: Supplied

ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Η οικογένεια ήταν πάντα το κέντρο της ζωής του Κ. Στέλιου. Μετά τον ερχομό του στην Αυστραλία, έφερε με πρόσκληση δώδεκα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του, μεταξύ των οποίων τα αδέλφια του και τα αδέλφια της γυναίκας του. Τα παιδιά του, η Παναγιώτα και ο Ανδρέας, τον περιγράφουν ως έναν άνθρωπο γεμάτο αγάπη και υπομονή. «Ο μπαμπάς πάντα με στήριζε σε ό,τι ήθελα να κάνω. Ήταν εκεί για μένα για να μου προσφέρει ό,τι το καλύτερο μπορούσε και ποτέ δεν ήταν κουραστικός σε τίποτα, αλλά μόνο βοηθητικός. Είναι ένας άνθρωπος πολύ ευχάριστος και χαίρομαι που είναι πατέρας μου. Τον αγαπάω και πάντα θα τον αγαπώ», λέει συγκινημένος ο Ανδρέας. Η Παναγιώτα, από την πλευρά της, συμπληρώνει: «Είμαστε χαρούμενοι για τον μπαμπά που έφτασε τόσων χρονών. Μας βοηθάει ακόμα και σήμερα, παρά τα 100 του χρόνια. Είναι ανεξάρτητος, κάνει τα πάντα μόνος του. Είμαστε περήφανοι που είναι εδώ μαζί μας».

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Η ζωή του κ. Στέλιου Ανδρούτσου ήταν γεμάτη από σημαντικές στιγμές, τόσο ευχάριστες όσο και δύσκολες, που διαμόρφωσαν την πορεία του και άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στην καρδιά του.

«Το πιο άσχημο γεγονός στη ζωή μου ήταν οι απώλειες, πρώτα των γονιών μου και στη συνέχεια της γυναίκας μου», λέει ο ίδιος.

Ωστόσο, έχει ευχάριστες αναμνήσεις από τα ταξίδια που έκανε μαζί της στην Ελλάδα και αλλού. «Φτάσαμε μέχρι και στα Ιεροσόλυμα και είδαμε όλες τις εκκλησίες εκεί, καθώς και στην Τήνο και στην Κρήτη», λέει ενώ ο γιος του, Ανδρέας, του υπενθυμίζει και τις κρουαζιέρες στα ελληνικά νησιά. «Ένα άλλο ευτυχές γεγονός στη ζωή μου ήταν όταν η κόρη μου, η Παναγιώτα, έγινε δασκάλα και πήρε το πτυχίο της. Εκείνη την εποχή, αυτό ήταν ένα μεγάλο κατόρθωμα για μια οικογένεια που είχε μεταναστεύσει από την Ελλάδα», λέει με καμάρι.

«ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ: Η ΕΛΛΑΔΑ»

Ο κ. Στέλιος θυμάται με συγκίνηση τη ζωή του στην Ελλάδα την οποία πάντα νοσταλγεί. Μας λέει πώς, όπως όλοι οι Έλληνες τότε, έτσι κι αυτός ήρθε με την προοπτική να μείνει λίγα χρόνια. «Όλοι λέγαμε «πάμε στην ξενιτιά για 5 χρόνια» και πέρασαν τα 5, πέρασαν τα 10, πέρασαν οι μέρες και ακόμη εδώ είμαστε, δόξα τω Θεώ», λέει χαρακτηριστικά.

Πάντως, αν του δινόταν η ευκαιρία να ξαναζήσει τη ζωή του, ο κ. Στέλιος είναι κατηγορηματικός: «Δεν θα έφευγα ποτέ από την Ελλάδα. Γιατί να φύγω; Η πατρίδα μου είναι. Την υπηρέτησα, μεγάλωσα εκεί. Η ξενιτιά είναι ξενιτιά. Όσο καλή να είναι η Αυστραλία και το κάθε κράτος, δεν παύει να είναι ξενιτιά. Δεν είναι πατρίδα μας. Μία είναι η Ελλάδα μας», λέει.

Καθιστοί από αριστερά, ο Ανδρέας, ο Στέλιος και ο Γιώργος Ανδρούτσος. Όρθιες, από αριστερά η σύντροφος του Ανδρέα, Μισέλ Μάθιους που έχει ως πατέρα της τον κύριο Στέλιο και η κόρη του, Παναγιώτα. Φωτογραφία: Μαρία Καμπύλη

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΚΡΟΖΩΙΑΣ

Όταν ρωτήθηκε για το μυστικό της μακροζωίας του, ο κ. Στέλιος απάντησε απλά: «Το περπάτημα. Κάθε πρωί και κάθε απόγευμα έκανα τις βόλτες μου στο πάρκο στο Carlton». Η κόρη του, Παναγιώτα, συμπληρώνει: «Ο μπαμπάς πάντα πρόσεχε τη διατροφή του, έτρωγε υγιεινά και ποτέ δεν παραμέλησε την άσκηση».

Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από τα λεγόμενά του η μακροζωία είναι χαρακτηριστικό της οικογένειάς του, αφού σχεδόν όλοι επιβεβαιώνουν το ρητό ότι «τα 90 είναι τα νέα 50».

ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ΓΕΜΑΤΟΣ ΖΩΗ

Η ζωή του Στέλιου Ανδρούτσου είναι γεμάτη από αναμνήσεις, αγάπη και πίστη. Στην ηλικία των 100 ετών, εξακολουθεί να είναι ένας ζωντανός μάρτυρας της ιστορίας, ένας άνθρωπος που ζει με σεβασμό για το παρελθόν του και με αισιοδοξία για το μέλλον. Όπως ο ίδιος λέει: «Να φτάσω άλλα 100 δεν ξέρω, αλλά αυτά τα 100 τα έζησα καλά και ευχαριστώ όλους για την αγάπη τους».

Η κουβέντα μας θα μπορούσε να συνεχιστεί για ώρες, γεμάτη με αναμνήσεις και ιστορίες ενός αιώνα ζωής. Καθώς βγήκαμε στη σάλα, όπου όλοι οι καλεσμένοι περίμεναν ανυπόμονα να δουν τον Στέλιο τους και να του ευχηθούν, η συγκίνηση ήταν διάχυτη. Ο αδερφός του, ο Γιώργος, δεν έλεγε να πιει το κονιάκ του χωρίς τον αδερφό του δίπλα του, ένα τελετουργικό που επαναλαμβάνουν οι δυο τους κάθε μέρα μετά το πρωινό καφεδάκι τους. Αλλά το κονιάκ πρέπει να’ ναι «πάντα Μεταξά», λένε και οι δυο τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους και γελώντας σαν μικρά παιδιά.