Βαθιά συγκίνηση προκάλεσε στα μέλη του δικαστηρίου και τους παράγοντες της δίκης, η κατάθεση της Μαρία Διονυσιώτη, μητέρας της Μαργαρίτας Διονυσιώτη, της γυναίκας που έχασε το μόλις έξι μηνών μωρό της και υπέκυψε και η ίδια σε βαρύτατα εγκαύματα το μοιραίο απόγευμα που η φωτιά κατέκαψε το Μάτι το 2018.
Η Μαρία Διονυσιώτη δεν έμεινε πολύ ώρα στο βήμα, ωστόσο η κατάθεσή της συγκλόνισε όλους τους παριστάμενους. Ακόμη και οι δικαστές δάκρυσαν όταν την άκουσαν να λέει πως «απλώς υπάρχω πλέον σαν ένα κομμάτι κρέας» και πως θα ζει πάντα με την απώλεια της κόρης και του εγγονού της που την κουβαλάει σαν «καύτρα στην ψυχή μου».
Αμέσως μετά την κατάθεση το δικαστήριο διέκοψε για λίγα λεπτά τη συνεδρίαση ώστε να αποφορτιστούν όσοι άκουσαν τη μαυροφορεμένη γυναίκα, πεθερά του στελέχους της Πυροσβεστικής Νέας Μάκρης, Ανδρέα Δημητρίου, που κατέθεσε επίσης για το πώς έχασε τη «Μαργαρίτα και τον μπέμπη μας».
Όπως είπε η μάρτυρας: «Εγώ δεν κάηκα αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Θα ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου… Δεν ζούμε, απλώς υπάρχουμε. Εμείς, ο άντρας μου και εγώ αλλά και ο Αντρέας είμαστε τρία κομμάτια κρέας που απλώς υπάρχουμε».
Περιγράφοντας όσα έζησε η κυρία Διονυσιώτη, είπε πως αναζητούσαν με τον άντρα της την Μαργαρίτα και το μωρό μέσα σε ένα σκηνικό απελπιστικό.
«Κάποια στιγμή μάθαμε ότι η Μαργαρίτα με το μωρό είναι στην Αργυρά Ακτή. Εμείς είμαστε εκείνη την ώρα στην πλατεία της Ραφήνας και πήγε ένας φίλος μας στο Λιμεναρχείο να τους πει να στείλουν ένα σκάφος να μαζέψει τη Μαργαρίτα. Μετά ξαναπήγε και του είπαν πως ήταν ενήμεροι αλλά οι βάρκες δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν γιατί είχε πολλά βράχια. Τελικά ενημερωθήκαμε πως η Μαργαρίτα πήγε στον Ευαγγελισμό… Περιμέναμε ενημέρωση από τους γιατρούς. Μετά από ώρα ήρθε ο Αντρέας με έβαλε σε μια καρέκλα να καθίσω, με αγκάλιασε και μου είπε ότι ο μπέμπης μας έγινε αγγελάκι. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι κάτι…
Όταν γυρίσαμε στο σπίτι το πρωί αντικρίσαμε ένα σκηνικό που θύμιζε πυρηνικό πόλεμο. Ακόμα στο σπίτι μας υπήρχαν φλόγες και μικρές εστίες. Και το σπίτι μας ήταν σαν σκηνικό ταινίας. Από μπροστά άθικτο και πίσω καμένο. Μετά από λίγες ημέρες και αφού έγινε η κηδεία του μπέμπη είχα πάει στον ‘Αγιο Εφραίμ να προσκυνήσω και επιστρέφοντας έζησα το ίδιο…
Με έβαλαν σε έναν καναπέ και μου είπε ο Αντρέας ότι η Μαργαρίτα δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη. Η Μαργαρίτα όταν μπήκε στο ασθενοφόρο ζήτησε από τους διασώστες να υπαγορεύσει ένα γράμμα ότι ευχαριστεί εμάς και τον άντρα της και ότι μας αγαπάει. Η Μαργαρίτα και τόσοι άνθρωποι έφυγαν μαρτυρικά. Αν είχε εγκαίρως το Λιμεναρχείο στείλει βάρκες ο μπέμπης μας θα τα είχε καταφέρει. Αλλά κανένας δεν έκανε τη δουλειά του. Μας εγκατέλειψαν, μας άφησαν στην τύχη μας. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Θα ζω με αυτή την καύτρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Η Μαργαρίτα μετά την απώλεια του γιου μας ήταν το στήριγμα μας. Ο μπέμπης μας θα ζούσε και θα πήγαινε σχολεία. Εμείς δεν ζούμε, απλώε υπάρχουμε…».
Στη δική του κατάθεση ο πατέρας της Μαργαρίτα, Χαράλαμπος Διονυσιώτης, είπε στους δικαστές: «Κανείς από εσάς δε πρόκειται να κατανοήσει αυτό που έζησα. Ήμασταν ανυπεράσπιστοι. Μας άφησαν να καούμε. Ούτε η Πυροσβεστική, ούτε το Λιμενικό ούτε η Αστυνομία βάλανε ένα χέρι βοήθειας. Δεν υπήρχε τίποτα, κάνεις, και οι πραγματικοί υπεύθυνοι δεν είναι κατηγορούμενοι. Αν τους είχαν εκτρέψει αντίθετα προς τον Μαραθώνα θα είχαμε λιγότερους νεκρούς.
Δεν υπήρχε ενημέρωση, δεν υπήρχε σχέδιο εκκένωσης… Είμαστε σίγουροι ότι οι 104 πέθαναν ακαριαία; Δεν ήμαστε. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να περιμένουν την άλλη μέρα το πρωί τους διασώστες; Να πεθαίνουν μέσα στις στάχτες; Δεν έπρεπε άμεσα να τους βοηθήσουν, που ουρλιάζανε οι εγκαυματίες στα μπαλκόνια; Μας εγκατέλειψαν όλοι τότε και μας εγκαταλείπουν ακόμη και σήμερα. Για να πετάξουμε τα αποκαΐδια με αμάξι του Δήμου, έπρεπε να βρούμε λεφτά να πληρώσουμε το παράβολο».
Ο Ανδρέας Δημητρίου, που έχασε τη σύζυγο και τον μόλις έξι μηνών γιο του στη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, που κόστισε τη ζωή σε 104 ανθρώπους, κατέθεσε:
«Με ειδοποίησε ο Διοικητής ότι η φωτιά έχει ξεφύγει και κατεβαίνει προς Μαραθώνος και Μάτι. Μου είπε ο οδηγός του να πάω να πάρω τη γυναίκα και το μωρό και να ειδοποιώ όποιον βρίσκω, ότι ‘τα πράγματα δεν είναι καλά’ για να φύγει. Τηλεφώνησα αμέσως στη Μαργαρίτα και της είπα ‘πάρε το παιδί και φύγε’».
Στην ερώτηση του Εισαγγελέα «τι δεν πήγε καλά», απάντησε: «Δεν πιστεύω ότι πήγε κάτι καλά. Δε λειτούργησε τίποτε» και πρόσθεσε ότι βρέθηκε στο Μάτι ενώ η φωτιά κατέβαινε. «Δεν είδα ούτε εναέριο, ούτε όχημα της Πυροσβεστικής», σημειώνοντας ότι «το φαινόμενο ήταν δυναμικό».
Περιέγραψε τις προσπάθειες του να προσεγγίσει το σπίτι του, μέχρι τις εννιά το βράδυ οπότε ένα άγνωστο νούμερο τον κάλεσε και ένας άνδρας του είπε πως η σύζυγος και το μωρό τους ήταν στην Αργυρά Ακτή. Ανέφερε ότι εκ των υστέρων κατάλαβε πως επειδή είχε κοπεί το ρεύμα, η σύζυγός του δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα του γκαράζ και ξεκίνησε πεζή με το μωρό στην αγκαλιά για την παράλια.
«Πήγα ξανά στο Μάτι και ξεκίνησα πεζός για την παραλία. Ήταν περίεργο το σκηνικό. Έβλεπα κολόνες πεσμένες, λιωμένα καλώδια και αυτοκίνητα καμένα. Η παραλία φλεγόταν. Ο κόσμος ήταν μέσα στη θάλασσα. Προσπάθησα να πάρω το Λιμεναρχείο, όμως δεν τα κατάφερα. Με πήρε ο πεθερός μου, που είχε βρει τη Μαργαρίτα και το μωρό».
«’Τους βρήκα. Να είσαι προετοιμασμένος για όλα’, μου είπε. Όταν έφθασα είδα τη Μαργαρίτα καθισμένη με τα μάτια κλειστά και τα χέρια σε έκταση… Ένας κύριος, Πολωνός, είχε το μωρό δίνοντας πρώτες βοήθειες. Έδωσα το μωρό σε εθελοντικό όχημα να το πάνε σε νοσοκομείο. Τη Μαργαρίτα την πήρε ασθενοφόρο. Πήγα αμέσως στο Παίδων, όπου κατάλαβα πως ήταν άσχημα τα πράγματα. Με έβαλαν σε χώρο αναμονής. Με ενημέρωσαν πως ο μικρός δεν τα κατάφερε. Με άφησαν να τον δω. Έφυγα κατευθείαν για τον ‘Ευαγγελισμό’, όπου έμαθα πως πήγαν τη Μαργαρίτα. Την είχαν διασωληνωσει… Η Μαργαρίτα νοσηλεύτηκε 11 μέρες. Ούτε αυτή τα κατάφερε…».
Ο μάρτυρας εξέφρασε την άποψη πως μία σειρά αντιδράσεων δεν ήταν σωστές με αποτέλεσμα την εκατόμβη νεκρών:
«Τι δε λειτούργησε; Η λάθος εκτίμηση της αστυνομίας, η μη επάρκεια των πυροσβεστικών δυνάμεων, η μη ενημέρωση των πολιτών… Όλα αυτά μαζί συντέλεσαν στο να γίνει αυτό που έγινε. Θα έπρεπε όλα αυτά να λειτουργήσουν σωστά και να έχουν ένα αποτέλεσμα. Από τη στιγμή που άρχισε το ένα να μη δουλεύει σωστά, συμπαρέσυρε και τα υπόλοιπα και έφτασε στο αποτέλεσμα με τους 104 νεκρούς και τους εγκαυματίες που μέχρι και σήμερα υποφέρουν».
Η δίκη θα συνεχιστεί την Τρίτη.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Τζούλη Βινιεράτου