Τα θορυβώδη τραπεζώματα για έξι, στα οποία στριμωχνόμασταν 14 άτομα για να γευτούμε τα λάφυρα μιας ζωής -μια εμπειρία εντελώς διαφορετική από εκείνη με την οποία ξεκίνησαν οι ιδιοκτήτες του σπιτιού… Ο παππούς και η γιαγιά να καβγαδίζουν, αλλά να μην μπορούν ο ένας χωρίς τον άλλον, και ένα σπίτι με κόκκινα τούβλα- αποτελούν την ταπετσαρία των αναμνήσεων που έρχονται στο μυαλό μου όταν σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια.

Αν οι τοίχοι μπορούσαν να μιλήσουν, θα διηγούνταν τα ξενύχτια της παιδικής μου ηλικίας, μπροστά στην τηλεόραση με την γιαγιά και τον παππού τα βράδια μετά το σχολείο (η ακοή σε εγρήγορση για τα τριξίματα της μαμάς και του μπαμπά στη σκάλα), ξαδέρφια να παίζουν μπίλιες για ώρες στη σάλα, γιορτινά γεύματα με λουκάνικα και πουρέ μετά το σχολείο (ξέρω, πολύ αυστραλιανό), χρυσά κοσμήματα κρυμμένα ανάμεσα σε κατσαρόλες και τηγάνια και όταν δέναμε τα κορδόνια του παππού κάτω από το τραπέζι, νομίζοντας ότι δεν είχε ιδέα (είχε, πάντα έχουν).

Ο παππούς, η γιαγιά, τρία παιδιά, επτά εγγόνια. Τόσοι άνθρωποι έχουν αποκαλέσει σπίτι τους την οδό Vulture στο West End. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, φεύγαμε από τη φωλιά, αλλά πάντα ξαναβρισκόμασταν για γενέθλια, χαλαρά κυριακάτικα απογεύματα, για να γιορτάσουμε τα νέα μωρά που γεννιόνταν, και για το σπιτικό φαγητό με φασολάκια, γεμιστά, τηγανητές πατάτες και ψωμί βουτηγμένο στο λάδι με φέτα και ψητές πιπεριές. Η πρόθεσή μου δεν είναι να σας ανοίξω την όρεξη, αλλά αν αυτό συμβεί, ζητώ εκ των προτέρων συγγνώμη.

Καφενείο στη Μεσαναγρό

Αισθάνομαι τα μάτια μου να βουρκώνουν καθώς γράφω αυτές τις γραμμές. Βλέπετε, τα εξαδέλφια μου και εγώ αποκτήσαμε αυτές τις αναμνήσεις χάρη στον παππού μας, του οποίου η παιδική ηλικία ήταν σημαδεμένη από τον πόλεμο. Θυμάμαι τη νύχτα που κάθισα μαζί του στο τραπέζι και συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι γνώριζα μόνο σημεία της ζωής του, όχι όμως την ουσία της.

Ήταν 11.30 το βράδυ όταν κάθισα απέναντί του, εγώ με τις πιτζάμες μου κι εκείνος να παίζει πασιέντζα. Άρχισα τρυφερά την ανάκριση, και με κάθε ερώτηση οι απαντήσεις του ξεχύνονταν σαν να τα είχε ζήσει όλα μόλις χθες. Εδώ ήταν ένας άνθρωπος, στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, που όχι μόνο έχτισε μια ζωή από το μηδέν για τον ίδιο και την οικογένειά του, αλλά και για τις επόμενες γενιές. Με μια ολόκληρη ζωή γεμάτη ιστορίες που έμοιαζαν να απέχουν κόσμοι μακριά από αυτή που ζούσαμε εμείς. Σαν δώρο, συνέχισε να μου διηγείται την ιστορία της ζωής του.

Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο παππούς μου, Μιχάλης Μάνης, γεννήθηκε στη Μεσαναγρό, έναν μικρό οικισμό κρυμμένο ανάμεσα στα βουνά της νότιας Ρόδου, το 1936, από τους γονείς του Φλώρα και Συμεών. Είχε πληθυσμό 500 κατοίκους και ένα και μοναδικό καφενείο, όπου χτυπούσε η «καρδιά» του χωριού.

Ο ίδιος περιγράφει τα χρόνια του εκεί ως «η ζωή στο χωριό».

«Υπήρχαν καλές στιγμές. Παίζαμε με άλλα παιδιά, πηγαίναμε στο σχολείο».

Το 1940, η ζωή του θα άλλαζε για πάντα. Ήταν η χρονιά που η Ιταλία και ένα χρόνο αργότερα η Γερμανία εισέβαλαν στην Ελλάδα.

Σε αντίθεση με την εγγονή του, που της αρέσει να στολίζει μια ιστορία με περιττές πληροφορίες και έξι δευτερεύουσες αφηγήσεις, εκείνος ήταν έτοιμος να παραλείψει τη ζωή του στην Ελλάδα και να περάσει κατευθείαν στην Αυστραλία. Φυσικά, αυτό δεν θα το επέτρεπα.

Ο παππούς μου είναι ένας άνθρωπος που έζησε εχθρικές εισβολές, πέρασε νύχτες σε σπηλιές, επιβίωσε με ελάχιστα έως καθόλου τρόφιμα, μεγάλωσε χωρίς πατέρα μέχρι την ηλικία των 11 ετών και, τελικά, αναγκάστηκε να αφήσει πίσω του την πατρίδα του για μια άγνωστη, ξένη χώρα.

Αναδρομή στο 1938, όταν ο παππούς ήταν δύο χρόνων και η αδελφή του, Δήμητρα, τεσσάρων μηνών, ο πατέρας τους άφησε πίσω την οικογένεια και ταξίδεψε στην Αυστραλία, για να ξεκινήσει να «χτίζει» μια καλύτερη ζωή για όλους τους.

Καθώς τον ρωτούσα και τον τσίγκλιζα τρυφερά, άρχισε να παίρνει το… κολάι και επέτρεψε στον εαυτό του να «ταξιδέψει» πίσω στο χρόνο.

Ξεκίνησε με την ανάμνηση της στιγμής που άκουσαν βόμβες να εκρήγνυνται πολύ κοντά στο χωριό. Φοβούμενοι ότι εκείνοι θα ήταν οι επόμενοι, οι κάτοικοι του χωριού συγκεντρώθηκαν και κατέφυγαν μαζί στα βουνά, βρίσκοντας καταφύγιο στις σπηλιές.

«Το έδαφος ήταν βρεγμένο και είχαμε μαζί μας μόνο λίγα ρούχα και κουβέρτες», λέει, και του ξεφεύγει ένα βροντερό γέλιο – ένας μηχανισμός αντιμετώπισης, υποψιάζομαι.

Παρατηρώ τον απλό και χωρίς υπερβολές τρόπο με τον οποίο αφηγείται μια περίοδο της ζωής του, η οποία, στην εποχή μας, κάθε άλλο παρά απλή φαίνεται.

Υποθέτω ότι όταν ακροβατείς σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου, τα μεγάλα γεγονότα μοιάζουν, ίσως, όχι και τόσο μεγάλα.

Σε αυτό το σημείο επέλεξα να τηλεφωνήσω «μία φίλη». Ακόμα και εκείνη την προχωρημένη ώρα, η μικρότερη αδελφή του, η οποία με δυσκολία θυμόταν την εποχή εκείνη, προσθέτει: «Ήμασταν πολύ μικροί, αλλά θυμάμαι αμυδρά, σαν να ήταν όνειρο, όταν έπρεπε όλοι να εγκαταλείψουμε το χωριό και να φύγουμε στα βουνά όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί. Έπρεπε να κρυφτούμε σε κρύες τρύπες και υγρές σπηλιές για μια εβδομάδα».

Ο Μιχάλης Μάνης, νέος στο Μπρίσμπαν

Η τροφή ήταν λιγοστή και επιβίωναν κυρίως με χόρτα, άγρια βρώσιμα χόρτα, καθώς και με τα τρόφιμα που κατάφεραν να αρπάξουν οι μεγάλοι πριν δραπετεύσουν. Θυμήθηκε ότι φοβόντουσαν να ανάψουν φωτιά για να μαγειρέψουν, προκειμένου να μην αποκαλύψουν την τοποθεσία τους στους Γερμανούς από τον καπνό.

«Ήμασταν τόσο καλά κρυμμένοι που δεν μπορούσαν να μας βρουν. Έπρεπε να είμαστε πολύ ήσυχοι και να μην κάνουμε θορύβους. Ειδικά εμείς τα παιδιά. Κοιμόμασταν στο έδαφος με κουβέρτες από το σπίτι».

Όπως μεταφέρω αυτά τα γεγονότα, αναβοσβήνουν στο μυαλό μου, εικόνες από τον παππού μου να σπρώχνει τα ξαδέρφια μου και εμένα στο γκο-καρτ που έφτιαξε για εμάς, και τα ξενύχτια που ακολούθησαν, πριν μας σκεπάσει σφιχτά στο κρεβάτια μας, με τις κοιλιές μας γεμάτες, δεμένοι σαν μούμιες για τη μέγιστη δυνατή ζεστασιά μας.

Καθώς μαίνονταν ο πόλεμος, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνηθίσουν σε μια ζωή πολύ διαφορετική από αυτή που γνώριζαν. Δεν υπήρχε σχολείο και περνούσαν τις κρύες νύχτες μπροστά στο τζάκι του σαλονιού, όπου το ένα κρεβάτι μοιράζονταν η μητέρα του, η αδελφή του, οι δύο θείοι του και ο παππούς και η γιαγιά του.

Ο παππούς κόβει την βασιλόπιτα στο σπίτι του

Αναγκασμένος να ανταλλάξει το ελληνικό σχολείο με μαθήματα ιταλικών, γελάει καθώς μου περιγράφει πώς κρυβόταν στην κορυφή της εκκλησίας με τον παπά και τα άλλα παιδιά του χωριού, μόνο και μόνο για να μπορέσουν να συνεχίσουν τα μαθήματα της ελληνικής γλώσσας.

«Έπρεπε να κρυβόμαστε γιατί δεν μας επιτρεπόταν να μιλάμε ελληνικά μπροστά στους Ιταλούς», λέει.

Η σκληρή πραγματικότητα της ζωής κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν η εξουθενωτική πείνα.

«Όποιος είχε ζώα, κατσίκες ή αγελάδες, μας τα έπαιρναν, γιατί ήθελαν τρόφιμα για να ταΐσουν τους στρατιώτες τους και τους εαυτούς τους. Ήταν σκληροί γιατί ήθελαν το σιτάρι μας. Ήθελαν κάτι να φάνε», είπε η αδελφή του παππού μου.

Λοιπόν, πείνασες; τον ρωτώ. «Πεινάσαμε. Δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου φαγητό – αν και υπήρχαν φακές. Δεν μπορούσαμε να βγούμε στα χωράφια για να φυτέψουμε και να σπείρουμε. Ξυπνούσαμε τη νύχτα και λέγαμε στη μητέρα μας ότι πεινούσαμε».

Υπήρχαν μέρες που η μητέρα του παππού δεν έτρωγε για να έχουν τα παιδιά αρκετό φαγητό για τον εαυτό τους – μια γνωστή ιστορία για εκείνη τη γενιά.

Η γιαγιά Σταματία, και ο παππούς, όταν ήταν νεότεροι

ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Το 1948 και δέκα χρόνια μετά την αναχώρηση του πατέρα τους, ήρθε η ώρα να τον ακολουθήσουν στην Αυστραλία.

Το πρόσωπό του έγινε ζοφερό και τα μάτια του γυάλισαν. Το ίδιο και τα δικά μου. «Όλοι έκλαιγαν», λέει, «όλοι οι συγγενείς». Είναι περίεργο το πώς μπορείς να ακούσεις τη θλίψη ενός ανθρώπου στο λαιμό του. Πνίγεται, αλλά συνεχίζει αποφασιστικά.

«Αυτό ήταν πολύ λυπηρό γιατί το βράδυ πριν φύγουμε, όλοι οι χωριανοί ήρθαν στο σπίτι για να μας αποχαιρετήσουν. Έκλαιγαν και τραγουδούσαν τραγούδια του αποχωρισμού γιατί ξέραμε ότι δεν θα ξαναδούμε πολλούς από αυτούς».

Έτσι, μαζί με τη μητέρα του και την αδελφή του, αποχαιρέτησαν το χωριό που αποκαλούσαν σπίτι τους και τους αγαπημένους τους – μεταξύ αυτών τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, πολλά εξαδέλφια και φίλοι.

«Πήγαμε από την Ελλάδα στην Αίγυπτο, στο Κάιρο. Στη συνέχεια, μας πήγαν σε ένα μικρό βαπόρι χωρητικότητας 900 τόνων που έμοιαζε με γιοτ και μας είπαν ότι αυτό θα ήταν το πλοίο που θα μας πήγαινε στην Αυστραλία. Το είδαμε που ήταν τόσο μικρό και όλοι άρχισαν να κλαίνε και να κάνουν τον σταυρό τους. Κανείς δεν ήθελε να μπει σε αυτό το μικρό πλοίο. Όλοι φοβόντουσαν».

«Όταν έβρεχε και έπεφτε καταιγίδα, το ένα άκρο του σκάφους έμπαινε στο νερό και δεν αργούσε να βυθιστεί και το άλλο άκρο».

Όπως κάνουν οι περισσότεροι αυτής της γενιάς, η Δήμητρα βρήκε μια κουκκίδα φωτός μιλώντας για τις σκοτεινές εκείνες εποχές, και φρόντισε να μην παραλείψει αυτή τη λεπτομέρεια:

«Στην αρχή ήταν όμορφα και ήρεμα. Ανεβαίναμε στο κατάστρωμα όπου κοιτάζαμε έξω όσο μακριά έφτανε η θάλασσα. Βλέπαμε τα ψάρια από το παράθυρο της καμπίνας μας και τα δελφίνια που ακολουθούσαν δίπλα μας».

Ο Μιχάλης Μάνης

ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΠΕΡΘ

«Ήταν θαύμα που τα καταφέραμε. Όλοι άκουσαν για το πλοίο που ερχόταν στο Freemantle από την Ελλάδα και ήρθαν να το δουν να ελλιμενίζεται».

Όταν έδεσαν στο Περθ της Δυτικής Αυστραλίας, «πολύς κόσμος περίμενε να υποδεχθεί τους συγγενείς του, αλλά εμείς δεν είχαμε κανέναν», λέει ο παππούς.

«Ο πατέρας μου ήταν στο Μπρίσμπαν. Δεν μπορούσε να έρθει γιατί είχε ένα μαγαζί λειτουργήσει. Εμείς φωνάζαμε, αλλά κανείς δεν ήταν εκεί για εμάς».

Ακούω άλλο ένα πνιγμένο γέλιο καθώς προσπαθώ να συγκρατηθώ κι εγώ.

Έμειναν σε έναν καταυλισμό μεταναστών για ένα βράδυ, πριν πάνε στο αεροδρόμιο για το τελευταίο σκέλος του ταξιδιού τους – μια πτήση για το Μπρίσμπαν.

Όταν τον ρώτησα αν θυμάται να την πρώτη εκείνη συνάντηση με τον πατέρα του και πώς ένιωσε, είπε: «Δεν τον ήξερα, οπότε ήταν σαν να συναντούσα οποιονδήποτε άλλον… σαν να συναντούσα κάποιον για πρώτη φορά».

«Ήταν περίεργο. Είμασταν αμήχανοι. Και μετά συνηθίσαμε», προσθέτει η αδελφή του.

Ενώ έπρεπε να αφήσουν πίσω τη ζωή στο χωριό, η ουσία αυτής της ζωής παρέμεινε βαθιά ριζωμένη μέσα τους. Από τον παππού να φυτεύει βασιλικό στον κήπο και να τραγουδάει ύμνους στο μπαλκόνι, μέχρι την προσπάθεια που έκανε να μεγαλώσει την οικογένειά του όπως είχε κάνει η δική του κοινότητα, πίσω στην πατρίδα.

Κάθε φορά που σκέφτεται το χωριό που για λίγο καιρό αποκάλεσε σπίτι του, ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό του, τα μάτια του γυαλίζουν, και αισθάνεται μια έντονη επιθυμία να το επισκεφθεί ξανά.